ΤΟΥ
ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΟΥ ΔΙΩΓΜΟΥ
Ἀποσπάσματα ἀπό τά βιβλία «ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΑΚΟΥΣΑ ΚΑΙ ΕΙΔΑ»
καί «ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗ ΣΜΥΡΝΗ» μαζί μέ λίγες σημειώσεις γιά τήν θλιβερή ἐπέτειο
τοῦ διωγμοῦ τῶν παππούδων μας ἀπό τήν εὐλογημένη γῆ, τῆς τεσσάρων χιλιάδων ἐτῶν
Ἑλληνικῆς Μικρᾶς Ἀσίας.
Ἡ γιαγιά μου, λοιπόν, καί οἱ ἄλλοι συγγενεῖς, κατάφεραν
καί μπῆκαν σέ ἕνα καράβι, ἀπό αὐτά πού ζύγωναν… ἔπαιρναν … καί ἔφευγαν γρήγορα,
ἀφήνοντας πίσω τους ἕνα μαῦρο χαλί πού κάθε του κόμπος ἦταν καί ἕνας ἀπελπισμένος
ἄνθρωπος, μιά τραγική φιγούρα πού αἰσθανόταν τό θάνατο δίπλα του.
Ἡ θέα τοῦ αἵματος καί τοῦ θανάτου ἀπό τά φρικτά
βασανιστήρια τούς εἶχαν θολώσει τό μυαλό. Ἦταν σάν παλαβωμένοι. Ἄλλοι φώναζαν, ἄλλοι
ἔκλαιγαν, οἱ μάνες μέ κλάματα καί ἱκεσίες προσπαθοῦσαν νά ἀποτρέψουν τήν
λυσσώδη κακοποίηση ἤ καί τήν θανάτωση ἀκόμα, καί τῶν ἴδιων ἀλλά καί τῶν παιδιῶν
τους, ἐνῶ ἡ δυσώδης μυρωδιά ἀπό τά νεκρά σώματα, πού εἶχε γεμίσει ἡ ἄλλοτε
πανέμορφη προκυμαία ἦταν ἀφόρητη.
Ἦταν τόση ἡ ἀπελπισία τους, πού μόλις ζύγωνε κάποιο καΐκι
γιά νά πάρει λίγο κόσμο, ὁρμοῦσαν ὅλοι νά ἀνέβουν γιά νά σωθοῦν μέ ἀποτέλεσμα
νά βουλιάζει τό καΐκι καί νά χάνονται κι ὅσοι εἶχαν ἀνέβει ἐπάνω.
Μάλιστα, ἔλεγε ἡ γιαγιά ὅτι οἱ μάνες στήν προσπάθειά τους
νά σωθοῦν, ἀντί νά πετάξουν στή θάλασσα τόν μπόγο μέ τά λιγοστά τους ἀγαπημένα
πράγματα γιά νά μποῦν στό καΐκι, ἀπό τήν ἀπελπισία τους πετοῦσαν κατά λάθος τό ἴδιο
τους τό παιδί πού κρατοῦσαν στό ἄλλο χέρι. Καί μόλις τό καταλάβαιναν, σπάραζαν
καί τραβοῦσαν τά μαλλιά τους. Ἄλλες ἔπεφταν κι ἐκεῖνες καί χάνονταν μαζί μέ τό
μικρό παιδάκι τους ἐνῶ ἄλλες τίς προλάβαιναν καί τίς κρατοῦσαν. Μά τί τά
θέλεις, ἔφταναν πιά στήν Ἑλλάδα σαλεμένες, τρελές, ἔβλεπες ζωντανές νεκρές πού
τό μυαλό τούς εἶχε πιά ἀπό τήν πίκρα καί τήν θλίψη σταματήσει.
Κι ἔλεγε ἀκόμα ἡ γιαγιά ὅτι ἀνάμεσα στά μπουλούκια τῶν Ἑλλήνων
πού ἔμπαιναν πανικόβλητοι στά καράβια, στέκονταν Τοῦρκοι, οἱ ὁποῖοι συχνά πυκνά
ἔριχναν χατζαριές μέσα στά πλήθη, κόβοντας ἤ καί σκοτώνοντας κάποιους ἄτυχους ἀπό
τούς ἀσφυκτικά στριμωγμένους ἀνθρώπους. Τήν ὥρα, λοιπόν, πού προχωροῦσαν, δίπλα
στή γιαγιά ἦταν μιά ἄλλη γυναῖκα, ἡ ὁποία ξαφνικά ἔβγαλε μιά κραυγή καί κρατοῦσε,
μέ τό χέρι της, τό καταματωμένο πρόσωπό της.
– Τί ἔπαθες; Τήν ρώτησε τρομαγμένη ἡ γιαγιά.
– Ἕνας Τοῦρκος, τῆς ἀπάντησε ἐκείνη κλαίγοντας, μέ
χτύπησε!
Τῆς εἶχε κόψει μέ τή χατζάρα τό μισό μέτωπο μαζί μέ τό
φρύδι!
Οἱ ἄνθρωποι μέσα στό καράβι ἦταν στοιβαγμένοι στήν
κυριολεξία ὁ ἕνας πάνω ἀπό τόν ἄλλο καί ὅλοι ἔκλαιγαν. Ἄκουγες ἀπό παντοῦ
κλάμματα. Ἄλλοι ἄρρωστοι, ἄλλοι γέροι, ἄλλοι ἑτοιμοθάνατοι, πολλές γυναῖκες ἔγκυες,
μικρά παιδάκια πού ἔψαχναν τόν μπαμπά τους ἤ τήν μαμά τους, γιατί πολλοί γονεῖς
δέν προλάβαιναν νά μποῦνε στό καράβι καί πετοῦσαν τά παιδιά τους μέσα γιά νά τά
σώσουν. Ὅσοι ἄντρες κατάφεραν νά μποῦνε στά καράβια εἶχαν ντυθεῖ γέροι καί ὅσες
κοπέλες νέες κατόρθωσαν νά σωθοῦν ἦταν γιατί εἶχαν φορέσει βαριά ροῦχα καί
καμπούριαζαν κάνοντας τίς γριές. Τούς ἄντρες, ὅπως σοῦ εἶπα πιό πάνω, τούς
στράτευαν, τούς σκότωναν ἤ τούς ἔπαιρναν αἰχμαλώτους γιά βαριές ἐργασίες. Τίς
δέ κοπέλες τίς ἔπαιρναν γιά τά χαρέμια. Εἶναι γνωστές πιά οἱ διηγήσεις γιά τίς Ἑλληνίδες
πού ἀφοῦ τίς κακοποιοῦσαν τούς ἔκοβαν τά στήθη ἤ τίς θηλές καί ἔφτιαχναν
κομπολόγια!
Ἡ γιαγιά τῆς μαμᾶς σου (ἡ μεγάλη γιαγιά ἡ Στέλλα) ἦταν
τότε κοριτσάκι δώδεκα χρονῶν (σήμερα 95 ἐτῶν) καί ἀκόμα μᾶς λέει ὅτι θυμᾶται
τίς φωνές καί τίς κραυγές ἐκείνων τῶν κοριτσιῶν, ὅταν ἦταν κρυμμένη μέ ἄλλους Ἕλληνες σέ κάτι ὑπόγεια!
Τί εἶδαν τά μάτια ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων!
Ἐάν βλέπαμε ἐμεῖς σήμερα ἐλάχιστα ἀπό αὐτά, θά εἴχαμε τρελαθεῖ. Ἐκεῖνοι, ὅμως, ἄντεξαν!
Ἦταν, ἄραγε φτιαγμένοι ἀπό ἀτσάλι ἤ μήπως ἀπό σίδερο ἤ ἦταν βαθιά ἀναίσθητοι;
Τίποτα ἀπό ὅλα αὐτά! Ἦταν ἁπλοῖ ἄνθρωποι ἀκριβῶς σάν καί ἐμᾶς, μόνο πού εἶχαν
μέσα τους πίστη! Πίστη βαθιά, Πίστη εἰλικρινῆ καί πάνω ἀπ’ ὅλα ἀγάπη στό
Χριστό. Ἐλάχιστοι ἦταν αὐτοί πού φεύγοντας ἀπό τό σπίτι τους καί ἀφήνοντας πίσω
ὅλα τους τά ὑπάρχοντα, δέν εἶχαν πάρει μαζί τους μιά εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ ἤ τῆς
Παναγίας ἤ κάποιου Ἁγίου γιά νά τίς σώσουν. Προτιμοῦσαν νά πάρουν μιά εἰκόνα
παρά χρυσάφια ἤ φλουριά (τά ὁποῖα καί εἶχαν)!
Ἡ γιαγιά τῆς κας Βάσως, τῆς γιαγιᾶς τοῦ Παναγιωτάκη, ἔμενε
σέ ἕνα χωριό ἔξω ἀπό τή Σμύρνη, στό Κουκλουτζά. Φεύγοντας μέ τούς διωγμούς ἀπό
τό σπίτι της γιά νά πάει στό λιμάνι, ἀφοῦ μάζεψε σέ ἕνα μικρό ντορβά τά ἀπαραίτητα,
εἶχε μπροστά της τρία σακιά μέ λίρες καί ἤθελε νά πάρει τοὐλάχιστον τό ἕνα. Ἀντί,
ὅμως, νά πάρει σακί μέ λίρες, ἅπλωσε τά χέρια της καί πῆρε στόν κόρφο της τήν εἰκόνα
τῆς Παναγίας μας. Ἄφησε λοιπόν τίς λίρες, πῆρε τήν εἰκόνα ἀγκαλιά καί ἔτρεχε
σάν παλαβή μέ τά πέντε μικρά της παιδιά νά φτάσει μέ κάθε τρόπο στό λιμάνι γιά
νά προλάβει τά καράβια. Ὅταν ἔφτασε, οἱ μαοῦνες εἶχαν φύγει καί κανένας
μαουνιέρης δέν τολμοῦσε νά πλησιάσει. Κάθισε τότε ἀπελπισμένη σέ μιά γωνιά καί ἔκλαιγε
ἀπαρηγόρητα παρακαλῶντας συνέχεια τήν Παναγία νά τούς σκεπάσει καί νά τούς
σώσει ἀπό τήν λύσσα τῶν Τούρκων. «Παναγία μου σῶσε μας, σέ παρακαλῶ, σῶσε τά
παιδιά μου» αὐτά ἦταν τά λόγια τῆς ἀπελπισμένης ἐκείνης γυναίκας, πού κρατῶντας
ἀγκαλιά τά παιδιά της ἔβλεπε τά χίλια μύρια νά συμβαίνουν γύρω της μέχρι πού
σκοτείνιασε καί τό μόνο πού περίμενε ἦταν ὁ θάνατος! Τότε ἀπό τό πουθενά, ἐμφανίστηκε
ἕνας βαρκάρης, ὁ ὁποῖος ἀφοῦ πλησίασε μέ τό μικρό του καΐκι τό μέρος τοῦ
λιμανιοῦ πού καθόταν ἡ γυναῖκα, τῆς λέει «Γρήγορα, ἀνέβα ἐπάνω. Σέ βλέπω τόση ὥρα
πού κλαῖς καί λυπήθηκα τά παιδιά σου. Ἔλα γρήγορα»! Ἀνέβηκαν ὅλοι στή βάρκα καί
τήν τελευταία στιγμή πρόλαβαν τό καράβι πού ἔφευγε! Ποιές λίρες, ἄραγε, καί
πόσες θά μποροῦσαν νά φέρουν τόν βαρκάρη ἐκείνη τήν ὥρα στό λιμάνι; Ποιά
περιουσία μπορεῖ νά ἀγοράσει τήν Σκέπη τῆς Παναγία μας;!
Κάθε χρόνο τέτοιες μέρες, βάζω λίγο τόν ἑαυτό μου στή
θέση τοῦ παπποῦ μου ἤ τῆς γιαγιᾶς μου καί πραγματικά μέ πιάνει ἀπόγνωση καί
θλίψη. Ὄχι μόνο γι’ αὐτά πού πέρασαν ἀλλά καί γιά ἐμένα τόν ἴδιο, ὅταν βλέπω
τήν βαθιά δική τους πίστη καί τήν ρηχή πίστη τήν δική μου. Θά περίμενε κανείς ὅλοι
οἱ πρόσφυγες μετά ἀπό ὅλα αὐτά τά φρικτά πού πέρασαν νά ἦταν σαλεμένοι καί κάθε
στιγμή νά βλασφημοῦσαν τόν Θεό. Κι ὅμως ἐκεῖνοι ὄχι μόνο συνέχιζαν νά ζοῦν
φυσιολογικότατα καί μάλιστα μία ζωή χριστιανική, γεμάτη ἀπό τό θέλημα τοῦ Θεοῦ
πού παραδειγμάτιζε τούς γύρω τους, ἀλλά καί χωρίς νά βαρυγκωμήσουν σ’ Ἐκεῖνον
ποτέ γιά ὅλα αὐτά πού πέρασαν. Μάλιστα μάλωναν ἄγρια μέ τούς ἐδῶ Ἑλλαδῖτες, ὅταν
οἱ δεύτεροι συχνότατα βλαστημοῦσαν τήν Παναγία καί τόν Χριστό. Ὁ
δεκαεπτάχρονος, τότε, θεῖος μου πιάστηκε στά χέρια μέσα στό τράμ, ὅταν ἕνας Ἑλλαδίτης
ἀφοῦ τόν ἔβρισε τουρκόσπορο, ἄρχισε νά βλαστημᾶ τήν Παναγία. Καί ὅταν τούς πῆγαν
στό τμῆμα καί τόν ρώτησε ὁ ἀστυνόμος γιατί τό ἔκανε, ἐκεῖνος μέ τά λίγα Ἑλληνικά
πού ἤξερε τοῦ εἶπε:
Ἄν ἐσένα ἔβριζαν μανοῦλα σου τί ἔκανες;
Γιατί, ἔβρισε τήν μάνα σου;
Ἐμένα ἔβρισε
Παναγία μου, πιό πάνω ἀπό μάνα μου. Τί ἔπρεπε κάνω; Νά κάτσω νά ἀκούω;
(κάτι πού παρεμπίπτοντος κάνουμε ἐμεῖς σήμερα).
Μακάρι λοιπόν, νά εἴχαμε τήν πίστη καί τήν ἀγάπη πού εἶχαν
ἐκεῖνοι οἱ ἄνθρωποι γιά τόν Χριστό. Ἄς εὔχονται ἀπό ἐκεῖ πού εἶναι γιά ὅλους ἐμᾶς
τούς ὀλιγόπιστους, πού ὅ,τι καί νά μᾶς τύχει, ἀρχίζουμε τό «γιατί σ’ ἐμένα» καί
τό «τί Σοῦ ἔκανα καί μοῦ τό ’στειλες αὐτό».
Ὁ Θεός νά ἀναπαύει τίς ψυχές ὅλων ἐκείνων
πού χάθηκαν τόσο βάναυσα κι ἀπάνθρωπα ἐκεῖ, ἀλλά καί ὅσων κατάφεραν κι ἔφτασαν ἐδῶ
καί τελείωσαν τήν γεμάτη βάσανα, πόνο καί δάκρυα πορεία τῆς ζωῆς τους στά
χώματα πού πατᾶμε σήμερα ἐμεῖς, οἱ κοντινοί τους ἀπόγονοι, οἱ δικοί τους ἄνθρωποι
… πού τόσο μά τόσο εὔκολα ξεχνᾶμε, λησμονοῦμε καί προδοτικά διαγράφουμε.
Ὁ Θεός νά μᾶς φωτίζει!
Ἀναστάσιος
Μυρίλλας
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 144-145
Αὔγουστος-Σεπτέμβριος
2014
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου