Σάββατο 30 Αυγούστου 2014

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» - Η ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΩΝ ΒΑΥΑΡΩΝ “ΓΚΡΕΜΙΣΕ” ΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗΣ!



Η  ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΕΙΑ  ΤΩΝ ΒΑΥΑΡΩΝ
“ΓΚΡΕΜΙΣΕ”
ΤΟ  ΔΙΚΑΙΟ  ΤΗΣ  ΡΩΜΗΟΣΥΝΗΣ!

Μὲ τὴν κήρυξη τῆς Ἐπανάστασης τοῦ 1821, ἡ πρώτη αὐτοδύναµη ἐ-
ξουσία ἐπιζήτησε τὴ δηµιουργία ἔννοµης τάξης στὶς ἐπανα­στα­τηµένες περιοχές. Τὸ ἀγωνιζόµενο γιὰ τὴν ἐλευθερία Ἔθνος µας, ἔχοντας ἐπίγνωση τῆς ἱστορικῆς του συνέχειας, ὅρισε στὰ ἐπαναστατικὰ κείµε­να, ὡς ἐφαρµοστέο δίκαιο στὶς ἀπελευθερωµένες περιοχὲς τοὺς Νόµους «τῶν ἀειµνήστων Χριστιανῶν ἡµῶν Αὐτοκρατόρων».
Ἤδη στὴ Νοµικὴ Διάταξη τῆς Ἀνατολικῆς Χέρσου Ἑλλάδος, ποὺ ἐκδόθηκε λίγους µόνο µῆνες µετὰ τὴν κήρυξη τῆς ἐπανάστασης (Νοέµβριος 1821) ὁρίζεται ὅτι «οἱ Κοινωνικοὶ Νόµοι τῶν ἀειµνήστων Χριστιανῶν Αὐτοκρατόρων τῆς Ἑλλάδος µόνοι ἰσχύουσι κατὰ τὸ παρὸν εἰς τὴν Ἀνατολικὴν Χέρσον Ἑλλάδα». Μὲ τὴν ἴδια πράξη δόθηκε ἐντολὴ στὸν Ἄρειο Πάγο (τὸ συσταθὲν ἀπὸ αὐτὴν ἀνώτατο διοικητικὸ καὶ δικαστικὸ ὄργανο τῆς Ἀνατολικῆς Χέρσου Ἑλλάδος) ἐντολὴ νὰ µεταφέρει στὴ νέα Ἑλληνική τό σχετικὸ τµῆµα τῶν Βασιλικῶν καὶ νὰ τὸ δηµοσιεύσει στὸν τύπο, ἀφοῦ λάβει τὴν ἔγκριση τῶν Ἀρχιερέων τῆς περιφέρειάς του.
Ἕνα µήνα ἀργότερα, ἡ Ἐθνικὴ Συνέλευση τῆς Ἐπιδαύρου ψηφίζει τὸ Προσωρινὸν Πολίτευµα τῆς Ἑλλάδος, στὰ ἄρθρα 97 καὶ  98 τοῦ ὁποίου ὁρίζονται τὰ ἑξῆς: «Τὸ ἐκτελεστικὸν σῶµα νὰ διορίσει ἐπιτροπὴν συγκειµένην ἀπὸ τὰ ἐκλεκτότερα καὶ σοφώτερα µέλη τῆς Ἑλλάδος, τῶν ὁποίων ἡ ἀρετὴ νὰ ἦναι ἐγνωσµένη, διὰ νὰ συνθέσωσιν Κώ­δηκας Νόµων, πολιτικῶν, ἐγκληµατικῶν καὶ ἐµπορικῶν (…). Ἄχρι τῆς κοινοποιήσεως τῶν εἰρηµένων Κωδίκων αἱ πολιτικαὶ καὶ ἐγκληµατικαὶ διαδικασίαι βάσιν ἔχουσιν τοὺς Νόµους τῶν ἀει­µνή­στων Χριστιανῶν ἡµῶν Αὐτοκρατόρων καὶ τοὺς παρὰ τοῦ Βουλευτικοῦ καὶ Ἐκτελεστικοῦ Σώµατος ἐκδιδωµένους νόµους διὰ δὲ τὰ ἐµπορικὰ ὁ ἐµπορικός τῆς Γαλλίας Κῶδιξ µόνος ἰσχύει εἰς τὴν Ἑλλάδα».
Θὰ πρέπει νὰ σηµειωθεῖ, ὅτι ἡ παραποµπὴ στὸ δίκαιο τῆς Βυζαν-τινῆς Αὐτοκρατορίας προξενοῦσε τὴ σφοδρὴ ἀντίδραση τοῦ Κοραῆ καὶ τῶν σὺν αὐτῷ “ἐκσυγχρονιστῶν”! Ἤδη ἀπὸ τὸ 1822, µὲ ἀφορµὴ τὸ Προσωρινὸν Πολίτευµα τῆς Ἑλλάδος, ὁ Κοραὴς παρατηροῦσε ὅτι οἱ γραικὸ-ρωµαϊκοὶ νόµοι γίνονται ἁπλῶς ἀνεκτοὶ ἐπειδὴ εἶναι προτιµότεροι ἀπὸ τὴν ἀναρχία ποὺ συνεπάγεται ἡ ἔλλειψη νόµων. Θεωροῦσε ἐπίσης ὅτι τὸ ἐπίθετο ἀείµνηστοι σὲ σχέση µὲ τοὺς αὐτοκράτορες µόνο εἰρωνικὰ θὰ µποροῦσε νὰ ἔχει χρησιµοποιηθεῖ ἀπὸ τὸ συντάκτη τοῦ νόµου1.
Οἱ ἀντιδράσεις αὐτὲς ὀφείλονταν στὸ ὅτι ἡ εἰσαγωγὴ τοῦ δικαίου τῆς Ἑλληνορωµαϊκῆς (Βυζαντινῆς) Αὐτοκρατορίας στὸ νέο Ἑλληνικὸ κράτος δὲν ἔγινε µόνο γιὰ συναισθηµατικοὺς λόγους. Τὸ δίκαιο καὶ ἡ δηµιουργία νοµικῆς συνέχειας µεταξύ τῆς Ἑλληνορωµαϊκῆς Αὐτοκρατορίας καὶ τοῦ νέου Ἑλληνικοῦ κράτους θεωρήθηκε ὡς τὸ προσφορότερο µέσο γιὰ νὰ ἀναγνωριστεῖ τὸ δεύτερο ὡς διάδοχος τῆς πρώτης καὶ νὰ µπορέσει ἔτσι νὰ στηρίξει ἐδαφικὲς διεκδικήσεις. Ἐπιβεβαιώνεται λοιπὸν καὶ στὸ πεδίο τοῦ δικαίου ἡ θέση ποὺ εἶχε σὲ προηγούµενο τεῦχος τοῦ περιοδικοῦ µας ὑποστηριχθεῖ, ὅτι δηλαδὴ στόχος τῆς Ἐπανάστασης τοῦ 1821 ἦταν ἡ ἀνασύσταση τῆς Ἑλληνορωµαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, καί ὄχι µόνο ἡ ἀπελευθέρωση τοῦ σηµερινοῦ Ἑλλαδικοῦ χώρου2.
Τὰ παραπάνω δύο ἄρθρα τοῦ «Προσωρινοῦ Πολιτεύµατος» συνε­νώθηκαν σὲ ἕνα ἄρθρο (τὸ ἄρθρο 80) τοῦ Νόµου τῆς Ἐπιδαύρου τῆς Β´ Ἐθνικῆς Συνέλευσης τοῦ Ἄστρους (1823), ποὺ εἶχε παρόµοιο περιεχό-µενο, µὲ τὴ βασικὴ διαφορὰ ὅτι ὡς πρὸς τὶς «ἐγκληµατικὲς» διαδικασίες ὅριζε ὡς προσωρινὸ δίκαιο (µέχρι δηλαδὴ τὴ σύνταξη νέων κωδίκων µὲ πρότυπο τὴ Γαλλικὴ νοµοθεσία) τὸ «Ἀπάνθισµα τῶν Ἐγκληµατικῶν».
Τὸ «Ἀπάνθισµα τῶν Ἐγκληµατικῶν» ἦταν ὁ πρῶτος Ἑλληνικὸς ποινικὸς κώδικας. Οἱ ἐργασίες γιὰ τὴ σύνταξή του ἄρχισαν τὴν 1η Ἀπρι­λίου 1823, ὅταν ἡ Β´ Ἐθνικὴ Συνέλευση συγκρότησε µία ἐννεαµελῆ Ἐπιτροπή, ἀποτελούµενη ἀπὸ πέντε κληρικοὺς καὶ τέσσερεις λαϊκούς (σηµ: Ἐνδεικτικό τοῦ τί ἐσήµαινε ὁ Κληρικός γιά τούς Γνήσιους Ἕλληνες), δίνοντάς της τὴν ἐντολὴ ὅπως ἐκθέσει «τὰ κυριώτερα τῶν ἐγκληµατικῶν  ἐκ τοῦ προχείρου ἐρανιζοµένη ἀπὸ τοὺς νόµους τῶν ἡµετέρων ἀειµνήστων βυζαντινῶν αὐτοκρατόρων καὶ ἄλλοθεν».
Κανένα ἀπὸ τὰ µέλη τῆς ἐπιτροπῆς δὲν εἶχε εἰδικὴ νοµικὴ παιδεία κι ὅµως αὐτὴ ἡ Ἐπιτροπὴ κατάφερε νὰ ὁλοκληρώσει τὸ ἔργο της µέσα σὲ δεκαέξι ἡµέρες –σὲ χρόνο ρεκὸρ δηλαδή, ἂν σκεφτοῦµε τοὺς ρυθµοὺς τῶν σηµερινῶν ἐξειδικευµένων νοµοπαρασκευαστικῶν ἐπιτροπῶν. Στὶς 17 Ἀπριλίου 1823 τὸ «Ἀπάθισµα τῶν Ἐγκληµατικῶν» ὑποβλήθηκε στὴν Ἐθνικὴ Συνέλευση καὶ τέθηκε σὲ ἰσχὺ σὲ ὅλες τὶς ἀπελευθερούµενες  περιοχὲς µὲ ψήφισµα αὐτῆς τὴν 1ης Ἰουνίου 1824.
Δὲν ἦταν βέβαια εὔκολο νὰ ἐφαρµοστεῖ κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ ἐπαναστατικοῦ ἀγώνα. Χρειάστηκε νὰ ἐπικυρωθεῖ ξανὰ ἀπὸ τὴ Γ´ Ἐθνι-κὴ Συνέλευση τῆς Τροιζήνας, τὸ 1827. Τὸ ἄρθρο 142 τοῦ Συντάγµατος τῆς Τροιζήνας προέβλεπε ὅτι «Ἕως ὅτου δηµοσιευθῶσι Κώδικες κατὰ τὸ 99 ἄρθρον, οἱ Βυζαντινοὶ νόµοι, τὸ Ἀπάνθισµα τῶν ἐγκληµατικῶν καὶ οἱ παρὰ τῆς Ἑλληνικῆς Πολιτείας δηµοσιευόµενοι νόµοι ἔχουν ἰσχύν, εἰς δὲ τὰ ἐµπορικὰ ἰσχὺν νόµου ἔχει ὁ ἐµπορικός τῆς Γαλλίας Κῶδιξ». Τὸ δὲ ἄρθρο 99 ἔδινε ἐντολὴ στὴ Βουλὴ νὰ φροντίσει, ὥστε νὰ συνταχθοῦν κώδικες «ἔχοντες ἰδιαιτέρως βάσιν τὴν Γαλλικὴν Νοµοθεσίαν». Ἡ ἐπιρροὴ τοῦ Γαλλικοῦ δικαίου στὴν Ἑλλάδα εἶναι πλέον ἐµφανής.
 Ἡ οὐσιαστικὴ καὶ ἀπρόσκοπτη ἐφαρµογὴ τοῦ «Ἀπανθίσµατος» ἐπετεύχθη τὸ 1828 ἀπὸ τὸν Ἰωάννη Καποδίστρια. Ὁ Καποδίστριας τὸ συµπλήρωσε ἐπίσης µὲ εἰδικοὺς ποινικοὺς νόµους περὶ κιβδηλίας καὶ περὶ τύπου, ἐνῶ ἐξέδωσε καὶ διάταγµα γιὰ τὴν κατάρτιση νέου ποινικοῦ κώδικα (Διάταγµα τοῦ Κυβερνήτου τῆς 18/30-12-1828).
Τὸ «Ἀπάνθισµα» ἐπικρίνεται συχνὰ ἀπὸ σηµερινοὺς νοµικοὺς γιὰ ἔλλειψη ἐπιστηµονικῆς καὶ νοµοτεχνικῆς ἀρτιότητας. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι δύσκολα θὰ µποροῦσε νὰ χαρακτηριστεῖ ὡς ποινικὸς κώδικας µὲ τὰ σηµερινὰ κριτήρια. Οἱ ἐπικριτές του λησµονοῦν ὅµως ὅτι ἡ ἀξία ἑνὸς νοµοθετήµατος κρίνεται πάντα σὲ συνάρτηση µὲ τὶς πολιτικὲς καὶ οἰκονοµικὲς συνθῆκες τῆς ἐποχῆς του. Παραβλέπουν ἐπίσης τὸν προσωρινό του χαρακτήρα, ὁ ὁποῖος φαίνεται ἀπὸ τὸ ὅτι κάθε ἐνέργεια σχετικὴ µὲ αὐτὸ συνοδευόταν ἀπὸ πρόβλεψη γιὰ σύνταξη νέου ποινικοῦ κώδικα. Παρὰ τὸν προσωρινὸ αὐτὸ χαρακτήρα του, ἴσχυσε τυπικὰ γιὰ δέκα καὶ οὐσιαστικὰ γιὰ ἕξι χρόνια, µέχρι τὸ 1834. Ὁ σηµερινὸς ποινικὸς κώδικας ἰσχύει µὲν ἀπὸ τὸ 1951, µέσα ὅµως στὰ δύο περίπου τελευταῖα χρόνια –ἀπὸ τὸ 2012- ἔχει τροποποιηθεῖ ἀπὸ ὀκτὼ νοµοθετήµατα!
Ἄλλωστε οἱ συντάκτες τοῦ «Ἀπανθίσµατος» εἶχαν ἐπίγνωση τῶν κενῶν του. Γιὰ τὸ λόγο αὐτό, στὸ ψήφισµα τοῦ 1824 µὲ τὸ ὁποῖο τέθηκε σὲ ἐφαρµογὴ ὁριζόταν ὅτι τὰ κενὰ αὐτὰ θὰ καλύπτονται µὲ βάση τὰ «Βασιλικὰ» τῶν Μακεδόνων Αὐτοκρατόρων καὶ τοὺς νόµους τῆς Διοικήσεως.
Ἡ περιορισµένη χωρητικότητα ἑνὸς περιοδικοῦ δὲ µοῦ ἐπιτρέπει νὰ ἀναλύσω διεξοδικὰ τὸ περιεχόµενο τοῦ «Ἀπανθίσµατος τῶν Ἐγκλη­µατικῶν». Αὐτὸ ἐπιφυλάσσοµαι νὰ τὸ πράξω στὸ µέλλον, σὺν Θεῷ, σὲ σχετικὴ διδακτορικὴ διατριβή. Πρὸς τὸ παρὸν θὰ περιοριστῶ στὴν ἀναφορὰ ὁρισµένων στοιχείων καὶ ρυθµίσεων τοῦ νοµοθετήµατος ποὺ δείχνουν τὸν ἰδιαίτερο χαρακτήρα του. Ἐπειδὴ µάλιστα, ὅπως σηµειώνει ὁ καθηγητὴς τοῦ ποινικοῦ δικαίου Ἰω. Μανωλεδάκης, ὁ ποινικὸς κώδικας ἀποτελεῖ ἔκφραση ἐξουσίας καὶ λόγο πολιτικό, τὰ χαρακτηριστικά του «Ἀπανθίσµατος» ἀντανακλοῦν καὶ τὸ χαρακτήρα τοῦ πολιτικοῦ λόγου τῆς ἐποχῆς του.
Πρῶτα πρῶτα, τὸ «Ἀπάνθισµα τῶν Ἐγκληµατικῶν» εἶναι νοµοθέτη­µα χριστιανικό. Τοῦτο φαίνεται καταρχὰς ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι πουθενὰ στὸ κείµενό του δὲ γίνεται λόγος γιὰ «ἐγκλήµατα», ἀλλὰ µόνο γιὰ «ἁµαρ­τήµατα». Χωρίζεται ἔτσι σὲ τρία τµήµατα: «Περὶ ἁµαρτηµάτων ἐναντίον τῆς κοινῆς ἀσφαλείας», «Περὶ ἁµαρτηµάτων ἐναντίον τῆς προσωπικῆς ἐλευθερίας» καὶ «Περὶ ἁµαρτηµάτων ἐναντίον τῆς ἰδιοκτησίας».
Στὸ δεύτερο ἀπὸ τὰ παραπάνω τρία τµήµατα περιλαµβάνεται µεταξὺ ἄλλων κεφάλαιο «Περὶ ἁµαρτηµάτων διαφθειρόντων τὰ ἤθη». Στὸ κεφάλαιο αὐτὸ τιµωρεῖται ἡ φθορὰ παρθένου (παρ. νγ´ καὶ νδ´), ἀλλὰ καὶ ἡ µοιχεία. Ἡ παράγραφος νθ´ προβλέπει ὅτι : «Ὁ ὕπανδρος ὅστις ἀποδειχθῆ µοιχὸς νὰ φυλακόνεται ἀπὸ τρεῖς µήνας ἕως ἕναν χρόνον ἢ νὰ πληρώνη εἰς τὸ ἐθνικὸν Ταµεῖον ἀπὸ ἑκατὸν ἕως δύο χιλιάδες γρόσια. Ἡ δὲ µοιχαλὶς νὰ φυλακόνεται ἀπὸ τρεῖς µήνας ἕως ἕναν χρόνον. Τὸν δὲ µοιχὸν δὲ δύναται ἄλλος νὰ ἐγκαλέση εἰς τὸ κριτήριον, εἰµὴ ὁ ἀνὴρ τῆς γυναικός».
Διάταξη περὶ µοιχείας προβλεπόταν καὶ στὸ ἄρθρο 286 τοῦ ποινικοῦ νόµου τῆς Βαυαροκρατίας, ἀλλὰ καὶ στὸ ἄρθρο 257 τοῦ ποινικοῦ κώδικα τοῦ 1951. Τὸ τελευταῖο αὐτὸ ἄρθρο προέβλεπε ἐπίσης ποινὴ ἑνὸς ἔτους γιὰ τοὺς µοιχοὺς καὶ ἀπαιτοῦσε ἔγκληση τοῦ παθόντος συζύγου γιὰ τὴ δίωξη τῆς πράξης. Καταργήθηκε τὸ 1982 ἀπὸ τὸ ἄρθρο 8 Ν.1272. Ἡ µοιχεία δηλαδὴ ἦταν ποινικὸ ἀδίκηµα τῆς Ἑλληνικῆς ἔννοµης τάξης γιὰ 148 χρόνια, πρὶν ὁ ποινικὸς νοµοθέτης ἀποφασίσει ὅτι ἡ προστασία τοῦ ἔννοµου ἀγαθοῦ τῆς συζυγικῆς πίστης δὲν εἶναι δική του δουλειά!
Παρόµοια ἰσχύουν καὶ γιὰ τὴν ποινικὴ µεταχείριση τῆς ἔκτρωσης: Στὴν παράγραφο µδ´ τοῦ «Ἀπανθίσµατος» ὁρίζεται ὅτι τιµωρεῖται αὐτὸς ποὺ προκάλεσε τὴν ἀποβολὴ τοῦ ἐµβρύου –µὲ ἢ χωρὶς τὴ συναίνεση τῆς γυναίκας-, ἀλλὰ καὶ ἡ ἴδια ἡ ἔγκυος γυναίκα, ὅταν προβαίνει σὲ ἄµβλωση «ἀφ’ ἐαυτῆς», µὲ πενταετῆ φυλάκιση. Ἡ ποινὴ διπλασιάζεται γιὰ τὸ γιατρό, φαρµακοποιὸ ἢ φαρµακοπώλη, ἐὰν γίνει ἡ ἀποβολὴ (παρ. µε´), καθὼς καὶ σὲ περίπτωση θανάτου τῆς ἐγκύου (µς´). Δὲν προβλέπονται βεβαίως ἐξαιρετικὲς περιπτώσεις κατὰ τὶς ὁποῖες ἐπιτρέπεται ἡ ἄµβλωση. Ὁ ποινικὸς νόµος τοῦ 1834 τιµωρεῖ ἐπίσης τὴν ἄµβλωση, εἴτε γίνεται ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν ἔγκυο, εἴτε ἀπὸ τρίτο καὶ χωρὶς καµία ἐξαίρεση. Ἡ παροχὴ στὴν ἔγκυο γυναίκα τοῦ δικαιώµατος νὰ διακόπτει ἐλεύθερα τὴν κύηση µέσα στὶς πρῶτες δώδεκα ἑβδοµάδες αὐτῆς, θανατώνοντας τό ἔµβρυο, χωρὶς νὰ χρειάζονται ἐπιπλέον ἐνδείξεις, ἔγινε µὲ τὸ ἄρθρο 2 τοῦ ν. 1609/1986!
Γιὰ νά ἐπιστρέψουµε στὸ «Ἀπάνθισµα», θὰ πρέπει νὰ παρατηρή­σουµε ὅτι ἡ ἔµπνευσή του ἀπὸ τὶς χριστιανικὲς ἀξίες φαίνεται ὄχι µόνο ἀπὸ τὴν ὁρολογία ἢ τὸ περιεχόµενό του, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸ ὕφος του καὶ τὸ πνεῦµα ποὺ τὸ διαπνέει. Ὁ ἀναγνώστης του δὲ µπορεῖ παρὰ νὰ διακρίνει µέσα ἀπὸ αὐτὸ τὴν ἁγνὴ δίψα τῶν προγόνων µας γιὰ Ἀλήθεια καὶ Δικαιοσύνη. Τὸ ὕφος εἶναι λιτό, δωρικό, σαφὲς καὶ ἀνεπιτήδευτο, ὕφος δηλαδὴ Ἑλληνικό. Ἑλληνικὸ εἶναι καὶ τὸ περιεχόµενο, ἀφοῦ τὸ «Ἀπάνθισµα» ἀποτελεῖ πρωτότυπη Ἑλληνικὴ δηµιουργία καὶ ὄχι ἀντιγραφὴ ξένου κώδικα.
Πρόκειται γιὰ νοµοθέτηµα ποὺ διαπνέεται ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὴν Πατρίδα καὶ εἶναι ἐπίσης δηµοκρατικό. Προστατεύει τὰ πολιτικὰ δικαιώµατα σὲ ἰδιαίτερο κεφάλαιο (κεφ. Γ´ «Περὶ ἁµαρτηµάτων ἐναντίον τῶν δικαιωµάτων τοῦ πολίτου»). Ἀπὸ τὸ κεφάλαιο αὐτὸ ἀξίζει νὰ σηµειωθεῖ ἡ διάταξη τῆς παραγράφου ι´, σύµφωνα µὲ τὴν ὁποία ἡ δόλια νόθευση τῶν ἐγγράφων ποὺ περιέχουν τὶς ψήφους τῶν πολιτῶν ἀπὸ αὐτὸν στὸν ὁποῖον ἦταν τὰ ἔγγραφα ἐµπιστευµένα ἐπέσυρε στέρηση τοῦ δικαιώµατος νὰ ἀναλάβει αὐτὸς «πολιτικὸν ὑπούργηµα» γιὰ διάστηµα ἀπὸ δύο ἕως πέντε χρόνους καὶ χρηµατικὴ ποινὴ ἀπὸ ἑκατὸ ὡς πεντακόσια γρόσια. Ἡ ἀντίστοιχη σηµερινὴ διάταξη τοῦ ἄρθρου 164 ΠΚ προβλέπει µὲν φυλάκιση ἕως τριῶν ἐτῶν, ὁρίζει ὅµως ὅτι ἡ στέρηση τοῦ δικαιώµατος ἐκλέγειν καὶ ἐκλέγεσθαι καὶ τῶν δηµοσίων ἀξιωµάτων εἶναι δυνητική.
Οἱ συντάκτες τοῦ «Ἀπανθίσµατος τῶν Ἐγκληµατικῶν» εἶχαν κατανοήσει ὅτι ἡ κατοχύρωση τῶν δικαιωµάτων εἶναι ἀποτελεσµατικὴ µόνο ὅταν συνοδεύεται ἀπὸ τὴν προάσπιση τῆς ἐξωτερικῆς ἀσφάλειας, τὴν δηµιουργία µίας ἐσωτερικῆς τάξης καὶ τὴ διασφάλιση τοῦ κύρους καὶ τῆς ἀποτελεσµατικότητας τοῦ Κράτους. Γιὰ αὐτὸ περιέλαβαν σὲ αὐτὸ κεφάλαιο «Περὶ ἁµαρτηµάτων ἐναντίον τῆς Ἐξωτερικῆς Ἀσφαλείας τῆς Ἐπικρατείας», «Περὶ ἁµαρτηµάτων ἐναντίον τῆς ἐσωτερικῆς Ἀσφαλείας τῆς Ἐπικρατείας καὶ «Περὶ ἀντιστάσεως καὶ ἀπειθείας πρὸς τὴν καθεστῶσαν ἐξουσίαν». Τὸ κύρος τῆς κρατικῆς ἐξουσίας καὶ ἡ ἐµπιστοσύνη τῶν πολιτῶν σὲ αὐτὴν προστατεύεται ἰδίως ἀπὸ τὸ κεφάλαιο ζ´ «Περὶ δωροδοκίας τῶν δηµοσίων ὑπουργῶν», ποὺ τιµωρεῖ τὴ δωροδοκία τῶν δηµοσίων ὑπαλλήλων ἢ δικαστῶν, ἀλλὰ καὶ τὴν προσωποληψία τῶν δηµοσίων λειτουργῶν (βλ. τὴν παράγραφο λ´: «Ὅποιος διὰ φιλίαν, ἢ δι’ ἔχθραν, ἢ δι’ ὁποιανδήποτε ἄλλην σχέσιν κρίνη ἄδικα, νὰ ἐκπίπτει τοῦ ὑπουργήµατός του καὶ νὰ µὴν ἐµβαίνη εἰς Δηµόσιον Ὑπούργηµα ἀπὸ ἕξ µήνας ἕως δύο χρόνους»).
Κυριότερη ὅµως διάταξη ἐνδεικτική τῆς δηµοκρατικότητας καὶ φιλοπατρίας τοῦ “Ἀπανθίσµατος” εἶναι αὐτὴ τοῦ πρώτου ἄρθρου (παρ. α΄, ἐδάφιο 1), ποὺ τιµωρεῖ γιὰ ἐσχάτη προδοσία ὅποιον Ἕλληνα σηκώσει ἅρµατα ἐναντίον τῆς Πατρίδας- καὶ ὄχι ἐκεῖνον «ὅστις ἐπέβαλε χεῖρα κατὰ τοῦ ἱεροῦ προσώπου τοῦ Βασιλέως…» (ἄρθρο 123 τοῦ βαυαρικοῦ Ποινικοῦ Νόµου).
Τέλος, τὸ «Ἀπάνθισµα τῶν Ἐγκληµατικῶν» εἶναι νόµος φιλε­λεύ­θε­ρος. Σὲ αὐτὸ ὁρίζονται ρητὰ καὶ µὲ σαφήνεια, κατὰ κανόνα χω­ρὶς ἀόριστες ἐκφράσεις, οἱ προϋποθέσεις τέλεσης (οἱ λεγόµενες στὴν ποινικὴ ἐπιστήµη «εἰδικὲς ὑποστάσεις») τῶν τυποποιούµενων ἐγκληµάτων. Ἀποτελεῖ ἔτσι ἐγγύηση γιὰ τὸν πολίτη, ἀπέναντι σὲ τυχὸν αὐθαίρετη ἄσκηση τῆς ποινικῆς ἐξουσίας ἐκ µέρους τῆς Πολιτείας. Αὐτὸ εἶναι τὸ βασικὸ φιλελεύθερο γνώρισµα τοῦ ποινικοῦ δικαίου. Περαιτέρω, προστατεύει ρητά τὰ ἀτοµικὰ δικαιώµατα τοῦ πολίτη, σὲ εἰδικὸ κεφάλαιο, τὸ κεφάλαιο Στ´ ὑπὸ τὸν τίτλο «Περὶ καταχρήσεως τῶν ὑπουργῶν τῆς διοικήσεως».
Ἕνας ἀπὸ τοὺς σφοδρότερους πολέµιους τοῦ «Ἀπανθίσµατος τῶν Ἐγκληµατικῶν» ἦταν ὁ Georg Ludvig von Maurer, Βαυαρὸς νοµοµαθής, µέλος τῆς Ἀντιβασιλείας τοῦ Ὄθωνα. Ο Maurer χαρακτήρισε τὸ «Ἀπάν­θισµα» συνολικὰ καὶ συνοπτικὰ ὡς ἀριστούργηµα ἀπὸ τὴν ἀνάποδη  καὶ τὴν 18/30 Δεκεµβρίου 1933 τὸ ἀντικατέστησε ἀπὸ τὸν “Ποινικὸ Νόµο”, ὁ ὁποῖος ἴσχυσε ὡς τὴν εἰσαγωγὴ τοῦ σηµερινοῦ Ποινικοῦ Κώδικα τὸ 1951. Ὁ Ποινικὸς Νόµος: Ἦταν νοµοθέτηµα σὲ πολλὰ σηµεῖα ὁλο­κλη­ρωτικό, ἀφοῦ ἔτεινε νὰ ρυθµίσει καὶ  νὰ ἐλέγξει ὅλες τὶς πτυχὲς τῆς δηµόσιας καὶ ἰδιωτικῆς ζωῆς. Ἦταν νοµοθέτηµα  αὐταρχικό, ἀφοῦ ἀφιέρωνε ἑβδοµῆντα περίπου ἄρθρα γιὰ τὴν προστασία τῆς κρατικῆς ἐξουσίας καὶ ἰδίως τοῦ «ἱεροῦ προσώπου τοῦ Βασιλέως». Ἰδίως ὅµως ἦταν νοµοθέτηµα ξενικὸ καὶ ξενοκρατικό.
Δηµοσιεύτηκε στὴν Ἐφηµερίδα τῆς Κυβερνήσεως τὸ 1834, στὰ Γερµανικὰ(!) µὲ παράλληλη Ἑλληνικὴ µετάφραση. Δὲν ἦταν ἁπλῶς διατυπωµένο στὴ Γερµανικὴ γλώσσα, ἀλλὰ ἀντανακλοῦσε καὶ τὶς κοινωνικὲς συνθῆκες τῆς Βαυαρίας. Μὲ τὸ νοµοθέτηµα αὐτό, τὸ ὁποῖο οὐσιαστικὰ ἐπιβλήθηκε στὴν Ἑλληνικὴ κοινωνία ἀπὸ τοὺς Βαυαροὺς µὲ στόχο τὴν ἑδραίωση τῆς κυριαρχίας τους,  ἄρχισε ἡ ὑποδούλωση τῆς Ἑλληνικῆς ποινικῆς ἐπιστήµης στὴ Γερµανική. Τὸ κείµενο τοῦ Ποινικοῦ Νόµου ἦταν Γερµανικό, οἱ πηγὲς του Γερµανικές, καὶ οἱ Ἕλληνες ἐπιστήµονες τοῦ ποινικοῦ δικαίου ἔπρεπε νὰ σπουδάζουν στὴ Γερµανία καὶ στὰ ἔργα τους νὰ παραπέµπουν σὲ Γερµανικὴ βιβλιογραφία, προκειµένου νὰ ἔχουν κῦρος. Οἱ συνθῆκες αὐτὲς κάθε ἄλλο παρὰ εὐνόησαν τὴν πρωτότυπη ἐπιστηµονικὴ ἔρευνα. Μὲ λίγα λόγια, ὁ Ποινικὸς Νόµος σφράγισε τὴν ξενικὴ ἐξάρτηση τῆς Ἑλληνικῆς ποινικῆς ἐπιστήµης, ἡ ὁποία ἐξακολουθεῖ, σὲ µικρότερη εὐτυχῶς κλίµακα, ὡς τὶς µέρες µας.
Ἀπὸ τὰ παραπάνω καταλαβαίνουµε ὅτι τὸ «Ἀπάνθισµα τῶν Ἐγκληµατικῶν» ἦταν ἴσως ὁ µοναδικὸς γνήσια Ἑλληνικὸς ποινικὸς κώδικας. Μὲ τὴν κατάργησή του, ἔκλεισε, δυστυχῶς, βίαια ἡ πόρτα τῆς ἐπιστροφῆς µας στὴν Ἑλληνορωµαϊκὴ νοµική µας παράδοση!

Ὑποσημειώσεις:
1. Τίς τοποθετήσεις αὐτές τοῦ Κοραῆ παραθέτουν οἱ Τρωιάνος/Βελισ­σαροπούλου– Καράκωστα στό βιβλίο τους Ἱστορία Δικαίου, 2002, σελ. 318.
2. Βολουδάκη Βασιλείου Πρωτ., «Ἡ ἄγνωστη προϊστορία τῆς 25ης Μαρτίου», «Ἐνοριακή Εὐλογία» τ. 139 Μάρτιος 2014.

ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗ
Ἀπάνθισµα τῶν ἐγκληµατικῶν τῆς Β´ Ἐθνικῆς Συνελεύσεως τῶν Ἑλλήνων, κατὰ τὸν ὑπ’ ἀριθµ. ΛΓ´ τοῦ Κώδικος τῶν Νόµων, Ἐθνικὸ Τυπογραφεῖο, Αἴγινα 1829, δηµοσιευµένο ἠλεκτρονικὰ στὸ http://srv1-vivl-volou.mag.sch.gr/digitalbook_206#/0.
Ἱερὰ Μονὴ Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου, Ἡ γέννηση τοῦ νεοελληνικοῦ κράτους καὶ τὸ Ρωµαϊκὸ Δίκαιο, Μέρος Γ´: Οἱ ἀναφορὲς τοῦ Ρωµαϊκοῦ Δικαίου στὶς ἑπόµενες ἐθνοσυνελεύσεις καὶ οἱ πρῶτες ἀντιδράσεις  δηµοσιευµένο ἠλεκτρονικὰ στὸ www.impantokratoros.gr/5EBBDF5D.print.el.aspx.
Δηµητράτος Ν. Γ., Ἡ ἱστορικὴ ἐξέλιξη τῆς νοµοθεσίας τοῦ οὐσιαστικοῦ ποινικοῦ δικαίου στὴ νεώτερη Ἑλλάδα. Ἀπὸ τὸ Ἀπάνθισµα τῶν ἐγκληµατικῶν στὸν Ποινικὸ Κώδικα, Νοµικὸ Βῆµα (ΝοΒ) 2/2013, 346.
Κωστάρας Α., Ποινικὸ Δίκαιο: Ἔννοιες & Θεσµοὶ τοῦ Γενικοῦ Μέρους, ἐκδ. Νοµικὴ Βιβλιοθήκη, Ἀθήνα 2012.
Μαγκάκης Γ.-Α., Ποινικὸ Δίκαιο, Διάγραµµα Γενικοῦ Μέρους, Ἐκδόσεις Παπαζήση, β´ ἔκδ. 1982.
Μάµουκας Α., Τὰ κατὰ τὴν ἀναγέννησιν τῆς Ἑλλάδος…, ἐκ τῆς τοῦ Ἠλία Χριστοφίδου τυπογρ. Ἡ Ἀγαθὴ τύχη, Ἐν Πειραιεῖ 1839-1852 δηµοσιευµένο ἠλεκτρονικὰ στὸ  books.google.gr.
Μανωλεδάκης Ι., Ἰδεολογικοπολιτικοὶ προσανατολισµοὶ τοῦ Ἑλληνικοῦ ποινικοῦ δικαίου κατὰ τὴν ἱστορική του ἐξέλιξη. Στὸ Κοτσάλης Λ., Κιούπης Δ. (ἐπ.) Ἱστορία τοῦ Ποινικοῦ Δικαίου καὶ τῶν Ποινικῶν Θεσµῶν, ἐκδ. Ἀντ. Í. Σάκκουλα, Ἀθήνα-Κοµοτηνὴ 2007, σέλ. 340-359.
Τρωϊάνος Σ. / Βελισσαροπούλου-Καράκωστα Ι., Ἱστορία Δικαίου, ἐκδ. Ἀντ. Ν. Σάκκουλα, Ἀθήνα, Κοµοτηνή, 2002.

Ἀγγελικὴ Ε. Ζώη
Νοµικός
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 144-145 
Αὔγουστος-Σεπτέμβριος 2014

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου