Κυριακή 12 Οκτωβρίου 2014

Μέ­γας Βα­σί­λει­ος - Δύ­ο λό­γοι γιὰ τὴ νη­στεί­α


Μέ­γας Βα­σί­λει­ος
Δύ­ο λό­γοι γιὰ τὴ νη­στεί­α


ΛΟΓΟΣ Α'

Ἡ νη­στεί­α εἶ­ναι πρό­σταγ­μα προ­φη­τι­κό.
1.    «Νὰ σαλ­πί­σε­τε, λέ­γει, κα­τὰ τὴν πρώ­τη ἡ­μέ­ρα τοῦ μῆ­να μὲ τὴν σάλ­πιγ­γα, κα­θὼς καὶ κα­τὰ τὴν ἐ­πί­ση­μη ἡ­μέ­ρα τῆς με­γά­λης ἑ­ορ­τῆς σᾶς» (Ψάλμ. 80, 4).
Αὐ­τὸ εἶ­ναι πρό­σταγ­μα προ­φη­τι­κό. Γιὰ μᾶς δὲ ἀ­πὸ τὴν σάλ­πιγ­γα πι­ὸ με­γα­λό­φω­νο καὶ ἀ­πὸ κά­θε ὄρ­γα­νο μου­σι­κὸ πι­ὸ ἐ­πί­ση­μο, τὴν ἀ­να­με­νό­με­νη ἑ­ορ­τὴ τῶν ἑ­ορ­τῶν ὑ­πο­δη­λώ­νουν τὰ ἀ­να­γνώ­σμα­τα (Ἡσ.58, 4· 6). Δι­ό­τι ἐ­γνω­ρί­σα­με τὴν χά­ρη τῶν νη­στει­ῶν ἀ­πὸ τὸν Ἠ­σα­ΐ­α, ποὺ ἀ­πέρ­ρι­ψε μὲν τὸν ἰ­ου­δα­ϊ­κὸ τρό­πο τῆς νη­στεί­ας, τὴν δὲ ἀ­λη­θι­νὴ νη­στεί­α σὲ μᾶς ἔ­δει­ξε. «Νὰ μὴ νη­στεύ­ε­τε χά­ριν δι­α­μά­χης καὶ ἔ­ρι­δος», «ἀλ­λὰ νὰ κα­ταρ­γή­σεις κά­θε σύν­δε­σμο ἀ­δι­κί­ας» (Ἡσ. 63, 6). Καὶ ὁ Κύ­ρι­ος λέ­γει· «νὰ μὴ γί­νε­σθε σκυ­θρω­ποί, ἀλ­λὰ νὰ νί­ψεις τὸ πρό­σω­πό σου, καὶ νὰ ἀ­λεί­ψεις τὸ κε­φά­λι σου» (Ματθ. 6, 16-17). Ἂς συμ­πε­ρι­φερ­θοῦ­με λοι­πόν, ὅ­πως ἐ­δι­δα­χθή­κα­με, νὰ μὴ φαι­νό­μα­στε σκυ­θρω­ποὶ γιὰ τὶς ἡ­μέ­ρες ποὺ ἔρ­χον­ται, ἀλ­λὰ μὲ φαι­δρὸ πρό­σω­πο πρὸς αὐ­τές, ὅ­πως πρέ­πει στοὺς ἁ­γί­ους, νὰ συμ­πε­ρι­φε­ρό­μα­στε. Κα­νεὶς ἄ­καρ­δος δὲν στε­φα­νώ­νε­ται, κα­νεὶς κα­τη­φὴς δὲν στή­νει τρό­παι­ο. Νὰ μὴ σκυ­θρω­πά­σεις ἐ­νῷ δέ­χε­σαι πε­ρι­ποι­ή­σεις. Εἶ­ναι ἄ­το­πο νὰ μὴ χαι­ρό­μα­στε γιὰ τὴν ὑ­γεί­α τῆς ψυ­χῆς, ἀλ­λὰ νὰ λυ­πό­μα­στε μὲ τὴν ἀλ­λα­γὴ τῶν τρο­φῶν καὶ νὰ φαι­νό­μα­στε ὅ­τι χα­ρι­ζό­μα­στε στὴν ἡ­δο­νὴ τῆς σάρ­κας, πα­ρὰ στὴν ἐ­πι­μέ­λει­α τῆς ψυ­χῆς. Δι­ό­τι ὁ μὲν κο­ρε­σμὸς στα­μα­τᾶ τὴν εὐ­χα­ρί­στη­ση στὴν κοι­λιά, ἡ δὲ νη­στεί­α ἀ­νε­βά­ζει τὸ κέρ­δος στὴν ψυ­χή. Νὰ χαί­ρε­σαι δι­ό­τι σου ἔ­χει δο­θεῖ ἀ­πὸ τὸν ἰ­α­τρὸ φάρ­μα­κο ποὺ κα­τα­στρέ­φει τὴν ἁ­μαρ­τί­α. Δι­ό­τι ὅ­πως ἀ­κρι­βῶς στὰ ἔν­τε­ρα τῶν παι­διῶν τὰ ἀ­να­ζω­ο­γο­νού­με­να σκου­λή­κια ἐ­ξα­φα­νί­ζον­ται μὲ κά­ποια δρα­στι­κὰ φάρ­μα­κα, ἔ­τσι καὶ τὴν ἁ­μαρ­τί­α, ποῦ βρί­σκε­ται στὸ βά­θος τῆς ψυ­χῆς, τὴν σκο­τώ­νει ἡ νη­στεί­α ποὺ εἰ­σχω­ρεῖ στὴν ψυ­χή, ἡ ὁ­ποί­α νη­στεί­α εἶ­ναι πράγ­μα­τι ἀ­ξί­α τοῦ ὀ­νό­μα­τός της.  

Ἡ νη­στεί­α νὰ γί­νε­ται χω­ρὶς ὑ­πο­κρι­σί­α.
Κά­θαρ­ση τῆς ψυ­χῆς ἀ­πὸ τὰ ἁ­μαρ­τή­μα­τα.
2.    «Ἄ­λει­ψε τὸ κε­φά­λι σου καὶ  πλῦ­νε  τὸ  πρό­σω­πό  σου» (Ματθ. 6, 17). Σὲ μυ­στή­ρι­α σὲ κα­λεῖ ὁ λό­γος. Αὐ­τὸς ποὺ ἀ­λεί­φθη­κε ἐ­μυ­ρώ­θη­κε· αὐ­τὸς ποὺ ἐ­νί­φθη­κε ἐ­κα­θα­ρί­σθη­κε. Νὰ ἐν­νο­εῖς τὴ νο­μο­θε­σί­α στὸν ἐ­σω­τε­ρι­κὸ ἄν­θρω­πο. Νὰ κα­θα­ρί­σεις τὴν ψυ­χὴ ἀ­πὸ τὰ ἁ­μαρ­τή­μα­τα. Νὰ χρί­σεις τὸ κε­φά­λι σου μὲ χρῖ­σμα ἅ­γι­ο, γιὰ νὰ γί­νεις μέ­το­χός του Χρι­στοῦ, καὶ ἔ­τσι νὰ προ­σέλ­θεις στὴ νη­στεί­α. Νὰ μὴν ἀλ­λοι­ώ­σεις τὸ πρό­σω­πό σου ὅ­πως ἀ­κρι­βῶς o­ι ὑ­πο­κρι­τές. Τὸ πρό­σω­πο ἀ­μαυ­ρώ­νε­ται, ὅ­ταν ἡ ἐ­σω­τε­ρι­κὴ δι­ά­θε­ση ἐ­πι­σκι­ά­ζε­ται μὲ τὸ ἐ­πί­πλα­στο ἐ­ξω­τε­ρι­κὸ σχῆ­μα, κα­λυ­πτό­με­νη μὲ τὸ ψεῦ­δος σὰν μὲ πα­ρα­πέ­τα­σμα.Ὑ­πο­κρι­τὴς εἶ­ναι αὐ­τὸς ποὺ ὑ­πο­δύ­ε­ται ξέ­νο πρό­σω­πο στὸ θέ­α­τρο· ἐ­νῷ εἶ­ναι δοῦ­λος, πολ­λὲς φο­ρὲς ὑ­πο­δύ­ε­ται τὸ πρό­σω­πο τοῦ κυ­ρί­ου, καὶ ἐ­νῷ εἶ­ναι πο­λί­της, τὸ πρό­σω­πο τοῦ βα­σι­λέ­ως. Ἔ­τσι καὶ στὸν βί­ο αὐ­τό, σὰν στὴ σκη­νὴ τῆς δι­κῆς τους ζω­ῆς, οἱ πολ­λοὶ παί­ζουν θέ­α­τρο, ἄλ­λα μὲν φέ­ρον­τας στὴν καρ­διά, ἄλ­λα δὲ δει­κνύ­ον­τας φα­νε­ρὰ στοὺς ἀν­θρώ­πους. Νὰ μὴν ἀλ­λοι­ώ­νεις λοι­πὸν τὸ πρό­σω­πό σου. Ὅ­ποιος εἶ­σαι, τέ­τοιος νὰ φαί­νε­σαι· νὰ μὴν ὑ­πο­κρί­νε­σαι τὸν σκυ­θρω­πό, ἐ­πι­δι­ώ­κον­τας τὴν δό­ξα ἀ­πὸ τοῦ νὰ φαί­νε­σαι ἐγ­κρα­τής. Δι­ό­τι οὔ­τε εὐ­ερ­γε­σί­α ποὺ δι­α­τυμ­πα­νί­ζε­ται εἶ­ναι ὄ­φε­λος, καὶ κα­νέ­να κέρ­δος δὲν προ­έρ­χε­ται ἀ­πὸ νη­στεί­α ποὺ δη­μο­σι­εύ­ε­ται. Δι­ό­τι ἐ­κεῖ­να ποὺ γί­νον­ται ἐ­πι­δει­κτι­κὰ δὲν προ­ε­κτεί­νουν τὸν καρ­πὸ στὴ μέλ­λου­σα ζω­ή, ἀλ­λὰ τὸν πε­ρι­ο­ρί­ζουν στὸν ἔ­παι­νο τῶν ἀν­θρώ­πων. Τρέ­ξε λοι­πὸν μὲ χα­ρὰ στὴ δω­ρε­ὰ τῆς νη­στεί­ας. Ἡ νη­στεί­α εἶ­ναι ἀρ­χαῖ­ο δῶ­ρο· δὲν πα­λαι­ώ­νει καὶ δὲν γη­ρά­σκει, ἀλ­λὰ πάν­το­τε ἀ­να­νε­ού­με­νο, ἀν­θί­ζει πάν­το­τε γιὰ νὰ φέ­ρει ὥ­ρι­μους καρ­πούς.  
3.   Νο­μί­ζεις ὅ­τι ὑ­πο­λο­γί­ζω τὴν ἀρ­χαι­ό­τη­τά της ἀ­πὸ τὸ νό­μο; Ἡ νη­στεί­α εἶ­ναι πα­λαι­ό­τε­ρη καὶ ἀ­πὸ τὸ νό­μο. Ἐ­ὰν ἀ­να­μεί­νεις λί­γο, θὰ βρεῖς τὴν ἀ­λή­θει­α τοῦ λό­γου.

Ἡ νη­στεί­α εἶ­ναι ἡ πρώ­τη ἐν­το­λὴ τοῦ Θε­οῦ στὸν Πα­ρά­δει­σο.
Ἡ πα­ρά­βα­σή της ἀ­πὸ τοὺς πρω­το­πλά­στους 
εἶ­ναι ἡ πτώ­ση τοῦ ἀν­θρω­πί­νου γέ­νους στὴν ἁ­μαρ­τί­α.
Μὴ νο­μί­ζεις ὅ­τι ἡ ἡ­μέ­ρα τοῦ ἐ­ξι­λα­σμοῦ, ποὺ ἔ­χει δι­α­τα­χθεῖ γιὰ τὸν Ἰσ­ρα­ὴλ τὸν ἕ­βδο­μο μῆ­να (Λευ­ϊτ  16 - 29· 23, 27), τὴν δε­κά­τη ἡ­μέ­ρα τοῦ μῆ­να, αὐ­τὴ εἶ­ναι ἡ ἀρ­χὴ τῆς νη­στεί­ας. Ἔ­λα λοι­πόν,  βα­δί­ζον­τας μέ­σῳ τῆς  ἱ­στο­ρί­ας,  ἐ­ρεύ­νη­σε τὴν ἀρ­χαι­ό­τη­τά της. Δι­ό­τι δὲν εἶ­ναι νε­ώ­τε­ρό το ἐ­φεύ­ρη­μα. Τὸ κει­μή­λι­ο εἶ­ναι τῶν πα­τέ­ρων. Κά­θε τί ποὺ εἶ­ναι ἀρ­χαῖ­ο, εἶ­ναι σε­βα­στό. Νὰ σέ­βε­σαι τὴν πα­λαι­ό­τη­τα τῆς νη­στεί­ας. Εἶ­ναι συ­νο­μή­λι­κη μὲ τὴν ἀν­θρω­πό­τη­τα· ἡ νη­στεί­α ἐ­νο­μο­θε­τή­θη­κε στὸν πα­ρά­δει­σο. Εἶ­ναι ἡ πρώ­τη ἐν­το­λὴ ποὺ ἔ­λα­βε ὁ Ἀ­δάμ· «ἀ­πὸ τὸ δέν­δρο τῆς γνώ­σε­ως τοῦ κα­λοῦ καὶ τοῦ κα­κοῦ δὲν θὰ φᾶ­τε» (Γέν. 2, 17). Τὸ «δὲν θὰ φά­γε­τε» εἶ­ναι νο­μο­θε­σί­α νη­στεί­ας καὶ ἐγ­κρα­τεί­ας. Ἐ­ὰν εἶ­χε νη­στεύ­σει ἀ­πὸ τὸν καρ­πὸ τοῦ δέν­δρου ἡ Εὕ­α, τώ­ρα δὲν θὰ εἴ­χα­με ἀ­νάγ­κη ἀ­πὸ τὴ νη­στεί­α αὐ­τή. «Δι­ό­τι δὲν ἔ­χουν ἀ­νάγ­κη ἰ­α­τροῦ οἱ ὑ­γι­εῖς,  ἀλ­λὰ  οἱ  ἄρ­ρω­στοι» (Ματθ. 9, 12).

Ἡ με­τά­νοι­α χω­ρὶς τὴν νη­στεί­α εἶ­ναι ἀρ­γὴ
 Ἐ­πά­θα­με πολ­λὰ  κα­κὰ ἀ­πὸ τὴν ἁ­μαρ­τί­α· ἂς θε­ρα­πευ­θοῦ­με μὲ τὴν με­τά­νοι­α. Ἡ με­τά­νοι­α δὲ χω­ρὶς τὴ νη­στεί­α εἶ­ναι ἀρ­γή. «Κα­τα­ρα­μέ­νη ἡ γῆ, ἀγ­κά­θια καὶ τρι­βό­λια νὰ σοῦ βλα­στά­νει» (Γέν. 3, 17-18). Ἐ­προ­στά­χθη­κες νὰ δο­κι­μά­ζε­σαι, ὄ­χι βέ­βαι­α νὰ ζεῖς τρυ­φη­λῶς. Μὲ τὴ νη­στεί­α νὰ ἐ­ξο­μο­λο­γεῖ­σαι στὸν Θε­ό. Ἀλ­λὰ καὶ ὁ τρό­πος ζω­ῆς στὸν πα­ρά­δει­σο εἶ­ναι εἰ­κό­να νη­στεί­ας, ὄ­χι μό­νον δι­ό­τι ὁ ἄν­θρω­πος μὲ τὸ νὰ εἶ­ναι ὁ­μο­τρά­πε­ζός των ἀγ­γέ­λων κα­τώρ­θω­νε μὲ τὴν ὀ­λι­γάρ­κει­α τὴν ὁ­μοί­ω­ση πρὸς αὐ­τούς, ἀλ­λὰ δι­ό­τι καὶ ὅ­σα ὕ­στε­ρα ἐ­φεῦ­ρε ἡ δι­ά­νοι­α τῶν ἀν­θρώ­πων, δὲν εἶ­χαν ἐ­πι­νο­η­θεῖ ἀ­κό­μη ἀ­πὸ τοὺς τρε­φο­μέ­νους στὸν πα­ρά­δει­σο· ὄ­χι ἀ­κό­μη οἰ­νο­πο­σί­ες, ὄ­χι ἀ­κό­μη ζω­ο­θυ­σί­ες· οὔ­τε ὅ­σα θο­λώ­νουν τὸν ἀν­θρώ­πι­νο νοῦ.

Μὲ τὴ νη­στεί­α ἐ­πα­νερ­χό­μα­στε στὸν Πα­ρά­δει­σο.
4.    Ἐ­πει­δὴ δὲν ἐ­νη­στεύ­σα­με, ἐ­φύ­γα­με ἀ­πὸ τὸν πα­ρά­δει­σο· ἂς νη­στεύ­σου­με λοι­πόν, γιὰ νὰ ἐ­πα­νέλ­θου­με σ'αὐ­τόν. Δὲν βλέ­πεις τὸν Λά­ζα­ρο, πῶς μὲ τὴ νη­στεί­α μπῆ­κε στὸν πα­ρά­δει­σο; (Λουκ. 16, 20-31). Νὰ μὴν μι­μη­θεῖς τὴν πα­ρα­κο­ὴ τῆς Εὕ­ας, νὰ μὴν πα­ρα­δε­χθεῖς τὸ φί­δι πά­λι σὰν σύμ­βου­λο, ποὺ προ­τεί­νει τὴν βρώ­ση, φρον­τί­ζον­τας γιὰ τὸ σῶ­μα.

Στοὺς ἀ­σθε­νεῖς ἐ­πι­βάλ­λε­ται ὄ­χι ἡ ποι­κι­λί­α τῶν φα­γη­τῶν ἀλ­λὰ ἡ νη­στεί­α καὶ ἡ δί­αι­τα.
Νὰ μὴν προ­φα­σί­ζε­σαι ἀρ­ρώ­στια τοῦ σώ­μα­τος καὶ ἀ­δυ­να­μί­α. Δι­ό­τι τὶς δι­και­ο­λο­γί­ες δὲν τὶς λέ­γεις σὲ μέ­να, ἀλ­λὰ σ' αὐ­τὸν ποὺ γνω­ρί­ζει. Πές μου, δὲν μπο­ρεῖς νὰ νη­στεύ­εις; Μπο­ρεῖς ὅ­μως νὰ πα­ρα­χορ­ταί­νεις γιὰ ὅ­λη τὴ ζω­ὴ καὶ νὰ συν­τρί­βεις τὸ σῶ­μα σου μὲ τὸ βά­ρος τῶν φα­γη­τῶν. Καὶ ὅ­μως στοὺς ἀ­σθε­νεῖς ὄ­χι ποι­κι­λί­α φα­γη­τῶν, ἀλ­λὰ ἀ­σι­τί­α καὶ δί­αι­τα γνω­ρί­ζω ὅ­τι ἐ­πι­βάλ­λουν οἱ ἰ­α­τροί. Πῶς λοι­πὸν σὺ ποῦ μπο­ρεῖς αὐ­τά, προ­φα­σί­ζε­σαι ὅ­τι δὲν μπο­ρεῖς ἐ­κεῖ­να; Τί εἶ­ναι εὐ­κο­λό­τε­ρο γιὰ τὴν κοι­λιά, νὰ πε­ρά­σει τὴ νύ­κτα μὲ τὴν λι­τό­τη­τα τῆς δί­αι­τας, ἢ μὲ τὴν ἀ­φθο­νί­α τῶν φα­γη­τῶν νὰ κεί­τε­ται βα­ρειά; Μᾶλ­λον δὲ μή­τε νὰ κεί­τε­ται, ἀλ­λὰ νὰ πυ­κνο­στρι­φο­γυ­ρί­ζει πα­ρα­φορ­τω­μέ­νη καὶ στε­νο­χω­ρη­μέ­νη μὲ κίν­δυ­νο νὰ ἀ­νοί­ξει; Ἐ­κτὸς ἂν πεῖς ὅ­τι οἱ κυ­βερ­νῆ­τες σῴ­ζουν εὐ­κο­λό­τε­ρά το βα­ρυ­φορ­τω­μέ­νο πλοῖ­ο ἀ­πὸ τὸ κα­λὰ ἐ­φο­δι­α­σμέ­νο καὶ ἐ­λα­φρό. Δι­ό­τι αὐ­τὸ μὲν τὸ ὁ­ποῖ­ο πι­έ­ζε­ται ἀ­πὸ τὸ πλῆ­θος τοῦ φορ­τί­ου, ἡ μι­κρὴ τρι­κυ­μί­α τὸ κα­τα­βυ­θί­ζει, ἐ­κεῖ­νο δὲ ποὺ ἔ­χει σύμ­με­τρά τα ἐμ­πο­ρεύ­μα­τα εὔ­κο­λα δι­α­πλέ­ει τὴν τρι­κυ­μί­α, ἐ­πει­δὴ τί­πο­τα δὲν τὸ ἐμ­πο­δί­ζει νὰ ἀ­νέ­βει εὐ­κο­λό­τε­ρα. Καὶ τὰ σώ­μα­τα λοι­πὸν τῶν ἀν­θρώ­πων ὅ­ταν πα­ρα­φορ­τώ­νον­ται μὲ τὸν συ­νε­χῆ χορ­τα­σμό, εὔ­κο­λα ὑ­πο­κύ­πτουν στὶς ἀ­σθέ­νει­ες· ὅ­ταν δὲ κά­νουν χρή­ση στε­ρε­ᾶς καὶ ἐ­λα­φρᾶς τρο­φῆς, καὶ τὸ ἀ­να­με­νό­με­νο ἀ­πὸ τὴ νό­σο κα­κὸ ξε­φεύ­γουν, ὅ­πως τὴν κα­κο­και­ρί­α τὸ πλοῖ­ο καὶ τὸ ἤ­δη πα­ρὸν ἐ­νο­χλη­τι­κό το ξε­περ­νοῦν, σὰν κά­ποια ἕ­φο­δο δί­νης. Ὅ­μως καὶ ἡ ἡ­συ­χί­α κα­τὰ τὴν γνώ­μη σου εἶ­ναι πι­ὸ κου­ρα­στι­κὴ ἀ­πὸ τὸ τρέ­ξι­μο καὶ ἡ ἠ­ρε­μί­α ἀ­πὸ τὴν πά­λη, ἐ­ὰν ἀ­κρι­βῶς ἰ­σχυ­ρί­ζε­σαι ὅ­τι καὶ ἡ τρυ­φὴ εἶ­ναι κα­ταλ­λη­λό­τε­ρη ἀ­πὸ τὴν δί­αι­τα γιὰ τοὺς ἀ­σθε­νεῖς.

Ἡ πο­λυ­τέ­λει­α καὶ ἡ ποι­κι­λί­α τῶν φα­γη­τῶν
ἐ­δη­μι­ούρ­γη­σε τὰ δι­ά­φο­ρα εἴ­δη τῶν ἀ­σθε­νει­ῶν.
Δι­ό­τι ἡ δύ­να­μη ποὺ κυ­βερ­νᾶ τὸν ἄν­θρω­πο τὴν αὐ­τάρ­κει­α καὶ τὴν λι­τό­τη­τα εὔ­κο­λα μὲν ἐ­πε­ξερ­γά­σθη­κε καὶ τὴν ἔ­κα­με οἰ­κεί­α στὸ τρε­φό­με­νο· ὅ­ταν ὅ­μως πα­ρέ­λα­βε τὴν πο­λυ­τέ­λει­α καὶ ποι­κι­λί­α τῶν φα­γη­τῶν, ἔ­πει­τα ἐ­πει­δὴ δὲν μπό­ρε­σε πρὸς τὸ τέ­λος νὰ ἀν­τέ­ξει, ἐ­δη­μι­ούρ­γη­σε τὰ δι­ά­φο­ρα εἴ­δη τῶν ἀ­σθε­νει­ῶν.

Ἡ νη­στεί­α στὴν Π. Δι­α­θή­κη.
5.    Ἀλλ' ὁ λό­γος ἂς βα­δί­ζει μὲ τὴν  ἱ­στο­ρί­α,  ἐ­ξε­τά­ζον­τας τὴν ἀρ­χαι­ό­τη­τα τῆς νη­στεί­ας. Καὶ ὅ­πως ὅ­λοι οἱ ἅ­γι­οι, σὰν κά­ποια πα­τρι­κὴ κλη­ρο­νο­μι­ά, τὴν ἐ­κλη­ρο­νό­μη­σαν, ἔ­τσι τὴν δι­α­φύ­λα­ξαν, πα­ρα­δί­νον­τας ὁ πα­τέ­ρας στὸ παι­δί, ἀπ' ὅ­που καὶ σὲ μᾶς δι­α­δο­χι­κὰ δι­α­σώ­θη­κε τὸ κτῆ­μα. Δὲν ὑ­πῆρ­χε στὸν πα­ρά­δει­σο οἶ­νος· ὄ­χι ἀ­κό­μη ζω­ο­θυ­σί­ες· ὄ­χι ἀ­κό­μη κρε­ο­φα­γί­ες. Με­τὰ τὸν κα­τα­κλυ­σμὸ ὁ οἶ­νος· με­τὰ τὸν κα­τα­κλυ­σμό, «νὰ τρώ­γε­τε ἀ­πὸ ὅ­λα, σὰν χλω­ρὰ χορ­τά­ρια» (Γέν. 9, 3). 'Ὅ­ταν ἀ­πορ­ρί­φθη­κε ἡ τε­λεί­ω­ση, τό­τε ἐ­πι­τρά­πη­κε ἡ ἀ­πό­λαυ­ση. Δεῖγ­μα δὲ τῆς ἀ­πει­ρί­ας τοῦ οἴ­νου ὁ Νῶ­ε ποὺ ἀ­γνο­οῦ­σε τὴν χρή­ση τοῦ οἴ­νου. Δι­ό­τι ἀ­κό­μη δὲν εἶ­χε εἰ­σέλ­θει στὴ ζω­ή, οὔ­τε εἶ­χε χρη­σι­μο­ποι­η­θεῖ στὶς συ­να­να­στρο­φὲς τῶν ἀν­θρώ­πων. Ἐ­πει­δὴ οὔ­τε ἄλ­λον εἶ­χε δεῖ, οὔ­τε ὁ ἴ­διος ἐ­δο­κί­μα­σε, πε­ρι­έ­πε­σε ἀ­πρό­σε­κτα στὴ μέ­θη τοῦ οἴ­νου.  
«Δι­ό­τι ἐ­φύ­τευ­σε ἄμ­πε­λο ὁ Νῶ­ε, καὶ ἤ­πιε ἀ­πὸ τὸ γέν­νη­μα τοῦ καρ­ποῦ καὶ ἐ­μέ­θυ­σε» (Γέν. 9, 20-21)· ὄ­χι δι­ό­τι ἦ­ταν μέ­θυ­σος, ἀλ­λὰ δι­ό­τι δὲν ἐ­γνώ­ρι­ζε τὴν μέ­τρι­α πό­ση. Τό­σον τὸ εὔ­ρη­μα τῆς οἰ­νο­πο­σί­ας εἶ­ναι νε­ώ­τε­ρο ἀ­πὸ  τὸν πα­ρά­δει­σο,  καὶ τό­σον πα­λαι­ὸς ὁ σε­βα­σμὸς τῆς νη­στεί­ας. Ἀλ­λὰ ἐ­γνω­ρί­σα­με ὅ­τι καὶ ὁ Μω­ύ­σης μὲ τὴ νη­στεί­α ἐ­πλη­σί­α­σε τὸ ὅ­ρος (Ἔ­ξοδ. 24, 18). Δι­ό­τι δὲν θὰ ἀ­πο­τολ­μοῦ­σε ἐ­νῷ ἐ­κά­πνι­ζε ἡ κο­ρυ­φή, οὔ­τε θὰ εἶ­χε τὸ θάρ­ρος νὰ εἰ­σέλ­θει στὸν γνό­φο, ἐ­ὰν δὲν εἶ­χε ὁ­πλι­σθεῖ μὲ τὸ ὅ­πλο τῆς νη­στεί­ας. Μὲ τὴ νη­στεί­α ὑ­πο­δέ­χθη­κε τὸ νό­μο ποὺ ἐ­γρά­φη μὲ τὸ δά­κτυ­λο τοῦ Θε­οῦ στὶς πλά­κες. Καὶ ἐ­πά­νω μὲν ἡ νη­στεί­α ἔ­γι­νε πρό­ξε­νος τῆς νο­μο­θε­σί­ας, κά­τω δὲ ἡ γα­στρι­μαρ­γί­α τοὺς ἐ­ξέ­τρε­ψε σὲ εἰ­δω­λο­λα­τρεί­α. «Δι­ό­τι ἐ­κά­θι­σε o λα­ὸς γιὰ νὰ φά­ει καὶ νὰ πιεῖ, καὶ ἐ­ση­κώ­θη­καν με­τὰ γιὰ νὰ δι­α­σκε­δά­σουν» (Ἔ­ξοδ. 32,6).

Ἡ μέ­θη κα­τα­στρέ­φει τὴν πνευ­μα­τι­κό­τη­τα τοῦ ἀν­θρώ­που.
Σα­ράν­τα ἡ­με­ρῶν προ­σμο­νὴ  μὲ  νη­στεί­α καὶ προ­σευ­χὴ τοῦ δού­λου τοῦ Θε­οῦ τὴν ἀ­χρή­στευ­σε μί­α o­ι­νο­πο­σί­α. Δι­ό­τι αὐ­τὲς τὶς πλά­κες ποὺ ἔ­λα­βε ἡ νη­στεί­α μὲ τὸ δά­κτυ­λο τοῦ Θε­οῦ γραμ­μέ­νες, αὐ­τὲς ἡ μέ­θη ἐ­κομ­μά­τι­α­σε, δι­ό­τι ὁ προ­φή­της δὲν ἔ­κρι­νε ἄ­ξι­ο νὰ νο­μο­θε­τεῖ­ται μέ­θυ­σος λα­ὸς ἀ­πὸ τὸν Θε­ό. Σὲ μιὰ φευ­γα­λέ­α στιγ­μή, μὲ τὴν γα­στρι­μαρ­γί­α, ὁ λα­ὸς ἐ­κεῖ­νος ποὺ εἶ­χε γνω­ρί­σει τὸν Θε­ὸ μὲ τὰ πι­ὸ με­γά­λα θαύ­μα­τα, ἐ­κυ­λί­σθη­κε στὴν εἰ­δω­λο­λα­τρι­κὴ τρέ­λα τῶν Αἰ­γυ­πτί­ων. Σύγ­κρι­νε καὶ τὰ δύ­ο· πῶς δη­λα­δὴ ἡ νη­στεί­α ὁ­δη­γεῖ στὸ Θε­ὸ καὶ πῶς ἡ τρυ­φὴ προ­δί­δει τὴν σω­τη­ρί­α. Κα­τέ­βα, βα­δί­ζον­τας τὸν δρό­μο πρὸς τὰ κά­τω.

Τὰ εὐ­ερ­γε­τι­κὰ ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα τῆς νη­στεί­ας
στὴν Πα­λαι­ὰ καὶ Κ. Δι­α­θή­κη.
6.    Τί ἐ­βε­βή­λω­σε τὸν Ἠ­σαὺ καὶ τὸν ἔ­κα­με δοῦ­λο τοῦ ἀ­δελ­φοῦ του; Δὲν ἦ­ταν ἕ­να φα­γη­τό, γιὰ τὸ ὁ­ποῖ­ο ἐ­πώ­λη­σε τὰ πρω­το­τό­κι­α; (Γέν. 25, 30-34). Τὸν δὲ Σα­μου­ὴλ δὲν τὸν ἐ­χά­ρι­σε στὴν μη­τέ­ρα του ἡ προ­σευ­χὴ μὲ τὴ νη­στεί­α; (Ἃ' Βα­σιλ.1, 13-16). Τί ἔ­κα­με τὸν Σαμ­ψῶν ἀ­κα­τα­μά­χη­το καὶ με­γά­λο ἥ­ρω­α; Δὲν ἦ­ταν ἡ νη­στεί­α μὲ τὴν ὁ­ποί­α συ­νε­λή­φθη στὴν κοι­λιὰ τῆς μη­τέ­ρας του; (Κρίτ. 13, 14). Ἡ νη­στεί­α τὸν ἐ­γέν­νη­σε, ἡ νη­στεί­α τὸν ἐ­θή­λα­σε, ἡ νη­στεί­α τὸν ἔ­κα­με ἄν­δρα, ποὺ τὴν δι­έ­τα­ξε ὁ ἄγ­γε­λος στὴν μη­τέ­ρα του. «Δὲν πρέ­πει νὰ φά­ει κα­νέ­να ἀ­πὸ τὰ προ­ϊ­όν­τα της ἀμ­πέ­λου, καὶ οἶ­νο καὶ σί­κε­ρα [με­θυ­στι­κὰ πο­τά.] νὰ μὴν πιεῖ» (Κρίτ. 13, 14). Ἡ νη­στεί­α γεν­νᾶ προ­φῆ­τες, δυ­να­μώ­νει δυ­να­τούς· ἡ νη­στεί­α κά­νει σο­φούς τους νο­μο­θέ­τες, εἶ­ναι κα­λὸ φυ­λα­κτή­ρι­ο τῆς ψυ­χῆς, στὸ σῶ­μα ἀ­σφα­λὴς σύ­νοι­κος, ὅ­πλο στοὺς ἀν­δρεί­ους, γυ­μνα­στή­ρι­ο στοὺς ἀ­θλη­τές. Αὐ­τὴ ἀ­πο­κρού­ει τοὺς πει­ρα­σμούς· αὐ­τὴ προ­ε­τοι­μά­ζει πρὸς τὴν εὐ­σέ­βει­α, συγ­κά­τοι­κος τῆς νη­φα­λι­ό­τη­τας, δη­μι­ουρ­γός της σω­φρο­σύ­νης. Στοὺς πο­λέ­μους κά­νει ἀν­δρα­γα­θή­μα­τα, στὴν εἰ­ρή­νη δι­δά­σκει τὴν ἡ­συ­χί­α. Τὸν να­ζι­ραῖ­ο [Ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νος στὸν Θε­ὸ γιὰ 30 ἡ­μέ­ρες μὲ ἀ­πο­χὴ φα­γη­τῶν καὶ πο­τῶν. Ἰ­σό­βι­οι να­ζι­ραί­οι ἦ­ταν ὁ Σαμ­ψῶν, Σα­μου­ήλ, Ἰ­ω­άν­νης ὁ Πρό­δρο­μος, Ἰ­ά­κω­βος ὁ Ἀ­δελ­φό­θε­ος. Στὸν χρι­στι­α­νι­σμὸ να­ζι­ραί­οι κα­λοῦν­ται οἱ Μο­να­χοί.] ἁ­γι­ά­ζει, καὶ κά­νει τέ­λει­ο τὸν ἱ­ε­ρέ­α. Δι­ό­τι δὲν εἶ­ναι δυ­να­τὸν χω­ρὶς νη­στεί­α νὰ ἀ­πο­τολ­μή­σει τὴν ἱ­ε­ρουρ­γί­α· ὄ­χι μό­νον τώ­ρα στὴν μυ­στι­κὴ καὶ ἀ­λη­θι­νὴ λα­τρεί­α, ἀλ­λὰ καὶ στὴν τυ­πι­κὴ ποὺ γι­νό­ταν κα­τὰ τὸν (Μω­σα­ϊ­κὸ) νό­μο. Αὐ­τὴ ἔ­κα­με τὸν Ἠ­λί­α θε­α­τὴ τοῦ με­γά­λου θε­ά­μα­τος· δι­ό­τι ἀ­φοῦ ἐ­πὶ σα­ράν­τα ἡ­μέ­ρες μὲ νη­στεί­α κα­θά­ρι­σε τὴν ψυ­χή, ἔ­τσι κα­τα­ξι­ώ­θη­κε νὰ δεῖ στὸ σπή­λαι­ο τοῦ Χω­ρὴβ (Γ' Βα­σιλ. 19, 8-13), ὅ­σον εἶ­ναι δυ­να­τὸν στὸν ἄν­θρω­πο νὰ δεῖ, τὸν Κύ­ρι­ο. Νη­στεύ­ον­τας ἔ­δω­σε πί­σω στὴν χή­ρα το παι­δί της, ἀ­φοῦ ἀ­πο­δεί­χθη­κε ἰ­σχυ­ρὸς μὲ τὴ νη­στεί­α κα­τὰ τοῦ θα­νά­του. Ἀ­πὸ στό­μα ποὺ ἐ­νή­στευ­ε ἐ­βγῆ­κε ἡ φω­νὴ ποὺ ἐ­στα­μά­τη­σε γιὰ τὸν πα­ρά­νο­μο λα­ὸ τὴ βρο­χὴ τοῦ οὐ­ρα­νοῦ γιὰ τρί­α χρό­νι­α καὶ ἕ­ξι μῆ­νες. Δι­ό­τι γιὰ νὰ μα­λα­κώ­σει τὴν ἀ­δά­μα­στη καρ­διὰ τῶν σκλη­ρο­τρα­χή­λων, ἐ­προ­τί­μη­σε καὶ τὸν ἑ­αυ­τό του στὴν κα­κο­πά­θει­α νὰ τὸν κα­τα­δι­κά­σει μα­ζὶ μὲ τοὺς ἄλ­λους. Γιὰ τοῦ­το «ζεῖ Κύ­ρι­ος, εἶ­πε, δὲν θὰ ὑ­πάρ­ξει στὴ γῆ νε­ρό, πα­ρὰ μό­νο μὲ τὸν λό­γο μου» (Γ' Βα­σιλ. 17, 1). Καὶ ἔ­φε­ρε σ' ὅ­λο τὸν λα­ὸ νη­στεί­α μὲ τὴν πεῖ­να, γιὰ νὰ ἐ­πα­νορ­θώ­σει τὴν κα­κί­α ποὺ εἶ­χε προ­έλ­θει ἀ­πὸ τὴν τρυ­φὴ καὶ τὴν μαλ­θα­κὴ ζω­ή. Τί λο­γὴς δὲ ὑ­πῆρ­ξε ὁ βί­ος τοῦ Ἐ­λισ­σαί­ου; Πῶς μὲν ἐ­φι­λο­ξε­νή­θη­κε ἀ­πὸ τὴν Σου­να­μί­τι­δα; Πῶς δὲ ὁ ἴ­διος ἐ­δε­χό­ταν τοὺς προ­φῆ­τες; Δὲν ἔ­κα­νε τὴν φι­λο­ξε­νί­α μὲ ἄ­γρι­α λά­χα­να καὶ λί­γο ἀ­λεῦ­ρι; (Δ' Βα­σιλ. 4, 42- 44). Κι ἔ­τσι κά­πο­τε μὲ τὰ χόρ­τα εἶ­χε μα­ζευ­τεῖ καὶ ἀ­γρι­ο­κο­λο­κύ­θι, ὥ­στε νὰ κιν­δυ­νεύ­ουν αὐ­τοὶ ποὺ θὰ ἔ­τρω­γαν, ἐ­ὰν μὲ τὴν εὐ­χὴ τοῦ νη­στευ­τῆ δὲν εἶ­χε ἀ­χρη­στευ­θεῖ τὸ δη­λη­τή­ρι­ο. Καὶ γε­νι­κῶς, θὰ μπο­ροῦ­σες νὰ βρεῖς τὴ νη­στεί­α νὰ χει­ρα­γω­γεῖ ὅ­λους τους ἁ­γί­ους στὴν κα­τὰ Θε­ὸν πο­λι­τεί­α. Ὑ­πάρ­χει κά­ποιο εἶ­δος ἀν­τι­κει­μέ­νου, ποὺ ὀ­νο­μά­ζουν ἀ­μί­αν­το, ἄ­φθο­ρο στὴ φω­τιά, ποὺ ὅ­ταν μὲν τί­θε­ται στὴν φλό­γα φαί­νε­ται ὅ­τι ἔ­χει ἀ­παν­θρα­κω­θεῖ, ὅ­ταν δὲ τὸ βγά­ζουν ἀ­πὸ τὴ φω­τιά, σὰν νὰ ἔ­χει λευ­καν­θεῖ στὸ νε­ρό, γί­νε­ται κα­θα­ρό­τε­ρο. Τέ­τοια ἦ­ταν τὰ σώ­μα­τα τῶν τρι­ῶν ἐ­κεί­νων παί­δων τῆς Βα­βυ­λῶ­νος, ποὺ εἶ­χαν τὸν ἀ­μί­αν­το ἀ­πὸ τὴ νη­στεί­α (Δα­νι­ὴλ 1, 8-16). Δι­ό­τι στὴ με­γά­λη φλό­γα τῆς κα­μί­νου, σὰν νὰ ἤ­σαν κα­τὰ τὴν φύ­ση ἀ­πὸ χρυ­σό, ἀ­πε­δει­κνύ­ον­το ἀ­νώ­τε­ροι ἀ­πὸ τὴν βλά­βη τῆς φω­τιᾶς. Δη­λα­δὴ ἀ­πε­δει­κνύ­ον­το πι­ὸ δυ­να­τοὶ καὶ ἀ­πὸ τὸν χρυ­σό· δι­ό­τι δὲν τοὺς ἔ­λυ­ω­νε αὐ­τοὺς ἡ φω­τιά, ἀλ­λὰ τοὺς φύ­λα­γε ἀ­κέ­ραι­ους. Καὶ ὅ­μως τί­πο­τε δὲν θὰ συγ­κρα­τοῦ­σε τό­τε τὴν φλό­γα ἐ­κεί­νη, ποὺ τὴν ἔ­τρε­φαν νά­φθα καὶ πίσ­σα καὶ κλη­μα­τί­δες, ὥ­στε αὐ­τὴ νὰ ἐ­ξα­πλώ­νε­ται σα­ραν­τα­εν­νέ­α πή­χεις, καὶ κα­τα­τρώ­γον­τας τὰ γύ­ρω ἀπ' αὐ­τὴν πολ­λοὺς ἀ­πὸ τοὺς Χαλ­δαί­ους νὰ κα­τα­φά­γει. Ἐ­κεί­νη λοι­πὸν τὴν πυρ­κα­γιὰ κα­τα­πα­τοῦ­σαν o­ι παῖ­δες, ἀ­φοῦ εἰ­σῆλ­θαν μὲ νη­στεί­α, ἀ­να­πνέ­ον­τας  ἔ­τσι στὴν ὁρ­μη­τι­κὴ φω­τιὰ σὰν λε­πτὴ αὔ­ρα καὶ δρο­σε­ρή. Δι­ό­τι ἡ φω­τιὰ οὔ­τε τὶς τρί­χες δὲν ἐ­πεί­ρα­ξε, ἐ­πει­δὴ τὶς εἶ­χε ἐκ­θρέ­ψει ἡ νη­στεί­α (Δα­νι­ὴλ 3, 24- 33).
7.    Καὶ ὁ Δα­νι­ήλ, ὁ ἄν­δρας τῶν ἐ­πι­θυ­μι­ῶν, αὐ­τὸς ποὺ τρεῖς ἑ­βδο­μά­δες δὲν ἔ­φα­γε ψω­μὶ καὶ δὲν ἤ­πιε νε­ρὸ (Δα­νι­ὴλ 10, 2-3) ἐ­δί­δα­ξε καὶ τὰ λιον­τά­ρια νὰ νη­στεύ­ουν, ὅ­ταν κα­τέ­βη­κε στὸ λάκ­κο (Δα­νι­ὴλ 6, 16-22). Δι­ό­τι σὰν ἀ­πὸ πέ­τρα ἢ χαλ­κὸ ἢ κά­ποια ἄλ­λη  στε­ρε­ὰ ὕ­λη νὰ ἦ­ταν κα­τα­σκευ­α­σμέ­νος, τὰ λιον­τά­ρια δὲν μπο­ροῦ­σαν νὰ μπή­ξουν τὰ δόν­τια τους. Ἔ­τσι ἡ νη­στεί­α, ἀ­φοῦ ἐ­δυ­νά­μω­σε τὸ σῶ­μα τοῦ ἀν­δρὸς ὅ­πως ἡ βα­φὴ τὸ σί­δη­ρο, τὸ ἔ­κα­νε ἀ­δά­μα­στο στὰ λιον­τά­ρια· δι­ό­τι δὲν ἄ­νοι­γαν τὸ στό­μα κα­τὰ τοῦ ἁ­γί­ου. Ἡ νη­στεί­α «ἔ­σβη­σε τὴν δύ­να­μη τῆς φω­τιᾶς, ἔ­φρα­ξε τὰ στό­μα­τα τῶν λιον­τα­ριῶν» ('Ἑ­βρ. 11, 33-34).  

Τὰ ἀ­γα­θά της νη­στεί­ας.
Ἡ νη­στεί­α ἀ­να­πέμ­πει τὴν προ­σευ­χὴ στὸν οὐ­ρα­νό, μὲ τὸ νὰ γί­νε­ται σ' αὐ­τὴν κα­τὰ κά­ποιο τρό­πο φτε­ρὸ πρὸς τὴν ἄ­νω πο­ρεί­α της. Ἡ νη­στεί­α εἶ­ναι προ­κο­πὴ τῶν οἴ­κων, ὑ­γεί­ας μη­τέ­ρα, νε­ό­τη­τος παι­δα­γω­γός, στο­λί­δι στοὺς γέ­ρον­τες, κα­λὴ συ­νο­δοι­πό­ρος στοὺς πε­ζο­πό­ρους, ἀ­σφα­λὴς ὁ­μό­σκη­νος στοὺς συγ­κα­τοί­κους. Ὁ ἄν­δρας δὲν ὑ­πο­ψι­ά­ζε­ται κίν­δυ­νο τοῦ γά­μου, ὅ­ταν βλέ­πει τὴν γυ­ναῖ­κα νὰ ζεῖ μὲ τὴ νη­στεί­α. Δὲν λυ­ώ­νει ἡ γυ­ναῖ­κα ἀ­πὸ τὴν ζη­λο­τυ­πί­α, ὅ­ταν βλέ­πει τὸν ἄν­δρα νὰ νη­στεύ­ει. Ποιὸς ἐ­ζη­μί­ω­σε τὸ σπί­τι του μὲ τὴ νη­στεί­α; Ὑ­πο­λό­γι­σε σή­με­ρα τὰ πράγ­μα­τα τοῦ σπι­τιοῦ καὶ ὑ­πο­λό­γι­σέ τα καὶ με­τά· δὲν θὰ λεί­ψει τί­πο­τε μὲ τὴ νη­στεί­α ἀ­πὸ τὰ ὑ­πάρ­χον­τα στὸ σπί­τι. Κα­νέ­να ζῷ­ο δὲν βγά­ζει κραυ­γὲς θα­νά­του, που­θε­νὰ αἷ­μα, που­θε­νὰ ἀ­πό­φα­ση, ποὺ ὑ­πα­γο­ρεύ­ε­ται κα­τὰ τῶν ζῴ­ων ἀ­πὸ τὴν ἄ­καμ­πτη κοι­λιά. Ἔ­χει στα­μα­τή­σει τὸ μα­χαῖ­ρι τῶν μα­γεί­ρων· τὸ τρα­πέ­ζι ἀρ­κεῖ­ται στὰ πρό­χει­ρα. Τὸ Σάβ­βα­το ἔ­δο­θη­κε στοὺς Ἰ­ου­δαί­ους, «γιὰ νὰ ἀ­να­παυ­θεῖ, λέ­γει, τὸ ὑ­πο­ζύ­γι­ό σου καὶ o δοῦ­λος σου» (Ἔ­ξοδ. 20, 10).

Ὁ­μι­λεῖ γιὰ τὶς 5 ἑ­βδο­μά­δες τῆς Μ. Τεσ­σα­ρα­κο­στῆς.
Ἂς γί­νει ἡ νη­στεί­α ἀ­νά­παυ­ση ἀ­πὸ τοὺς συ­νε­χεῖς κό­πους στοὺς ὑ­πη­ρέ­τες ποὺ ὑ­πη­ρε­τοῦν καθ' ὅ­λο το ἔ­τος. Ἀ­νά­παυ­σε τὸν μά­γει­ρά σου, δῶ­σε ἄ­δει­α στὸν τρα­πε­ζο­κό­μο, στα­μά­τη­σε τὸ χέ­ρι τοῦ κε­ρα­στῆ, ἂς στα­μα­τή­σει κά­πο­τε καὶ ὁ πα­ρα­σκευ­α­στὴς τῶν ποι­κί­λων γλυ­κι­σμά­των. Ἂς ἡ­συ­χά­σει κά­πο­τε καὶ τὸ σπί­τι ἀ­πὸ τοὺς μύ­ρι­ους θο­ρύ­βους, καὶ ἀ­πὸ τὸν κα­πνὸ καὶ τὴν τσί­κνα καὶ ἀ­πὸ αὐ­τοὺς ποὺ ἀ­νε­βο­κα­τε­βαί­νουν καὶ ποὺ ὑ­πη­ρε­τοῦν σὰν ἀ­μεί­λι­κτη κυ­ρί­α τὴν κοι­λιά. Πάν­τως κά­πο­τε καὶ οἱ φο­ρο­ει­σπρά­κτο­ρες  ἐ­πι­τρέ­πουν  γιὰ  λί­γο στοὺς ὑ­πο­χει­ρί­ους τους νὰ ζή­σουν ἐ­λεύ­θε­ρα. Ἂς δώ­σει  κά­ποια  ἀ­νά­παυ­λα καὶ ἡ κοι­λιὰ στὸ στό­μα, ἂς κά­μει γιὰ μᾶς πεν­θή­με­ρες ἀ­να­κω­χές, αὐ­τὴ  ποὺ πάν­το­τε ἀ­παι­τεῖ καὶ οὐ­δέ­πο­τε στα­μα­τᾶ, αὐ­τὴ ποὺ σή­με­ρα παίρ­νει καὶ αὔ­ρι­ο λη­σμο­νεῖ. Ὅ­ταν χορ­τά­σει, φι­λο­σο­φεῖ πε­ρὶ ἐγ­κρα­τεί­ας, ὅ­ταν ἀ­δει­ά­σει λη­σμο­νεῖ τὶς φι­λο­σο­φι­κὲς δο­ξα­σί­ες.
8.    Ἡ νη­στεί­α δὲν γνω­ρί­ζει τὴν φύ­ση τοῦ δα­νεί­ου· δὲν μυ­ρί­ζει ἀ­πὸ τό­κους ἡ τρά­πε­ζα τοῦ νη­στευ­τῆ· δὲν πνί­γουν τὸ ὀρ­φα­νὸ παι­δὶ οἱ πα­τρι­κοὶ τό­κοι τοῦ νη­στευ­τῆ, σὰν φί­δια πε­ρι­πλε­κό­με­να. Καὶ δι­α­φο­ρε­τι­κὰ ἡ νη­στεί­α γί­νε­ται ἀ­φορ­μὴ γιὰ εὐ­φρο­σύ­νη. Δι­ό­τι ὅ­πως ἡ δί­ψα γλυ­κὸ τὸ πο­τὸ κα­θι­στᾶ, καὶ ἡ πεῖ­να ποὺ  προ­κλή­θη­κε κά­νει εὐ­χά­ρι­στό το τρα­πέ­ζι, ἔ­τσι καὶ τὴν ἀ­πό­λαυ­ση τῶν φα­γη­τῶν φαι­δρύ­νει ἡ νη­στεί­α. Δι­ό­τι μὲ τὸ νὰ πα­ρεμ­βλη­θεῖ στὸ μέ­σο καὶ νὰ δι­α­κό­ψει τὴν συ­νέ­χει­α τῆς τρυ­φῆς, θὰ κά­μει ὥ­στε νὰ σοῦ φα­νεῖ ἡ λή­ψη τῆς τρο­φῆς ἐ­πι­θυ­μη­τὴ σὰν ἀ­πό­δη­μη. Ὥ­στε ἐ­ὰν θέ­λεις γιὰ τὸν ἑ­αυ­τό σου νὰ ἑ­τοι­μά­σεις ἐ­πι­θυ­μη­τὴ τρά­πε­ζα, δέ­ξου τὴν με­τα­βο­λὴ ποὺ προ­έρ­χε­ται ἀ­πὸ τὴ νη­στεί­α. Σὺ δὲ πε­ρι­κυ­κλω­μέ­νος πά­ρα πο­λὺ ἀ­πὸ τὴν τρυ­φή, ἔ­χεις ξε­χά­σει τὸν ἑ­αυ­τό σου ἀ­μαυ­ρώ­νον­τας τὴν ἀ­πό­λαυ­ση καὶ ἀ­πὸ φι­λη­δο­νί­α ἐ­ξα­φα­νί­ζον­τας τὴν πραγ­μα­τι­κὴ εὐ­χα­ρί­στη­ση. Δι­ό­τι, τί­πο­τε δὲν ὑ­πάρ­χει τό­σον ἐ­πι­θυ­μη­τό, ὥ­στε νὰ μὴν κα­τα­φρο­νεῖ­ται μὲ τὴν συ­νε­χῆ ἀ­πό­λαυ­ση. Ἐ­κεί­νων δὲ ποὺ εἶ­ναι σπά­νι­α ἡ ἀ­πό­κτη­ση, αὐ­τῶν ἡ ἀ­πό­λαυ­ση γί­νε­ται πε­ρι­σπού­δα­στη. Ἔ­τσι καὶ ὁ κτί­στης μᾶς ἐ­πε­νό­η­σε μὲ τὴν ποι­κι­λί­α στὴ ζω­ὴ νὰ πα­ρα­μέ­νει σὲ μᾶς ἡ χά­ρη αὐ­τῶν ποὺ ἔ­χουν δο­θεῖ. Δὲν βλέ­πεις ὅ­τι καὶ ὁ ἥ­λι­ος εἶ­ναι λαμ­πρό­τε­ρος με­τὰ τὴν νύ­κτα; Καὶ ἡ ἀ­γρυ­πνί­α γλυ­κύ­τε­ρη με­τὰ τὸν ὕ­πνο; Καὶ ἡ ὑ­γεί­α πι­ὸ ἐ­πι­θυ­μη­τὴ με­τὰ τὴν πεῖ­ρα τῶν ἀν­τι­θέ­των; Καὶ ἡ τρά­πε­ζα λοι­πὸν εἶ­ναι πι­ὸ εὐ­χά­ρι­στη με­τὰ τὴ νη­στεί­α· ὅ­μοι­α μὲν στοὺς πλου­σί­ους καὶ σ'αὐ­τοὺς ποὺ πα­ρέ­χουν πλού­σι­α γεύ­μα­τα καὶ στοὺς λι­τοὺς καὶ στοὺς πρό­χει­ρους κα­τὰ τὴν δί­αι­τα.
9.    Νὰ φο­βᾶ­σαι τὸ πα­ρά­δειγ­μα τοῦ πλου­σί­ου. Ἐ­κεῖ­νον πα­ρέ­δω­σε στὸ πῦρ ἡ συ­νε­χὴς τρυ­φή. Δι­ό­τι ἂν καὶ δὲν κα­τη­γο­ρή­θη­κε γιὰ ἀ­δι­κί­α, ἀλ­λὰ γιὰ τρυ­φη­λὴ ζω­ή, ἐ­τη­γα­νι­ζό­ταν στὴν φλό­γα τῆς κα­μί­νου. Γιὰ νὰ σβή­σου­με λοι­πὸν τὸ πῦρ ἐ­κεῖ­νο, χρει­ά­ζε­ται νε­ρό. Καὶ ὄ­χι μό­νον γιὰ τὰ μέλ­λον­τα πράγ­μα­τα εἶ­ναι ὠ­φέ­λι­μος ἡ νη­στεί­α, ἀλ­λὰ καὶ σ' αὐ­τὴ τὴν σάρ­κα πι­ὸ ἐ­πω­φε­λής. Δι­ό­τι o­ι με­γά­λες πα­χυ­σαρ­κί­ες ἔ­χουν ὑ­πο­τρο­πὲς καὶ με­τα­πτώ­σεις, ὁ­πό­τε ἡ φύ­ση κάμ­πτε­ται καὶ ἀ­δυ­να­τεῖ νὰ ση­κώ­σει τὸ βά­ρος τῆς πα­χυ­σαρ­κί­ας.

Ἡ ἀ­ξί­α τοῦ νε­ροῦ γιὰ τὴν ὑ­γεί­α.
Πρό­σε­χε μὴ τυ­χὸν τώ­ρα, ἀ­πο­στρε­φό­με­νος τὸ νε­ρό, ἐ­πι­θυ­μή­σεις ὕ­στε­ρα μί­α στα­γό­να, ὅ­πως καὶ ὁ πλού­σι­ος (Λουκ. 16, 24). Κα­νεὶς δὲν ἐ­μέ­θυ­σε ἀ­πὸ τὸ νε­ρό. Κα­νε­νὸς δὲν ἐ­πό­νε­σε τὸ κε­φά­λι δι­ό­τι ἐ­βα­ρύν­θη­κε ἀ­πὸ τὸ νε­ρό. Κα­νεὶς δὲν ἐ­χρει­ά­σθη­κε ξέ­να πό­δια πί­νον­τας νε­ρό. Κα­νε­νὸς τὰ πό­δια δὲν ἐ­δέ­θη­σαν, κα­νε­νὸς τὰ χέ­ρια δὲν ἀ­χρη­στεύ­θη­καν, πο­τι­ζό­με­να μὲ νε­ρό. Δι­ό­τι ἡ ἐ­λατ­τω­μα­τι­κὴ πέ­ψη, ποὺ ἀ­κο­λου­θεῖ ἀ­ναγ­κα­στι­κὰ στοὺς ζῶν­τες μὲ τρυ­φη­λό­τη­τα, αὐ­τὴ φέρ­νει τὰ φο­βε­ρὰ νο­σή­μα­τα στὰ σώ­μα­τα. Τὸ χρῶ­μα τοῦ νη­στεύ­ον­τος σε­μνό, δὲν κοκ­κι­νί­ζει ἀ­διάν­τρο­πα, ἀλ­λὰ εἶ­ναι στο­λι­σμέ­νο μὲ τὴν σώ­φρο­να χλω­μά­δα· ὀ­φθαλ­μὸς πρᾶ­ος, βά­δι­σμα σε­μνο­πρε­πές, πρό­σω­πο σο­βα­ρὸ ποὺ δὲν ἀ­σχη­μί­ζει μὲ τὸ ἀ­κό­λα­στο γέ­λιο, λό­για με­τρη­μέ­να, καρ­διὰ κα­θα­ρή. Θυ­μή­σου τοὺς ἁ­γί­ους ὅ­λων των αἰ­ώ­νων, «γιὰ τοὺς ὁ­ποί­ους δὲν ἦ­ταν ἄ­ξι­ος ὁ κό­σμος» ποὺ ἐ­γύ­ρι­ζαν «φο­ρών­τας δέρ­μα­τα προ­βά­των καὶ δέρ­μα­τα γι­διῶν, ἔ­χον­τας στε­ρή­σεις, θλί­ψεις, κα­κου­χί­ες» (Ἑ­βρ.11, 37-38). Ἐ­κεί­νων νὰ θυ­μᾶ­σαι τὴν δι­α­γω­γή, ἐ­ὰν ἀ­κρι­βῶς ἐ­πι­ζη­τεῖς νὰ εἶ­σαι μὲ τὸ μέ­ρος τους.

Πα­ρα­δείγ­μα­τα νη­στεί­ας, ὁ Ἰ­ω­άν­νης ὁ Βα­πτι­στής,
ὁ Κύ­ρι­ος καὶ ὁ Ἀπ. Παῦ­λος.
Τί ἀ­νά­παυ­σε τὸν Λά­ζα­ρο στοὺς κόλ­πους τὸν Ἀ­βρα­άμ; Ὄ­χι ἡ νη­στεί­α; Ἢ ζω­ὴ δὲ τοῦ Ἰ­ω­άν­νου ὑ­πῆρ­ξε μιὰ συ­νε­χὴς νη­στεί­α· ὁ ὁ­ποῖ­ος δὲν εἶ­χε κρεβ­βά­τι, οὔ­τε τρα­πέ­ζι, οὔ­τε καλ­λι­ερ­γή­σι­μη γῆ, οὔ­τε βό­δι γιὰ ὄρ­γω­μα, οὔ­τε ἀρ­το­ποι­ό, οὔ­τε τί­πο­τε ἄλ­λο ἀ­πὸ τὰ πράγ­μα­τα τῆς ζω­ῆς. Γιὰ τοῦ­το «με­τα­ξύ των γεν­νη­θέν­των ἀ­πὸ τὶς γυ­ναῖ­κες με­γα­λύ­τε­ρος δὲν ἔ­χει ἀ­να­φα­νεῖ ἄλ­λος ἀ­πὸ τὸν Ἰ­ω­άν­νη τὸν Βα­πτι­στὴ» (Ματθ. 11, 11). Τὸν Παῦ­λο μα­ζὶ μὲ τὰ ἄλ­λα καὶ ἡ νη­στεί­α, ποὺ ἀ­πα­ρίθ­μη­σε στὰ καυ­χή­μα­τα γιὰ τὶς θλί­ψεις του, τὸν ἀ­νέ­βα­σε στὸν τρί­το οὐ­ρα­νὸ (Β' Κο­ρινθ. 11, 27· 12, 2). Ὁ πρῶ­τος δὲ γιὰ ὅ­σα ἔ­χου­με πεῖ, ὁ Κύ­ρι­ος μας, ἀ­φοῦ ὀ­χύ­ρω­σε μὲ νη­στεί­α τὴν σάρ­κα, ποὺ ἐ­πῆ­ρε γιὰ χά­ρη μας, ἔ­τσι ἐ­δέ­χθη­κε σ' αὐ­τὴ (Ματθ. 4, 2) τοῦ δια­βό­λου τὶς προ­σβο­λές, καὶ γιὰ νὰ μᾶς δι­δά­σκει νὰ ἑ­τοι­μα­ζό­μα­στε μὲ νη­στεῖ­ες καὶ νὰ γυ­μνα­ζό­μα­στε γιὰ τοὺς ἀ­γῶ­νες κα­τὰ τῶν πει­ρα­σμῶν, καὶ γιὰ νὰ προ­σφέ­ρει στὸν ἀν­τί­πα­λο μὲ τὴν στέ­ρη­ση κα­τὰ κά­ποιο τρό­πο λα­βή. Ἀ­πρό­σι­τος θὰ ἦ­ταν σ' αὐ­τὸν λό­γω τοῦ ὕ­ψους τῆς θε­ό­τη­τος, ἐ­ὰν μὲ τὴν φτώ­χεια δὲν εἶ­χε κα­τε­βῆ πρὸς τὸ ἀν­θρώ­πι­νο. Ἐ­πα­νερ­χό­με­νος λοι­πὸν στοὺς οὐ­ρα­νούς, ἔ­φα­γε, γιὰ νὰ πι­στο­ποι­ή­σει τὴν φύ­ση τοῦ ἀ­να­στάν­τος σώ­μα­τος. Σὺ δὲ πα­ρα­πα­χαί­νον­τας τὸν ἑ­αυ­τό σου καὶ ὄν­τας πο­λυ­σαρ­κός, δὲν γί­νε­σαι μαλ­θα­κός; Ἐ­ξα­σθε­νί­ζον­τας δὲ τὸ νοῦ μὲ ἀ­τρο­φί­α, γιὰ τὰ σω­τή­ρι­α καὶ ζω­ο­ποι­ὰ δι­δάγ­μα­τα μπο­ρεῖς νὰ μι­λή­σεις; Ἢ ἀ­γνο­εῖς ὅ­τι, ὅ­πως σὲ πο­λε­μι­κὴ πα­ρά­τα­ξη, ἡ συμ­μα­χί­α μὲ τὸν ἄλ­λον φέρ­νει τὴν ἧτ­τα τοῦ ἀν­τι­πά­λου, ἔ­τσι καὶ αὐ­τὸς ποὺ συμ­μα­χεῖ μὲ τὴν σάρ­κα, ἀν­τα­γω­νί­ζε­ται τὸ πνεῦ­μα καὶ αὐ­τὸς ποῦ πη­γαί­νει μὲ τὴν πα­ρά­τα­ξη τοῦ πνεύ­μα­τος ὑ­πο­δου­λώ­νει τὴν σάρ­κα; «Δι­ό­τι αὐ­τὰ με­τα­ξύ τους εἶ­ναι ἀν­τι­θε­ται» (Γα­λατ. 5, 17).  Ὥ­στε, ἐ­ὰν θέ­λεις νὰ κά­νεις ἰ­σχυ­ρό το νοῦ, νὰ δα­μά­σεις τὴν σάρ­κα μὲ τὴ νη­στεί­α. Δι­ό­τι αὐ­τὸ εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νο ποὺ λέ­γει ὁ ἀ­πό­στο­λος· ὅ­τι «ὅ­σον ὁ ἐ­ξω­τε­ρι­κὸς ἄν­θρω­πος φθεί­ρε­ται, τό­σον ὁ ἐ­σω­τε­ρι­κὸς ἀ­να­και­νί­ζε­ται» (Β' Κορ.4,16)· καί το· «ὅ­ταν ἀ­σθε­νῶ, τό­τε εἶ­μαι δυ­να­τὸς» (Β' Κο­ρινθ. 12, 10). Δὲν θὰ πε­ρι­φρο­νή­σεις τὰ φα­γη­τὰ ποῦ χά­νον­ται; Δὲν θὰ ἐ­πι­θυ­μή­σεις τὴν τρά­πε­ζα τῆς βα­σι­λεί­ας, τὴν ὁ­ποί­α ἐ­ξά­παν­τος ἡ ἐ­δῶ νη­στεί­α θὰ ἐ­ξω­ρα­ΐ­σει; Ἀ­γνο­εῖς ὅ­τι μὲ τὴν ἀ­με­τρί­α τοῦ χορ­τα­σμοῦ ἑ­τοι­μά­ζεις γιὰ τὸν ἑ­αυ­τό σου πα­χὺ τὸν βα­σα­νι­στὴ σκώ­λη­κα; Δι­ό­τι ποιὸς  ἀπ' αὐ­τοὺς ποὺ ζοῦν μὲ πλού­σι­α τρο­φὴ καὶ δι­αρ­κῆ τρυ­φὴ ἐ­δέ­χθη­κε κά­ποια κοι­νω­νί­α πνευ­μα­τι­κοῦ χα­ρί­σμα­τος; Ὁ Μωϋσῆς γιὰ νὰ λά­βει δεύ­τε­ρη νο­μο­θε­σί­α ἐ­χρει­ά­σθη­κε μί­α ἀ­κό­μη δεύ­τε­ρη νη­στεί­α. Στοὺς Νι­νευ­ί­τες, ἐ­ὰν καὶ τὰ ζῷ­α δὲν εἶ­χαν νη­στεύ­σει, δὲν θὰ εἶ­χαν δι­α­φύ­γει τὴν ἀ­πει­λὴ τῆς κα­τα­στρο­φῆς (Ἰ­ω­νὰς 3, 4-10). Ποί­ων τὰ σώ­μα­τα ἔ­πε­σαν στὴν ἔ­ρη­μο; (Ἑ­βρ. 3, 17).  Ὄ­χι αὐ­τῶν ποῦ ἐ­πι­ζη­τοῦ­σαν τὴν κρε­ο­φα­γί­α; (Ἀ­ριθμ.11, 33). Ἐ­κεῖ­νοι μὲν ἕ­ως ὅ­του εἶ­χαν ἀρ­κε­σθεῖ στὸ μάν­να καὶ στὸ νε­ρὸ ποὺ βγῆ­κε ἀ­πὸ τὴν πέ­τρα, ἐ­νι­κοῦ­σαν τοὺς Αἰ­γυ­πτί­ους, περ­πα­τοῦ­σαν μέ­σα ἀ­πὸ τὴν θά­λασ­σα. «Δὲν ὑ­πῆρ­χε στὶς φυ­λὲς τοὺς κα­νέ­νας ποὺ δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ περ­πα­τή­σει» (Ψάλμ. 104, 37)· ἐ­πει­δὴ δὲ ἐ­θυ­μή­θη­καν τὰ κρέ­α­τα στοὺς λέ­βη­τες (Ἔ­ξοδ.16, 3) καὶ ἐ­στρά­φη­σαν μὲ τὶς ἐ­πι­θυ­μί­ες τους στὴν Αἴ­γυ­πτο, δὲν εἶ­δαν τὴν γῆ τῆς ἐ­παγ­γε­λί­ας.

Ἡ πο­λυ­φα­γί­α ἀ­το­νεῖ τὴν πνευ­μα­τι­κό­τη­τα τοῦ ἀν­θρώ­που.
Δὲν φο­βεῖ­σαι τὸ πα­ρά­δειγ­μα; Δὲν φρίτ­τεις γιὰ τὴν πο­λυ­φα­γί­α, μή­πως σὲ ἀ­πο­κλεί­σει ἀ­πὸ τὰ ἐλ­πι­ζό­με­να ἀ­γα­θά; Ἀλλ' οὔ­τε ὁ σο­φὸς Δα­νι­ὴλ θὰ ἔ­βλε­πε τὰ ὁ­ρά­μα­τα, ἐ­ὰν μὲ τὴ νη­στεί­α δὲν ἔ­κα­νε κα­θα­ρό­τε­ρη τὴν ψυ­χή. Δι­ό­τι ἀ­πὸ τὴν πα­χειὰ τρο­φὴ κα­τὰ κά­ποιο τρό­πο κα­πνώ­δεις ἀ­να­θυ­μι­ά­σεις ἀ­νερ­χό­με­νες, σὰν πυ­κνὸ σύν­νε­φο, δι­α­κό­πτουν τὶς ἐλ­λάμ­ψεις ποὺ ἔρ­χον­ται ἀ­πὸ τὸ Ἅ­γι­ο Πνεῦ­μα στὸ νοῦ. Ἐ­ὰν δὲ καὶ ἀγ­γέ­λων ὑ­πάρ­χει κά­ποια τρο­φή, εἶ­ναι ὁ ἄρ­τος, κα­θὼς λέ­γει ὁ προ­φή­της· «ἄρ­τον ἀγ­γέ­λων [«Εἶ­ναι ἡ λο­γι­κὴ καὶ οὐ­ρά­νι­ος δύ­να­μη ποὺ δι­α­τρέ­φον­ται οἱ ἄγ­γε­λοι», ἐ­ξη­γεῖ ὁ Μ. Ἀ­θα­νά­σι­ος (βλέ­πε τό­μος 6ος σέλ.262. Ε.Π.Ε.). Δὲν ἔ­χει καμ­μί­α σχέ­ση μὲ τὴν ὑ­λι­κὴ τρο­φὴ τοῦ ἀν­θρώ­που] ἔ­φα­γεν ὁ ἄν­θρω­πος» (Ψάλμ. 77, 25). Ὄ­χι κρέ­ας, οὔ­τε οἶ­νος, οὔ­τε ὅ­σα εἶ­ναι στὴν φρον­τί­δα τῶν δού­λων τῆς κοι­λιᾶς. Ἡ νη­στεί­α εἶ­ναι ὅ­πλο γιὰ τὴν ἐκ­στρα­τεί­α κα­τὰ τῶν δαι­μό­νων. «Δι­ό­τι τὸ γέ­νος αὐ­τὸ δὲν ἐ­ξέρ­χε­ται, πα­ρὰ μό­νον μὲ τὴν προ­σευ­χὴ καὶ τὴ νη­στεί­α» (Μάρκ. 9, 28).

Ἡ ἐγ­κρά­τει­α δὲν ὑ­πάρ­χει χω­ρὶς τὴ νη­στεί­α.
Καὶ τὰ μὲν ἀ­γα­θὰ ποὺ προ­έρ­χον­ται ἀ­πὸ τὴ νη­στεί­α εἶ­ναι τό­σα πολ­λά· ὁ δὲ κο­ρε­σμὸς εἶ­ναι ἡ ἀρ­χὴ τῶν πτώ­σε­ων. Δι­ό­τι συγ­χρό­νως εἰ­σορ­μὰ μὲ τὴν τρυ­φὴ καὶ τὴν μέ­θη καὶ τὰ ποι­κί­λα κα­ρυ­κεύ­μα­τα κά­θε εἶ­δος κτη­νώ­δους ἀ­κο­λα­σί­ας. Ἀπ' ἐ­δῶ οἱ ἄν­θρω­ποι γί­νον­ται ἵπ­ποι θη­λυ­μα­νεῖς» (Ἱ­ε­ρεμ.5, 8) ἀ­πὸ τὸν οἶ­στρο τῆς τρυ­φῆς ποὺ γεν­νᾶ­ται στὴν ψυ­χή. Οἱ δι­α­στρο­φὲς τῆς φύ­σε­ως προ­έρ­χον­ται ἀ­πὸ τοὺς με­θύ­σους, ποὺ ἐ­πι­ζη­τοῦν τὴν μὲν γυ­ναῖ­κα στὸν ἄν­δρα, τὸν δὲ ἄν­δρα στὴν γυ­ναῖ­κα. H νη­στεί­α ὅ­μως γνω­ρί­ζει ὅ­ρι­α καὶ στὰ ἔρ­γα τοῦ γά­μου καὶ τι­μω­ρών­τας τὴν ἀ­με­τρί­α τῶν ἐ­πι­τρε­πο­μέ­νων ἀ­πὸ τὸ νό­μο, ἐ­πι­φέ­ρει σύμ­φω­νη ἀ­νά­παυ­λα, γιὰ νὰ ἀ­φι­ε­ρω­θοῦν στὴν προ­σευ­χὴ (Ἃ' Κο­ρινθ.7, 5).

Ἡ ἀ­λη­θι­νὴ νη­στεί­α εἶ­ναι ἀ­πο­ξέ­νω­ση ἀ­πὸ τὰ κα­κά.
10. Μὴ λοι­πὸν πε­ρι­ο­ρί­ζεις τὸ κα­λό της νη­στεί­ας στὴν ἀ­πο­χὴ μό­νον ἀ­πὸ τὰ φα­γη­τά. Δι­ό­τι ἡ ἀ­λη­θι­νὴ νη­στεί­α εἶ­ναι ἀ­πο­ξέ­νω­ση ἀ­πὸ τὰ κα­κά. «Νὰ λύ­σεις τὰ δε­σμὰ τῆς ἀ­δι­κί­ας» (Ἡσ. 63, 6)· συγ­χώ­ρη­σε τὸν πλη­σί­ον γιὰ τὴν λύ­πη, συγ­χώ­ρη­σε τὸν γιὰ τὰ χρέ­η. «Νὰ μὴ νη­στεύ­ε­τε χά­ριν δι­α­μά­χης καὶ φι­λο­νι­κί­ας» (Ἡσ. 63, 4). Δὲν τρώ­γεις κρέ­α­τα, ἀλ­λὰ τρώ­γεις τὸν ἀ­δελ­φό σου. Δὲν πί­νεις οἶ­νο, ἀλ­λὰ δὲν εἶ­σαι ἐγ­κρα­τὴς στὶς ὕ­βρεις. Πε­ρι­μέ­νεις τὸ βρά­δυ γιὰ νὰ λά­βεις τρο­φή, ἀλ­λὰ ξο­δεύ­εις τὴν ἡ­μέ­ρα στὰ δι­κα­στή­ρι­α. «Ἀλ­λοί­μο­νο σ' αὐ­τοὺς ποὺ  δὲν  με­θοῦν μὲ κρα­σὶ» (Ἡσ. 28, 1).

Τί εἶ­ναι ὁ θυ­μός, ἡ λύ­πη καὶ ὁ φό­βος.
Ὁ θυ­μὸς εἶ­ναι ἡ μέ­θη τῆς ψυ­χῆς, δι­ό­τι τὴν κά­νει πα­ρά­φρο­να ὅ­πως ὁ οἶ­νος. Ἡ λύ­πη εἶ­ναι μέ­θη καὶ αὐ­τή, δι­ό­τι κα­τα­πνί­γει τὴν δι­ά­νοι­α. Ὁ φό­βος εἶ­ναι ἄλ­λη μέ­θη, ὅ­ταν συμ­βαί­νει ἐ­κεῖ ποὺ δὲν πρέ­πει. «Δι­ό­τι, ἀ­πὸ τὸν φό­βο, λέ­γει, τοῦ ἐ­χθροῦ νὰ ἀ­παλ­λά­ξεις τὴν ψυ­χή μου» (Ψάλμ.63, 2). Καὶ γε­νι­κά, κα­θέ­να ἀ­πὸ τὰ πά­θη ποὺ πα­ρα­λο­γί­ζει τὸ νοῦ δι­καί­ως θὰ ὀ­νο­μα­ζό­ταν μέ­θη. Σκέ­ψου, πα­ρα­κα­λῶ, τὸν ὀρ­γι­ζό­με­νο πῶς με­θᾶ ἀ­πὸ τὸ πά­θος. Δὲν εἶ­ναι ὁ ἴ­διος κύ­ρι­ος του ἐ­αυ­τοῦ του· ἀ­γνο­εῖ τὸν ἑ­αυ­τό του, ἀ­γνο­εῖ τοὺς πα­ρόν­τες, σὰν νὰ μά­χε­ται μέ­σα στὴ νύ­χτα τὰ πιά­νει ὅ­λα, σκον­τά­φτει σ' ὅ­λα, δὲν ξέ­ρει τί λέ­γει, εἶ­ναι δυ­σκο­λο­συγ­κρά­τη­τος,  ὑ­βρί­ζει, κτυ­πᾶ, ἀ­πει­λεῖ, ὁρ­κί­ζε­ται, κραυ­γά­ζει, ξε­σχί­ζε­ται. Ἀ­πό­φυ­γε αὐ­τὴ τὴν μέ­θη, μή­τε νὰ κα­τα­δε­χθεῖς τὴν μέ­θη ἀ­πὸ τὸν οἶ­νο. Νὰ μὴν πε­ρι­φρο­νή­σεις τὴν ὑ­δρο­πο­σί­α ἀ­πὸ τὴν οἰ­νο­πο­σί­α. Νὰ μὴν σὲ ὁ­δη­γή­σει ἡ μέ­θη στὴ νη­στεί­α. Δὲν ὑ­πάρ­χει εἴ­σο­δος στὴ νη­στεί­α ἀ­πὸ τὴν μέ­θη· οὔ­τε βέ­βαι­α ἀ­πὸ τὴν πλε­ο­νε­ξί­α στὴν δι­και­ο­σύ­νη, οὔ­τε ἀ­πὸ τὴν ἀ­κο­λα­σί­α στὴ σω­φρο­σύ­νη, οὔ­τε, γιὰ νὰ πῶ γε­νι­κά, ἀ­πὸ τὴν κα­κί­α στὴν ἀ­ρε­τή. Ἄλ­λη εἶ­ναι ἡ θύ­ρα γιὰ τὴ νη­στεί­α.

Ἡ μέ­θη εἰ­σά­γει στὴν ἀ­κο­λα­σί­α καὶ ἡ ἐγ­κρά­τει­α στὴ νη­στεί­α.
Ἡ μέ­θη εἰ­σά­γει στὴν ἀ­κο­λα­σί­α, καὶ ἡ ἐγ­κρά­τει­α στὴ νη­στεί­α. Ὁ ἀ­θλη­τὴς προ­γυ­μνά­ζε­ται, ὁ νη­στευ­τὴς προ­εγ­κρα­τεύ­ε­ται. Μὴ θέ­τεις τὴν μέ­θη πρὸ τῶν πέν­τε ἡ­με­ρῶν, σὰν νὰ ἐκ­δι­κεῖ­σαι τὶς ἡ­μέ­ρες, οὔ­τε σὰν νὰ ἐ­ξα­πα­τᾶς μὲ σο­φί­σμα­τα τοῦ νο­μο­θέ­τη. Καθ' ὅ­σον μά­λι­στα ἀ­νώ­φε­λα κο­πιά­ζεις, τὸ μὲν σῶ­μα νὰ δι­α­λύ­εις, οὔ­τε δὲ νὰ πα­ρη­γο­ρεῖ­σαι γιὰ τὴν στέ­ρη­ση. Ἡ ἀ­πο­θή­κη εἶ­ναι ἀ­να­ξι­ό­πι­στη,  ἀν­τλεῖς σὲ τρυ­πη­μέ­νο πι­θά­ρι. Δι­ό­τι ὁ μὲν οἶ­νος δι­αρ­ρέ­ει, τρέ­χον­τας τὸν ἴ­διο δρό­μο, ἡ δὲ ἁ­μαρ­τί­α πα­ρα­μέ­νει. Ὁ δοῦ­λος δρα­πε­τεύ­ει ὅ­ταν τὸν κτυ­πᾶ ὁ κύ­ρι­ος, σὺ ὅ­μως πα­ρα­μέ­νεις στὸν οἶ­νο, ποῦ κα­θη­με­ρι­νά σου κτυ­πᾶ τὸ κε­φά­λι; Μέ­τρο ἄ­ρι­στό της χρή­σε­ως τοῦ οἴ­νου, ἡ ἀ­νάγ­κη τοῦ σώ­μα­τος (Ἃ' Τιμ. 5, 23). Ἐ­ὰν δὲ φύ­γεις ἔ­ξω ἀ­πὸ τὰ ὅ­ρι­α, αὔ­ρι­ο θὰ εἶ­σαι μὲ βα­ρὺ κε­φά­λι, θὰ χά­σκεις, θὰ ζα­λί­ζε­σαι, θὰ μυ­ρί­ζεις κρα­σί­λα· ὅ­λα θὰ σοῦ φαί­νον­ται ὅ­τι γυ­ρί­ζουν, ὅ­λα ὅ­τι κλο­νί­ζον­ται. Ἡ μέ­θη βέ­βαι­α ὕ­πνο μὲν φέ­ρει, ἀ­δελ­φό του θα­νά­του, ἐ­γρή­γορ­ση δὲ ποὺ μοιά­ζει μὲ ὄ­νει­ρα.
11. Ἄ­ρα­γε γνω­ρί­ζεις ποιὸς εἶ­ναι αὐ­τὸς ποῦ πρό­κει­ται νὰ ὑ­πο­δε­χθεῖς; Αὐ­τὸς ποὺ μᾶς ὑ­πο­σχέ­θη­κε, ὅ­τι «ἐ­γὼ καὶ ὁ πα­τέ­ρας θὰ ἔλ­θου­με, σ' αὐ­τὸν καὶ θὰ κα­τοι­κή­σου­με μα­ζὶ» (Ἰ­ω­άν. 14, 23). Για­τί λοι­πὸν δεί­χνεις προ­τί­μη­ση στὴ μέ­θη καὶ κλεί­νεις τὴν εἴ­σο­δο στὸν Δε­σπό­τη; Για­τί προ­τρέ­πεις τὸν ἐ­χθρὸ νὰ προ­κα­τα­λά­βει τὰ ὀ­χυ­ρώ­μα­τά σου; Ἡ μέ­θη δὲν ὑ­πο­δέ­χε­ται τὸν Κύ­ρι­ο· ἡ μέ­θη ἀ­πο­μα­κρύ­νει τὸ ἅ­γι­ο Πνεῦ­μα. Δι­ό­τι ὁ μὲν κα­πνὸς ἀ­πο­δι­ώ­χνει τὶς μέ­λισ­σες, ἢ κραι­πά­λη  ἀ­πο­δι­ώ­χνει τὰ πνευ­μα­τι­κὰ χα­ρί­σμα­τα.

Ἡ κοι­νω­νι­κὴ ση­μα­σί­α τῆς νη­στεί­ας.
Ἡ νη­στεί­α εἶ­ναι ἡ εὐ­πρέ­πει­α τῆς πό­λε­ως, ἡ στα­θε­ρό­τη­τα τῆς ἀ­γο­ρᾶς, ἡ εἰ­ρή­νη τῶν σπι­τιῶν, ἡ σω­τη­ρί­α τῶν ὑ­παρ­χόν­των. Θέ­λεις νὰ δεῖς τὴν με­γα­λο­πρέ­πει­ά της; Σύγ­κρι­νε, πα­ρα­κα­λῶ, τὴν ση­με­ρι­νὴ ἑ­σπέ­ρα μὲ τὴν αὔ­ρι­ο καὶ θὰ δεῖς νὰ με­τα­πί­πτει ἡ πό­λη ἀ­πὸ τὴν τα­ρα­χὴ καὶ τὴν ζά­λη σὲ βα­θει­ὰ γα­λή­νη. Εὔ­χο­μαι δὲ ἡ ση­με­ρι­νὴ νὰ μοιά­ζει μὲ τὴν αὐ­ρι­α­νὴ κα­τὰ τὴν σε­μνό­τη­τα καὶ ἡ αὐ­ρι­α­νὴ νὰ μὴν ὑ­πο­λεί­πε­ται σὲ φαι­δρό­τη­τα ἀ­πὸ τὴν ση­με­ρι­νή. Ὁ δὲ Κύ­ρι­ος ποὺ μᾶς ὁ­δή­γη­σε σ'αὐ­τὴ τὴν πε­ρί­ο­δο τοῦ χρό­νου, εἴ­θε νὰ μᾶς χα­ρί­σει, κα­τὰ κά­ποιο τρό­πο σὰν ἀ­γω­νι­στές, ἀ­φοῦ ἐ­πι­δεί­ξου­με στοὺς προ­κα­ταρ­κτι­κοὺς ἀ­γῶ­νες τὴν στε­ρε­ό­τη­τα καὶ τὴν δύ­να­μη τῆς καρ­τε­ρί­ας, νὰ φθά­σου­με καὶ στὴν κυ­ρί­α ἡ­μέ­ρα τῶν στε­φά­νων· τώ­ρα μὲν τῆς ἀ­να­μνή­σε­ως τοῦ πά­θους τοῦ Σω­τῆ­ρος, στὸν μέλ­λον­τα δὲ αἰ­ῶ­να, τῆς ἀν­τα­πο­δό­σε­ως αὐ­τῶν ποὺ ἔ­χου­με ἐ­μεῖς ζή­σει κα­τὰ τὴν δί­και­η κρί­ση αὐ­τοῦ του Χρι­στοῦ, δι­ό­τι σ' αὐ­τὸν ἀ­νή­κει ἡ δό­ξα στοὺς αἰ­ῶ­νες. Ἀ­μήν.


ΛΟΓΟΣ Β'

Ἡ προ­τρο­πὴ τοῦ Μ. Βα­σι­λεί­ου γιὰ τὴ νη­στεί­α.
1.    «Πα­ρη­γο­ρεῖ­τε, λέ­γει, ἱ­ε­ρεῖς τὸν λα­ό· ὁ­μι­λή­σα­τε στὰ αὐ­τιὰ τῆς Ἱ­ε­ρου­σα­λὴμ» (Ἡσ. 40, 1-2). Ἡ φύ­ση τοῦ λό­γου εἶ­ναι ἱ­κα­νή, τῶν μὲν φι­λο­πό­νων νὰ ἐν­τεί­νει τὶς δυ­νά­μεις, τῶν δὲ ὀ­κνη­ρῶν καὶ νω­θρῶν νὰ δι­ε­γεί­ρει τὴν προ­θυ­μί­α. Γιὰ τοῦ­το μὲν οἱ στρα­τη­γοί, ὅ­ταν πα­ρα­τάσ­σουν τὸν στρα­τὸ γιὰ τὴν μά­χη, με­τα­χει­ρί­ζον­ται τοὺς προ­τρε­πτι­κοὺς λό­γους πρὶν ἀ­πὸ τοὺς ἀ­γῶ­νες, καὶ τό­ση δύ­να­μη ἔ­χει ἡ πα­ραί­νε­ση, ὥ­στε σὲ πολ­λοὺς ἐμ­πνέ­ει πολ­λὲς φο­ρὲς ἀ­κό­μη καὶ πε­ρι­φρό­νη­ση τοῦ θα­νά­του. Οἱ γυ­μνα­στὲς δὲ καὶ οἱ ἐκ­παι­δευ­τές, ὅ­ταν ὁ­δη­γοῦν τοὺς ἀ­θλη­τὲς στοὺς ἀ­γῶ­νες τῶν στα­δί­ων, κά­νουν πολ­λὲς προ­τρο­πὲς πε­ρὶ τοῦ ὅ­τι πρέ­πει νὰ μο­χθοῦν γιὰ τὰ στε­φά­νια, ὥ­στε καὶ πολ­λοὶ νὰ πεί­θων­ται μὲ τὴν φι­λο­τι­μί­α στὴ νί­κη νὰ πε­ρι­φρο­νοῦν τὰ σώ­μα­τα. Γιὰ τοῦ­το λοι­πὸν καὶ σὲ μέ­να ποὺ πα­ρα­τάσ­σω τοὺς στρα­τι­ῶ­τες τοῦ Χρι­στοῦ πρὸς τὸν πό­λε­μο κα­τὰ τῶν ἀ­ο­ρά­των ἐ­χθρῶν καὶ ποὺ προ­ε­τοι­μά­ζω μὲ τὴν ἐγ­κρά­τει­α τοὺς ἀ­θλη­τὲς τῆς εὐ­σε­βεί­ας γιὰ τὰ στε­φά­νια τῆς δι­και­ο­σύ­νης, εἶ­ναι ἀ­ναγ­καῖ­ος ὁ προ­τρε­πτι­κὸς λό­γος. Τί λοι­πὸν λέ­γω ἀ­δελ­φοί; Ὅ­τι αὐ­τοὶ ποὺ με­λε­τοῦν τὴν τα­κτι­κή του πο­λέ­μου καὶ ἀ­σκοῦν­ται στὶς πα­λαῖ­στρες, φυ­σι­κὸ εἶ­ναι μὲ τὴν ἀ­φθο­νί­α τῆς τρο­φῆς νὰ πα­χαί­νουν τοὺς ἑ­αυ­τούς τους, ὥ­στε δυ­να­μι­κό­τε­ρα νὰ κα­τα­πιά­νον­ται μὲ τοὺς ἀ­γῶ­νες· αὐ­τοὶ δὲ «ποὺ δὲν πα­λεύ­ουν μὲ αἷ­μα καὶ σάρ­κα, ἀλ­λὰ μὲ τὶς ἀρ­χές, μὲ τὶς ἐ­ξου­σί­ες, μὲ τοὺς κο­σμο­κρά­το­ρες τοῦ σκό­τους τού­του, μὲ τὰ πνευ­μα­τι­κά της πο­νη­ρί­ας» (Ἐ­φεσ.6, 12), αὐ­τοὶ εἶ­ναι ἀ­νάγ­κη νὰ ἀ­σκοῦν­ται γιὰ τὸν πό­λε­μο αὐ­τὸν μὲ τὴ νη­στεί­α καὶ τὴν ἐγ­κρά­τει­α. Δι­ό­τι τὸ μὲν λά­δι πα­χαί­νει τὸν ἀ­θλη­τή, ἢ δὲ νη­στεί­α ἰ­σχυ­ρο­ποι­εῖ τὸν ἀ­σκη­τὴ τῆς εὐ­σε­βεί­ας. Ὥ­στε ὅ­σον ἀ­φαι­ρεῖς ἀ­πὸ τὴν σάρ­κα, τό­σον θὰ κά­μεις νὰ ἀ­πα­στρά­πτει ἡ ψυ­χὴ ἀ­πὸ τὴν πνευ­μα­τι­κὴ λαμ­πρό­τη­τα. Δι­ό­τι ὄ­χι μὲ σω­μα­τι­κὲς δυ­νά­μεις, ἀλ­λὰ μὲ τὴν καρ­τε­ρί­α τῆς ψυ­χῆς καὶ τὴν ὑ­πο­μο­νὴ στὶς θλί­ψεις ἐ­πι­τυγ­χά­νε­ται ἡ κυ­ρι­αρ­χί­α πρὸς τὶς ἀ­ό­ρα­τες δυ­νά­μεις.

Για­τί ἡ νη­στεί­α εἶ­ναι ὠ­φέ­λι­μη.
2.   Ἡ νη­στεί­α μὲν λοι­πὸν εἶ­ναι ὠ­φέ­λι­μη γιὰ ὅ­λο τὸν χρό­νο, γιὰ αὐ­τοὺς ποὺ τὴν προ­τι­μοῦν (δι­ό­τι οὔ­τε ἡ δαι­μο­νι­κὴ ἐ­πή­ρει­α δὲν ἀ­πο­θρα­σύ­νε­ται κα­τὰ τοῦ νη­στευ­τῆ, καὶ οἱ φύ­λα­κες τῆς ζω­ῆς μᾶς ἄγ­γε­λοι μὲ πε­ρισ­σό­τε­ρη προ­θυ­μί­α πα­ρα­μέ­νουν στοὺς κα­θα­ρι­σμέ­νους στὴν ψυ­χὴ ἀ­πὸ τὴ νη­στεί­α)· πο­λὺ δὲ πε­ρισ­σό­τε­ρο τώ­ρα, ὁ­πό­τε σὲ ὅ­λη τὴν οἰ­κου­μέ­νη δι­α­δί­δε­ται τὸ κή­ρυγ­μα. Καὶ οὔ­τε κά­ποιο νη­σί, οὔ­τε ἤ­πει­ρος, οὔ­τε πό­λη, οὔ­τε ἔ­θνος, οὔ­τε ἄ­κρη τῆς γῆς, ὑ­πάρ­χει ποὺ νὰ μὴν ἀ­κού­ε­ται τὸ κή­ρυγ­μα. Ἀλ­λὰ καὶ τὰ στρα­τό­πε­δα καὶ οἱ ὁ­δοι­πό­ροι καὶ o­ι ναῦ­τες καὶ οἱ ἔμ­πο­ροι, ὅ­λοι ὁ­μοί­ως καὶ ἀ­κού­ουν τὴν δι­δα­σκα­λί­α καὶ μὲ χα­ρὰ τὴν ὑ­πο­δέ­χον­ται. Ὥ­στε κα­νεὶς νὰ μὴν ἑ­ξαι­ρέ­σει τὸν ἑ­αυ­τό του ἀ­πὸ τὸν κα­τά­λο­γο τῶν νη­στευ­τῶν, σ'αὐ­τὸν συμ­πε­ρι­λαμ­βά­νον­ται ὅ­λα τα γέ­νη καὶ κά­θε ἡ­λι­κί­α καὶ ὅ­λες οἱ δι­α­φο­ρὲς τῶν ἀ­ξι­ω­μά­των. Ἄγ­γε­λοι εἶ­ναι ποὺ ἀ­πο­γρά­φουν σὲ κά­θε ἐκ­κλη­σί­α τοὺς νη­στευ­τές. Πρό­σε­χε μὴ στε­ρη­θεῖς γιὰ τὴν μι­κρὴ ἡ­δο­νὴ τῶν φα­γη­τῶν τὴν ἀ­πο­γρα­φὴ τοῦ ἀγ­γέ­λου, ὑ­πό­δι­κο δὲ κά­νεις τὸν ἑ­αυ­τό σου στὸ στρα­το­λό­γο, γιὰ δί­κη ἐ­πὶ λι­πο­τα­ξί­α. Μι­κρό­τε­ρος εἶ­ναι ὁ κίν­δυ­νος κά­ποιου ποὺ πέ­τα­ξε τὴν ἀ­σπί­δα στὴν μά­χη νὰ τι­μω­ρη­θεῖ πα­ρὰ νὰ φα­νεῖ ὅ­τι ἀ­πορ­ρί­πτει τὸ με­γά­λο ὅ­πλο τῆς νη­στεί­ας. Εἶ­σαι πλού­σι­ος; Μὴν βρί­ζεις τὴ νη­στεί­α, ἀ­πα­ξι­ώ­νον­τας νὰ τὴν κά­νεις ὁ­μο­τρά­πε­ζο· μή­τε νὰ τὴν ἀ­πο­πέμ­ψεις ἀ­πὸ τὸ σπί­τι σου ἀ­τι­μα­σμέ­νη ἀ­πὸ τὴν ἡ­δο­νή, γιὰ νὰ μὴν σὲ κα­ταγ­γεί­λη κά­πο­τε στὸ νο­μο­θέ­τη τῶν νη­στει­ῶν καὶ σοῦ ἐ­πι­φέ­ρει πολ­λα­πλά­σι­α τὴν στέ­ρη­ση ἀ­πὸ κα­τα­δί­κη, ἡ σω­μα­τι­κὴ ἀρ­ρώ­στια, ἢ κά­ποια ἄλ­λη δυ­σχε­ρῆ πε­ρί­στα­ση. O φτω­χὸς νὰ μὴν εἰ­ρω­νεύ­ε­ται τὴ νη­στεί­α, δι­ό­τι ἀ­πὸ πο­λὺ πα­λαι­ὰ τὴν ἔ­χει συγ­κά­τοι­κο καὶ ὁ­μο­τρά­πε­ζο. Στὶς γυ­ναῖ­κες δὲ ὅ­πως ἡ ἀ­να­πνο­ή, ἔ­τσι καὶ ἡ νη­στεί­α εἶ­ναι οἰ­κεί­α καὶ φυ­σι­ο­λο­γι­κή. Τὰ παι­διά, ὅ­πως τὰ θα­λε­ρὰ ἀ­πὸ τὰ φυ­τά, μὲ τὸ νε­ρὸ τῆς νη­στεί­ας ἂς πο­τί­ζον­ται. Στοὺς με­γα­λύ­τε­ρους ἐ­λα­φρώ­νει τὸν κό­πο ἡ πα­λαι­ὰ οἰ­κεί­ω­ση μὲ αὐ­τή· δι­ό­τι οἱ κό­ποι ποὺ ἔ­χουν ἐμ­πε­δω­θεῖ κα­τό­πιν μα­κρᾶς συ­νη­θεί­ας, δὲν προ­κα­λοῦν τό­σον πό­νο στοὺς γυ­μνα­σμέ­νους. Στοὺς ὁ­δοι­πό­ρους ἡ νη­στεί­α εἶ­ναι κα­λὸς συν­τα­ξι­διώ­της. Δι­ό­τι ὅ­πως ἀ­κρι­βῶς ἡ τρυ­φὴ τοὺς ἀ­ναγ­κά­ζει νὰ ση­κώ­νουν βά­ρη, κου­βα­λών­τας μα­ζί τους τὶς ἀ­πο­λαύ­σεις, ἔ­τσι ἡ νη­στεί­α τοὺς κά­νει ἐ­λα­φροὺς καὶ εὐ­κί­νη­τους. Ἔ­πει­τα, ὅ­ταν ἀ­ναγ­γελ­θεῖ ἐκ­στρα­τεί­α ἔ­ξω ἀ­πὸ τὰ ὅ­ρι­α τῆς χώ­ρας, τὰ ἀ­ναγ­καῖ­α, ὄ­χι ἐ­κεῖ­να ποὺ εἶ­ναι γιὰ τέρ­ψη, προ­μη­θεύ­ον­ται οἱ στρα­τι­ῶ­τες· ἐ­μεῖς δὲ ποὺ ἐ­ξερ­χό­μα­στε στὸν πό­λε­μο κα­τὰ τῶν ἀ­ο­ρά­των ἐ­χθρῶν καὶ με­τὰ τὴ νί­κη αὐ­τῶν τρέ­χου­με πρὸς τὴν οὐ­ρά­νι­ο πα­τρί­δα, δὲν θὰ ἁρ­μό­ζει πο­λὺ πε­ρισ­σό­τε­ρο, σὰν νὰ τρε­φό­μα­στε σὲ στρα­τό­πε­δο, νὰ ἀρ­κού­μα­στε σ' αὐ­τὰ τὰ ἀ­ναγ­καῖ­α;

Νὰ ἀ­θλεῖ­σαι σὰν κα­λὸς στρα­τι­ώ­της
τοῦ Κυ­ρί­ου ἠ­μῶν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ.
3.    Κα­κο­πά­θη­σε σὰν κα­λὸς στρα­τι­ώ­της καὶ ἄ­θλη­σε νό­μι­μα, γιὰ νὰ στε­φα­νω­θεῖς, γνω­ρί­ζον­τας ἐ­κεῖ­νο, ὅ­τι κά­θε ἀ­γω­νι­ζό­με­νος, πάν­το­τε ἐγ­κρα­τεύ­ε­ται (Β' Τι­μοθ. 2, 3-5· Α' Κο­ρινθ. 9, 25). Αὐ­τὸ ποὺ ᾖλ­θε στὸ νοῦ μου τώ­ρα ποὺ μι­λῶ, ἀ­ξί­ζει νὰ μὴν τὸ πα­ρα­βλέ­ψου­με· ὅ­τι δη­λα­δὴ στοὺς κο­σμι­κούς μας στρα­τι­ῶ­τες ἀ­νά­λο­γα μὲ τοὺς κό­πους αὐ­ξά­νε­ται τὸ συσ­σί­τι­ο, στοὺς πνευ­μα­τι­κοὺς δὲ ὁ­πλῖ­τες, αὐ­τὸς ποὺ ἔ­χει τὴν λι­γό­τε­ρη τρο­φὴ ἔ­χει τὸ με­γα­λύ­τε­ρο ἀ­ξί­ω­μα. Δι­ό­τι ὅ­πως ἡ πε­ρι­κε­φα­λαί­ά μας δι­α­φέ­ρει κα­τὰ τὴν φύ­ση πρὸς τὴν φθαρ­τή, δι­ό­τι ἡ ὕ­λη αὐ­τῆς εἶ­ναι ὁ χαλ­κός, ἡ δὲ ἄλ­λη ἔ­χει συ­στα­θεῖ ἀ­πὸ τὴν ἐλ­πί­δα τῆς σω­τη­ρί­ας (Ἃ' Θέσσ. 5, 8)· καὶ ἡ ἀ­σπί­δα σ'ἐ­κεί­νους μὲν ἔ­χει κα­τα­σκευ­α­σθεῖ ἀ­πὸ ξύ­λο καὶ δέρ­μα, σὲ μᾶς δὲ εἶ­ναι τὸ δό­ρυ τῆς πί­στε­ως, καὶ ἐ­μεῖς μὲν ἔ­χου­με πε­ρι­φρα­χθεῖ μὲ τὸν θώ­ρα­κα τῆς δι­και­ο­σύ­νης, ἐ­κεῖ­νοι δὲ πε­ρι­τυ­λί­γουν κά­ποιον ἁ­λυ­σι­δω­τὸ χι­τῶ­να, καὶ γιὰ μᾶς μὲν μά­χαι­ρα πρὸς τὴν ἄ­μυ­να εἶ­ναι αὐ­τὴ τοῦ ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος (Ἐ­φεσ. 6, 16-17), οἱ δὲ προ­βάλ­λουν τὴν σι­δε­ρέ­νια, ἔ­τσι εἶ­ναι φα­νε­ρὸ ὅ­τι οἱ ἴ­διες τρο­φὲς δὲν δυ­να­μώ­νουν καὶ τοὺς δύ­ο· ἀλλ' ἐ­μᾶς μὲν τὰ δόγ­μα­τα τῆς εὐ­σε­βεί­ας μᾶς δυ­να­μώ­νουν, σ'ἐ­κεί­νους δὲ τὸ γέ­μι­σμα τῆς κοι­λιᾶς εἶ­ναι ἀ­ναγ­καῖ­ο. Ἐ­πει­δὴ λοι­πὸν ὁ χρό­νος ποὺ γυ­ρί­ζει μᾶς ἔ­φε­ρε τὶς πο­λυ­πό­θη­τες αὐ­τὲς ἡ­μέ­ρες, σὰν πα­λαι­ὲς τρο­φούς, χα­ρού­με­νo­ι ἂς τὶς ὑ­πο­δε­χθοῦ­με· μὲ αὐ­τὲς ἡ Ἐκ­κλη­σί­α μᾶς ἀ­νέ­θρε­ψε στὴν εὐ­σέ­βει­α. Προ­κει­μέ­νου λοι­πὸν νὰ νη­στεύ­σεις  μὴ  σκυ­θρω­πά­σεις  φα­ρι­σα­ϊ­κῶς,  ἀλλ' εὐ­αγ­γε­λι­κῶς λάμ­πρυ­νε τὸν ἑ­αυ­τό σου (Ματθ. 6, 16- 17)· δη­λα­δὴ νὰ μὴν πεν­θεῖς γιὰ τὴν στέ­ρη­ση τῆς κοι­λιᾶς, ἀλ­λὰ νὰ χαί­ρε­σαι ὁ­λό­ψυ­χα τὶς πνευ­μα­τι­κὲς ἀ­πο­λαύ­σεις. Δι­ό­τι γνω­ρί­ζεις ὅ­τι «ἡ σάρ­κα ἐ­πι­θυ­μεῖ ἐ­ναν­τί­ον τοῦ πνεύ­μα­τος, τὸ δὲ πνεῦ­μα ἐ­ναν­τί­ον τῆς σάρ­κας» (Γαλ. 5, 17). Ἐ­πει­δὴ λοι­πὸν αὐ­τὰ ἀν­τι­τί­θεν­ται με­τα­ξύ τους, ἂς μει­ώ­σου­με τὴν ἀ­δυ­να­μί­α τῆς σάρ­κας, ἂς αὐ­ξή­σου­με δὲ τὴν δύ­να­μη τῶν ψυ­χῶν, ὥ­στε μὲ τὴ νη­στεί­α ἀ­φοῦ λά­βου­με τὰ νι­κη­τή­ρι­α κα­τὰ τῶν πα­θῶν, νὰ φο­ρέ­σου­με καὶ τὰ στε­φά­νια τῆς ἐγ­κρά­τει­ας.

Ἡ νη­στεί­α χω­ρὶς οἰ­νο­πο­σί­α, χω­ρὶς μέ­θη.
Γι'αὐ­τὸ στὶς ἡ­μέ­ρες τῆς νη­στεί­ας δὲν ἐ­πι­τρέ­πε­ται ἡ κα­τά­λυ­ση«o­ί­νo­υ καὶ ἐ­λαί­ου». Δι­ό­τι ἡ νη­στεί­α μὲ κρα­σί, εἶ­ναι νη­στεί­α κί­βδη­λος.
Τί εἶ­ναι ἡ μέ­θη.
4. Ἐμ­πρός, κά­με λοι­πὸν τὸν ἑ­αυ­τό σου ἄ­ξι­ο γιὰ τὴν τό­σο σε­μνὴ νη­στεί­α·  μὴ δι­α­φθεί­ρεις μὲ τὴν ση­με­ρι­νὴ μέ­θη τὴν αὐ­ρι­α­νὴ ἐγ­κρά­τει­α. Κα­κὸς ὁ συλ­λο­γι­σμός, πο­νη­ρὴ ἡ σκέ­ψη· ἐ­πει­δὴ μᾶς ἔ­χει προ­αγ­γελ­θεῖ, πέν­τε ἡ­με­ρῶν νη­στεί­α, σή­με­ρα ἂς βυ­θι­στοῦ­με στὴ μέ­θη. Κα­νείς, ἐ­νῷ πρό­κει­ται νὰ νυμ­φευ­θεῖ γυ­ναῖ­κα σε­μνὴ σύμ­φω­να μὲ τοὺς νό­μους τοῦ γά­μου, δὲν βά­ζει στὸ σπί­τι τοῦ προ­η­γου­μέ­νως παλ­λα­κί­δες καὶ πόρ­νες. Δι­ό­τι ἡ νό­μι­μος σύ­ζυ­γος δὲν ἀ­νέ­χε­ται τὴν συ­νοί­κη­ση μὲ τὶς δι­ε­φθαρ­μέ­νες. Μὴ λοι­πὸν καὶ σύ, ἐ­νῷ ἀ­να­μέ­νε­ται νη­στεί­α, ὁ­δη­γεῖς πρῶ­τα τὴν μέ­θη, τὴν δη­μό­σι­α πόρ­νη, τὴν μη­τέ­ρα τῆς ἀ­ναι­σχυν­τί­ας, τὴν φί­λη του γέ­λω­τα, τὴν μα­νι­α­κή, τὴν εὔ­κο­λη σὲ κά­θε ἰ­δέ­α ἀ­σχη­μο­σύ­νης. Δὲν θὰ μπεῖ ἡ νη­στεί­α καὶ ἡ προ­σευ­χὴ σὲ ψυ­χὴ ποὺ λε­ρώ­θη­κε ἀ­πὸ τὴν μέ­θη. Τὸν νη­στευ­τὴ μέ­σα στὶς ἱ­ε­ρὲς αὐ­λὲς προσ­δέ­χε­ται ὁ Κύ­ρι­ος, τὸν μέ­θυ­σο σὰν ἀ­κά­θαρ­το καὶ ἀ­νί­ε­ρο δὲν τὸν δέ­χε­ται. Δι­ό­τι ἐ­ὰν ἔλ­θεις αὔ­ρι­ο μυ­ρί­ζον­τας κρα­σὶ καὶ μά­λι­στα χω­νε­μέ­νο, πῶς θὰ ὑ­πο­λο­γί­σω τὴν κραι­πά­λη σου ὡς νη­στεί­α; Ὅ­τι δη­λα­δὴ πρό­σφα­τα δὲν κα­τα­νά­λω­σες πο­λὺ κρα­σί, τοῦ­το νὰ μὴν τὸ λο­γα­ριά­ζεις, ἀλ­λὰ ὅ­τι δὲν εἶ­σαι κα­θα­ρὸς ἀ­πὸ κρα­σί. Ποῦ νὰ σὲ κα­τα­τά­ξω; Στοὺς μέ­θυ­σους ἢ στοὺς νη­στευ­τές; H πε­ρα­σμέ­νη μέ­θη σύ­ρει πρὸς τὸν ἑ­αυ­τό της· ἡ πα­ροῦ­σα στέ­ρη­ση ἐ­πι­βε­βαι­ώ­νει τὴ νη­στεί­α. Ὑ­πο­κεί­με­νος εἶ­σαι στὴ μέ­θη, ὅ­πως ἀ­κρι­βῶς ὁ δοῦ­λος, καὶ δι­καί­ως δὲν θὰ σοῦ ἀ­πο­μα­κρυν­θεῖ, δι­ό­τι μὲ τὸ νὰ πα­ρα­μεί­νει ἡ μυ­ρω­διὰ τοῦ οἴ­νου (στὸ στό­μα) ὅ­πως ἀ­κρι­βῶς στὸ ἀγ­γεῖ­ο, πα­ρέ­χει σα­φεῖς ἀ­πο­δεί­ξεις τῆς δου­λεί­ας. Εὐ­θὺς ἀ­μέ­σως ἡ πρώ­τη ἡ­μέ­ρα τῶν νη­στει­ῶν θὰ σοῦ εἶ­ναι ἄ­κυ­ρη, δι­ό­τι μέ­σα σου μέ­νουν τὰ ὑ­πό­λοι­πά της μέ­θης. Αὐ­τῶν δὲ ποὺ ἡ ἀρ­χὴ εἶ­ναι ἄ­κυ­ρη, καὶ τὸ ὅ­λο εἶ­ναι φα­νε­ρὸ ὅ­τι εἶ­ναι ἀ­πό­βλη­το. «Οἱ μέ­θυ­σοι δὲν θὰ κλη­ρο­νο­μή­σουν τὴν βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ» (Ἃ' Κο­ρινθ. 6, 10). Ἐ­ὰν ἔρ­χε­σαι με­θυ­σμέ­νος στὴ νη­στεί­α, ποιὸ εἶ­ναι τὸ ὄ­φε­λός σου; Δι­ό­τι ἐ­ὰν σὲ ἀ­πο­κλεί­ει ἡ μέ­θη ἀ­πὸ τὴν βα­σι­λεί­α, ποῦ σου εἶ­ναι λοι­πὸν χρή­σι­μη ἡ νη­στεί­α; Δὲν βλέ­πεις ὅ­τι καὶ οἱ πι­ὸ ἔμ­πει­ροι που­λα­ρο­δα­μα­στές, ἐ­νῷ πε­ρι­μέ­νουν τοὺς ἀ­γῶ­νες, μὲ τὴν δί­αι­τα προ­ε­τοι­μά­ζουν τὰ ἄ­λο­γα ποῦ θ' ἀ­γω­νι­στοῦν; Σὺ δὲ ἐ­ξε­πί­τη­δες κα­τα­πι­έ­ζεις τὸν ἑ­αυ­τό σου μὲ τὸν χορ­τα­σμό· τό­σο πο­λὺ ξε­περ­νᾶς καὶ τὰ ἄ­λο­γα στὴν γα­στρι­μαρ­γί­α. Ἡ κοι­λιὰ ὅ­μως βα­ρυ­φορ­τω­μέ­νη ὄ­χι μό­νον γιὰ τὸν δρό­μο, ἀλ­λὰ οὔ­τε καὶ γιὰ τὸν ὕ­πνο εἶ­ναι κα­τάλ­λη­λη· δι­ό­τι κα­τα­πι­ε­ζό­με­νη, ἀ­πὸ τὸ βά­ρος, δὲν μπο­ρεῖ νὰ ἠ­ρε­μή­σει, ἀλλ' ἀ­ναγ­κά­ζε­ται πολ­λὲς φο­ρὲς νὰ γυ­ρί­ζει πό­τε ἀ­πὸ τὴν μί­α καὶ πό­τε ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη πλευ­ρὰ

Τὰ εὐ­ερ­γε­τι­κὰ ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα τῆς νη­στεί­ας.
5.    Ἡ νη­στεί­α προ­φυ­λάσ­σει τὰ νή­πι­α, σω­φρο­νί­ζει τὸ νέ­ο, κά­νει σε­βα­στὸ τὸν γέ­ρον­τα, δι­ό­τι τὰ γε­ρά­μα­τα εἶ­ναι πι­ὸ σε­βα­στὰ ὅ­ταν στο­λί­ζον­ται μὲ τὴ νη­στεί­α. Γιὰ τὶς γυ­ναῖ­κες στο­λί­δι ται­ρια­στό, χα­λι­νά­ρι τῶν ἀκ­μαί­ων, φυ­λα­κτή­ρι­ο τῆς συ­ζυ­γι­κῆς ζω­ῆς, τρο­φὸς τῆς παρ­θε­νί­ας. Τέ­τοιες μὲν εἶ­ναι οἱ φρον­τί­δες αὐ­τῆς γιὰ κά­θε σπί­τι. Πῶς δὲ πο­λι­τεύ­ε­ται στὴ δη­μό­σι­α ζω­ή μας; Μὲ μιᾶς ὅ­λη τὴν πό­λη καὶ ὅ­λο τὸν λα­ὸ βά­ζει σὲ τά­ξη, κοι­μί­ζει τὴν κραυ­γή, ἐ­ξο­ρί­ζει τὴν μά­χη, κα­τα­σι­γά­ζει τὴν ὕ­βρη. Ποιοῦ δι­δα­σκά­λου ἡ πα­ρου­σί­α ἀ­πο­κα­θι­στᾶ ἔ­τσι δι­ὰ μιᾶς τὸν θό­ρυ­βο τῶν παι­διῶν, ὅ­πως ἡ νη­στεί­α στα­μα­τᾶ τὴν τα­ρα­χὴ τῆς πό­λε­ως ὅ­ταν ἐμ­φα­νι­σθεῖ; Ποιὸς κω­μῳ­δο­ποι­ὸς στὴ νη­στεί­α ἐ­προ­χώ­ρη­σε; Ποιὸς ἀ­κό­λα­στος χο­ρὸς προ­ῆλ­θε ἀ­πὸ τὴ νη­στεί­α; Τρυ­φε­ρὰ γέ­λια καὶ πορ­νι­κά, τρα­γού­δια καὶ ἔ­ξαλ­λοι χο­ροὶ ἀ­μέ­σως ἀ­πὸ τὴν πό­λη ἀ­πο­μα­κρύ­νον­ται, σὰν νὰ ἔ­χουν φυ­γα­δευ­θεῖ ἀ­πὸ κά­ποιο αὐ­στη­ρὸ δι­κα­στή, τὴ νη­στεί­α.

Ἡ νη­στεί­α εἶ­ναι ἡ βά­ση τῆς εἰ­ρή­νης τοῦ κό­σμου.
Ἐ­ὰν δὲ ὅ­λοι αὐ­τὴν ἐ­δέ­χον­το ὡς σύμ­βου­λο γιὰ αὐ­τά, ποὺ πρέ­πει νὰ πράτ­του­με, τί­πο­τε δὲν θὰ ἐμ­πό­δι­ζε νὰ εἶ­ναι ἄ­κρα εἰ­ρή­νη σὲ ὁ­λό­κλη­ρη τὴν οἰ­κου­μέ­νη· οὔ­τε τὰ ἔ­θνη θὰ ἐ­πα­να­στα­τοῦ­σαν με­τα­ξύ τους, οὔ­τε τὰ στρα­τεύ­μα­τα θὰ ἔρ­χον­ταν σὲ σύρ­ρα­ξη. Δὲν θὰ κα­τα­σκευ­ά­ζον­ταν ὅ­πλα, ἐ­ὰν ἐ­πι­κρα­τοῦ­σε ἡ νη­στεί­α, δὲν θὰ ἐ­γί­νον­ταν δι­κα­στή­ρι­α, οὔ­τε θὰ ἐ­φυ­λα­κί­ζον­ταν με­ρι­κοί, οὔ­τε γε­νι­κῶς θὰ φι­λο­ξε­νοῦ­σαν o­ι ἐ­ρη­μιὲς κα­κο­ποι­ούς, ἢ οἱ πό­λεις τοὺς συ­κο­φάν­τες, ἢ ἡ θά­λασ­σα τοὺς πει­ρα­τές. Ἐ­ὰν ὅ­λοι ἦ­ταν μα­θη­τὲς τῆς νη­στεί­ας, δὲν θὰ εἶ­χε ἀ­κου­σθεῖ κα­θό­λου, κα­τὰ τὸν λό­γο τοῦ Ἰ­ὼβ (Ἰ­ὼβ 3, 18), φω­νὴ εἰ­σπρά­κτο­ρα τῶν φό­ρων, οὔ­τε θὰ ἦ­ταν τό­σον πο­λυ­στέ­να­κτη ἡ ζω­ή μας καὶ γε­μά­τη ἀ­πὸ κα­τή­φει­α, ἐ­ὰν ἡ νη­στεί­α κυ­ρι­αρ­χοῦ­σε στὴ ζω­ή μας. Δι­ό­τι εἶ­ναι φα­νε­ρὸ ὅ­τι θὰ ἐ­δί­δα­σκε σὲ ὅ­λους ὄ­χι μό­νον τὴν ἐγ­κρά­τει­α ἀ­πὸ τὰ φα­γη­τά, ἀλ­λὰ καὶ τῆς φι­λαρ­γυ­ρί­ας καὶ πλε­ο­νε­ξί­ας καὶ κά­θε κα­κί­ας τὴν ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κὴ ἀ­πο­στρο­φὴ καὶ ἀ­πο­ξέ­νω­ση. Ἐ­ὰν αὐ­τὰ εἶ­χαν ἀ­πο­βλη­θεῖ, τί­πο­τε δὲν θὰ ἐμ­πό­δι­ζε μὲ βα­θει­ὰ εἰ­ρή­νη καὶ ἀ­τα­ρα­ξί­α ψυ­χῶν τὴν ζω­ή μας νὰ πε­ρά­σου­με.
6.    Τώ­ρα ὅ­μως o­ι μὲν ἀ­πορ­ρί­πτον­τες τὴ νη­στεί­α, τὴν τρυ­φὴ δὲ ὡς εὐ­τυ­χί­α τῆς ζω­ῆς ἐ­πι­δι­ώ­κον­τες, καὶ τὴν με­γά­λη ἐ­κεί­νη ἀ­φθο­νί­α τῶν κα­κῶν ἔ­φε­ραν καὶ τὰ σώ­μα­τά τους ἐ­πὶ πλέ­ον δι­α­φθεί­ρουν. Πα­ρα­τή­ρη­σε, πα­ρα­κα­λῶ, τὴν δι­α­φο­ρὰ τῶν προ­σώ­πων, καὶ αὐ­τῶν ποὺ θὰ σοῦ φα­νοῦν κα­τὰ τὸ βρά­δυ καὶ τῶν αὐ­ρι­α­νῶν. Σή­με­ρα πρη­σμέ­να, κα­τα­κόκ­κι­να, ὑ­γρὰ ἀ­πὸ λε­πτὸ ἱ­δρῶ­τα, μά­τια ὁ­λο­ϋ­γρα, αὐ­θά­δη, στε­ρη­μέ­να τὴν ἀ­κρί­βει­α τῆς ὁ­ρά­σε­ως ἀ­πὸ τὴν ἐ­σω­τε­ρι­κὴ συ­σκό­τι­ση, αὔ­ρι­ο δὲ ντρο­πα­λά, σε­μνά, μὲ φυ­σι­κὸ χρῶ­μα, γε­μά­τα πε­ρί­σκε­ψη καὶ μὲ κά­θε ἀ­κρί­βει­α αἰ­σθή­σε­ως, ἀ­φοῦ καμ­μι­ὰ ἐ­σω­τε­ρι­κὴ αἰ­τί­α δὲν  ἐ­πι­σκο­τί­ζει  τὶς  φυ­σι­κὲς  ἐ­νέρ­γει­ες.

Τί εἶ­ναι ἡ νη­στεί­α.
Ἡ νη­στεί­α, εἶ­ναι ἡ ὁ­μοί­ω­ση τῶν Ἀγ­γέ­λων, ἡ συγ­κά­τοι­κος τῶν δι­καί­ων, ἡ ἐγ­κρά­τει­α τῆς ζω­ῆς. Αὐ­τὴ τὸν Μω­ϋ­σῆ ἔ­κα­με νο­μο­θέ­τη· ὁ Σα­μου­ὴλ εἶ­ναι καρ­πὸς τῆς νη­στεί­ας. Ἀ­φοῦ ἐ­νή­στευ­σε ἡ  Ἄν­να προ­σευ­χή­θη­κε στὸν Θε­ό· «Κύ­ρι­ε, Κύ­ρι­ε, Θε­ὲ τῶν Δυ­νά­με­ων, ἐ­ὰν πράγ­μα­τι εἰ­σα­κού­σεις τὴν δού­λη σου καὶ μοῦ δώ­σεις τέ­κνο ἀρ­σε­νι­κό, θὰ σοῦ τὸ ἀ­φι­ε­ρώ­σω ἐ­νώ­πι­όν σου» (Ἃ' Βα­σιλ. 1, 11). «Δὲν θὰ πιεῖ o­ί­νο καὶ σί­κε­ρα ἕ­ως τὴν ἡ­μέ­ρα τοῦ θα­νά­του» (Κρίτ.13, 14). Αὐ­τὴ ἀ­νέ­θρε­ψε τὸν με­γά­λο Σαμ­ψῶν, καὶ ἕ­ως τό­τε ποὺ ἐ­συν­τρό­φευ­ε τὸν ἄν­δρα, κα­τὰ χι­λιά­δες ἐ­φο­νεύ­ον­ταν οἱ ἐ­χθροί, καὶ κα­τα­κρη­μνί­ζον­ταν οἱ πύ­λες τῶν πό­λε­ων, καὶ τὰ λιον­τά­ρια δὲν ἄν­τε­χαν τὴν δύ­να­μη τῶν χε­ριῶν τοῦ (Κρίτ.14, 6· 15, 16· 16, 3).

Ἡ ἄρ­νη­ση τῆς νη­στεί­ας, δι­ά­λυ­ση τοῦ ἀν­θρώ­που.
Ὅ­ταν δὲ τὸν κα­τέ­λα­βε ἡ πορ­νεί­α καὶ ἡ μέ­θη, αἰχ­μα­λω­τί­σθη­κε  ἀ­πὸ  τοὺς  ἐ­χθρούς του, καὶ ἀ­φοῦ τὸν τύ­φλω­σαν ἔ­γι­νε παι­χνί­δι στοὺς δού­λους τῶν ἀλ­λο­φύ­λων. Ἀ­φοῦ ἐ­νή­στευ­σε ὁ Ἠ­λί­ας ἐ­στα­μά­τη­σε τὸν οὐ­ρα­νὸ ἐ­πὶ τρί­α χρό­νι­α καὶ ἕ­ξι μῆ­νες γιὰ νὰ μὴ βρέ­ξει (Γ' Βα­σιλ.17, 1). Ἐ­πει­δὴ δη­λα­δὴ εἶ­δε ὅ­τι ἀ­πὸ τὸν χορ­τα­σμὸ πολ­λα­πλα­σι­ά­ζε­ται ἡ ὕ­βρη, ἀ­ναγ­κα­στι­κὰ ἔ­φε­ρε σ'αὐ­τοὺς τὴν ἀ­κού­σι­α νη­στεί­α τῆς πεί­νας. Μὲ αὐ­τὴν στα­μά­τη­σε τὴν ἁ­μαρ­τί­α τους ποὺ ξε­χυ­νό­ταν ἤ­δη χω­ρὶς μέ­τρο, καὶ σὰν μὲ κά­ποιο καυ­τε­ρὸ σί­δε­ρο ἢ μὲ μα­χαῖ­ρι, δι­έ­κο­ψε μὲ τὴ νη­στεί­α τὴν ἐ­πὶ πλέ­ον πρό­ο­δο τοῦ κα­κοῦ.  
7.    Δε­χθεῖ­τε αὐ­τήν, οἱ φτω­χοί, τὴν συγ­κά­τοι­κό σας καὶ ὁ­μο­τρά­πε­ζο. Οἱ δοῦ­λοι, τὴν ἀ­νά­παυ­ση ἀ­πὸ τοὺς συ­νε­χεῖς κα­μά­τους τῆς ὑ­πη­ρε­σί­ας. Οἱ πλού­σι­οι, αὐ­τὴν ποὺ σᾶς για­τρεύ­ει ἀ­πὸ τὴν βλά­βη τοῦ χορ­τα­σμοῦ καὶ μὲ τὴν με­τα­βο­λὴ κά­νει πι­ὸ τερ­πνὰ αὐ­τὰ ποὺ ἀ­πὸ τὴν συ­νή­θει­α πε­ρι­φρο­νοῦν­ται. Οἱ ἄρ­ρω­στοι, τὴν μη­τέ­ρα τῆς ὑ­γεί­ας. Οἱ ὑ­γι­εῖς, τὸ φυ­λα­κτή­ρι­ο τῆς ὑ­γεί­ας. Ρώ­τη­σε τοὺς ἰ­α­τροὺς καὶ θὰ σοῦ ἀ­παν­τή­σουν, ὅ­τι τὸ πε­ρισ­σό­τε­ρο σφα­λε­ρὸ ἀ­πὸ ὅ­λα εἶ­ναι ἡ ἄ­κρα πα­χυ­σαρ­κί­α. Γιὰ τοῦ­το οἱ πι­ὸ ἔμ­πει­ροι μὲ τὴ νη­στεί­α ἀ­φαι­ροῦν τὸ πλε­ο­νά­ζον πά­χος, ὥ­στε νὰ μὴν συν­τρι­βεῖ ἡ δύ­να­μη μὲ τὸ βά­ρος τῆς πα­χυ­σαρ­κί­ας. Δι­ό­τι ἐ­ξε­πί­τη­δες ἀ­φοῦ μὲ τὴν στέ­ρη­ση ἐ­ξα­φα­νί­σουν τὴν ἀ­με­τρί­α τοῦ πά­χους, προ­ε­τοι­μά­ζουν στὴν θρε­πτι­κὴ δύ­να­μη κά­ποια ἄ­νε­ση καὶ ἀ­να­τρο­φὴ καὶ ἀρ­χὴ γιὰ δεύ­τε­ρη αὔ­ξη­ση. Ἔ­τσι σὲ κά­θε ἔρ­γο καὶ σὲ κά­θε σω­μα­τι­κὴ ἰ­δι­ο­συγ­κρα­σί­α βρί­σκε­ται ἡ ὠ­φέ­λει­α τῆς νη­στεί­ας καὶ σὲ ὅ­λα ὁ­μοί­ως ἁρ­μό­ζει, στὰ σπί­τια, στὶς ἀ­γο­ρές, στὶς νύ­κτες, στὶς ἡ­μέ­ρες, στὶς πό­λεις, στὶς ἐ­ρη­μιές. Αὐ­τὴν λοι­πὸν ποὺ μὲ τό­σα μέ­σα χα­ρί­ζει σὲ μᾶς τὸ κα­λό, ἂς ὑ­πο­δε­χθοῦ­με μὲ χα­ρά, κα­τὰ τὸν λό­γο τοῦ Κυ­ρί­ου, χω­ρὶς νὰ εἴ­μα­στε κα­τη­φεῖς, ὅ­πως οἱ ὑ­πο­κρι­τές, ἀλ­λὰ τὸ χα­ρω­πό της ψυ­χῆς χω­ρὶς προ­σποί­η­ση νὰ δεί­χνου­με (Ματθ.6, 16-17). Καὶ δὲν νο­μί­ζω ὅ­τι χρει­ά­ζε­ται τό­σον ἀ­γῶ­να ἡ προ­τρο­πὴ γιὰ τὴ νη­στεί­α, ὅ­σον τὸ νὰ μὴν πε­ρι­πέ­σει σή­με­ρα κά­ποιος στὰ κα­κά της μέ­θης. Δι­ό­τι τὴ μὲν νη­στεί­α καὶ γιὰ τὴν συ­νή­θει­α καὶ γιὰ τὴν με­τα­ξὺ μας ντρο­πή, o­ι πολ­λοὶ τὴν ἀ­πο­δέ­χον­ται. Φο­βοῦ­μαι δὲ τὴ μέ­θη, πού, σὰν πα­τρι­κὴ κλη­ρο­νο­μι­ά, οἱ φί­λοι του οἴ­νου τὴν δι­α­σῴ­ζουν.

Ὄ­χι νη­στεί­α μὲ τὴν μέ­θη.
Ὅ­πως δη­λα­δὴ αὐ­τοὶ ποὺ κά­νουν μα­κρι­νὰ τα­ξί­δια, ἔ­τσι καὶ με­ρι­κοὶ ἀ­νό­η­τοι σή­με­ρα πί­νουν οἶ­νο σὲ ἀν­τάλ­λαγ­μα τῶν πέν­τε ἡ­με­ρῶν τῆς νη­στεί­ας· ποιὸς εἶ­ναι τό­σον ἀ­νό­η­τος, ὥ­στε προ­τοῦ ἀρ­χί­σει νὰ πί­νει, νὰ κά­νει τὶς τρέλ­λες τῶν με­θυ­σμέ­νων; Δὲν γνω­ρί­ζεις ὅ­τι ἡ κοι­λιὰ δὲν κά­νει ἀ­πο­τα­μί­ευ­ση; Ἡ κοι­λιὰ εἶ­ναι ὁ πι­ὸ ἄ­πι­στος με­σί­της. Εἶ­ναι τα­μεῖ­ο ἀ­φύ­λα­κτο, δι­ό­τι, ὅ­ταν μπαί­νουν πολ­λά, τὴ μὲν βλά­βη δι­α­τη­ρεῖ, τὰ φα­γη­τὰ ὅ­μως δὲν δι­α­φυλ­λάτ­τει· πρό­σε­χε μὴ τυ­χὸν καὶ σὲ σέ­να, αὔ­ρι­ο ποὺ θὰ ἔλ­θεις ἀ­πὸ τὴν μέ­θη λε­χθοῦν αὐ­τὰ ποὺ τώ­ρα ἀ­να­γνώ­σθη­καν. «Δὲν δι­ά­λε­ξα αὐ­τὴ τὴ νη­στεί­α, λέ­γει ὁ Κύ­ρι­ος» (Ἡσ. 58, 5). Για­τί ἀ­να­μι­γνύ­εις τὰ ἄ­μι­κτα; Ποιὰ ἢ σχέ­ση τῆς νη­στεί­ας πρὸς τὴν μέ­θη; Ποιὰ εἶ­ναι ἡ σχέ­ση τῆς μέ­θης πρὸς τὴν ἐγ­κρά­τει­α; «Ποιὰ ἡ συμ­φω­νί­α με­τα­ξύ του να­οῦ τοῦ Θε­οῦ καὶ τῶν εἰ­δώ­λων;» (Β' Κο­ρινθ. 6, 16). Δι­ό­τι να­ὸς τοῦ Θε­οῦ μὲν εἶ­ναι αὐ­τοὶ στοὺς ὁ­ποί­ους κα­τοι­κεῖ τὸ Πνεῦ­μα τοῦ Θε­οῦ· να­ὸς δὲ εἰ­δώ­λων, εἶ­ναι αὐ­τοὶ ποὺ ὑ­πο­δέ­χον­ται μὲ τὴν μέ­θη τὸ πλῆ­θος τῆς ἀ­κο­λα­σί­ας. Ἡ ση­με­ρι­νὴ ἡ­μέ­ρα εἶ­ναι τὰ πρό­θυ­ρα τῶν νη­στει­ῶν. Αὐ­τὸς δὲ ποὺ ἔ­χει βε­βη­λω­θεῖ στὰ πρό­θυ­ρα βε­βαί­ως δὲν εἶ­ναι ἄ­ξι­ος νὰ εἰ­σέλ­θει στὰ ἅ­γι­α. Κα­νεὶς δοῦ­λος θέ­λον­τας νὰ ἐ­ξευ­με­νί­σει τὸν κύ­ρι­ό του, δὲν με­τα­χει­ρί­ζε­ται τὸν ἐ­χθρό του σὰν προ­στά­τη καὶ με­σί­τη.

Τὸ μυ­στή­ρι­ο τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Ἐ­ξο­μο­λο­γή­σε­ως στὴν Ἀρ­χαί­α Ἐκ­κλη­σί­α.
Ἡ μέ­θη εἶ­ναι ἔ­χθρα στὸ Θε­ό· ἡ νη­στεί­α δέ, ἀρ­χὴ τῆς με­τα­νοί­ας. Ἐ­ὰν λοι­πὸν θέ­λεις μὲ τὴν ἐ­ξο­μο­λό­γη­ση νὰ γυ­ρί­σεις στὸ Θε­ό, νὰ  ἀ­πο­φεύ­γεις τὴν μέ­θη, γιὰ νὰ μὴν σοῦ κά­μει δυ­σκο­λο­τε­ρη τὴν ἀ­πο­ξέ­νω­ση. Δὲν  ἀρ­κεῖ  βε­βαί­ως μό­νον ἡ ἀ­πο­χὴ ἀ­πὸ τὶς τρο­φές, γιὰ τὴν ἐ­παι­νε­τὴ νη­στεί­α, ἀλλ'ἂς νη­στεύ­σου­με νη­στεί­α δε­κτή, εὐ­ά­ρε­στη στὸ Θε­ό. Ἀ­λη­θι­νὴ νη­στεί­α εἶ­ναι ἡ ἀ­πο­ξέ­νω­ση ἀ­πὸ τὸ  κα­κό,    ἐγ­κρά­τει­α τῆς γλώσ­σας, ἡ ἀ­πο­χὴ ἀ­πὸ τὸ  θυ­μό,  ὁ χω­ρι­σμὸς ἀ­πὸ τὶς ἐ­πι­θυ­μί­ες, τὴν κα­τα­λα­λι­ά, τὸ ψεῦ­δος, τὴν ψευ­δορ­κί­α. H στέ­ρη­ση ἀ­πὸ αὐ­τὰ εἶ­ναι ἀ­λη­θι­νὴ νη­στεί­α. Μέ­σα σ' αὐ­τὰ λοι­πὸν ἡ νη­στεί­α εἶ­ναι ἀ­γα­θό.  

Ἡ πνευ­μα­τι­κὴ νη­στεί­α εἶ­ναι  ἡ ἔλ­λει­ψη τοῦ ὀρ­θο­δό­ξου λό­γου
ποῦ κά­νει τὴν ψυ­χὴ ἀ­τρο­φι­κὴ καὶ πα­γε­ρή.
8.    Ἂς ἐν­τρυ­φή­σου­με ἐν Κυ­ρί­ῳ, στὴν με­λέ­τη τῶν λό­γων τοῦ Πνεύ­μα­τος καὶ στὴν ἀ­πο­δο­χὴ τῶν σω­τη­ρί­ων νό­μων καὶ σὲ ὅ­λα τα δι­ορ­θω­τι­κὰ δι­δάγ­μα­τα τῶν ψυ­χῶν μας. Ἂς φυ­λα­χθοῦ­με λοι­πὸν ἀ­πὸ τὴν πνευ­μα­τι­κὴ νη­στεί­α πε­ρὶ τῆς ὁ­ποί­ας καὶ ὁ προ­φή­της ἀ­πεύ­χε­ται, λέ­γον­τας· «Δὲν θὰ θα­να­τώ­σει ὁ Κύ­ρι­ος μὲ τὴν πεῖ­να τὶς  ψυ­χὲς  τῶν  δι­καί­ων»  (Πα­ροιμ.10, 3). Καί το· «δὲν εἶ­δα δί­και­ο  ἐγ­κα­τα­λειμ­μέ­νο, οὔ­τε τοὺς ἀ­πο­γό­νους του νὰ ζη­τι­α­νεύ­ουν ψω­μὶ» (Ψάλμ. 36, 25). Δι­ό­τι ἀ­σφα­λῶς δὲν ἤ­θε­λε νὰ πεῖ γιὰ τοὺς αἰ­σθη­τοὺς ἄρ­τους αὐ­τὸς ποὺ γνώ­ρι­ζε ὅ­τι τὰ παι­διὰ τοῦ πα­τρι­άρ­χη Ἰ­α­κὼβ γιὰ τοὺς ἄρ­τους κα­τέ­βη­καν στὴν Αἴ­γυ­πτο, ἀλ­λὰ λέ­γει πε­ρὶ τῆς πνευ­μα­τι­κῆς τρο­φῆς, κα­τὰ τὴν ὁ­ποί­α ὁ ἐ­σω­τε­ρι­κὸς ἄν­θρω­πος γί­νε­ται τέ­λει­ος. Ἂς μὴν ἔλ­θει καὶ σὲ μᾶς ἡ νη­στεί­α ποὺ ἀ­πεί­λη­σε στοὺς Ἰ­ου­δαί­ους ὁ Θε­ός. «Δι­ό­τι ἰ­δοὺ ἔρ­χον­ται ἡ­μέ­ρες, λέ­γει ὁ Κύ­ρι­ος, καὶ θὰ ἐ­πι­φέ­ρω σ'αὐ­τὴ τὴν γῆ πεῖ­να, ὄ­χι πεῖ­να ἀ­πὸ ἄρ­το, οὔ­τε δί­ψα ἀ­πὸ νε­ρό, ἀλ­λὰ πεῖ­να ἀ­πὸ τοῦ νὰ ἀ­κού­σουν τὸν λό­γο τοῦ Κυ­ρί­ου» (Ἀ­μῶς 8, 11). Γιὰ τοῦ­το τὴν ἔ­φε­ρε o δί­και­ος κρι­τής, ἐ­πει­δὴ ἔ­βλε­πε τὸ  νοῦ  τους  νὰ  λι­μο­κτο­νεῖ στὴν ἀ­τρο­φί­α τῶν δογ­μά­των τῆς ἀ­λη­θεί­ας, τὸν δὲ ἐ­ξω­τε­ρι­κό τους ἄν­θρω­πο νὰ ὑ­περ­πα­χαί­νει καὶ νὰ γί­νε­ται ὅ­λος σάρ­κες. Ὅ­λες λοι­πὸν τὶς ἑ­πό­με­νες ἡ­μέ­ρες θὰ σᾶς προ­σφέ­ρει γεῦ­μα τὸ Πνεῦ­μα τὸ ἅ­γι­ον καὶ μὲ πρω­ϊ­νὲς καὶ ἑ­σπε­ρι­νὲς τέρ­ψεις. Κα­νεὶς ἂς μὴ λεί­ψει μὲ τὴν θέ­λη­σή του ἀ­πὸ τὴν πνευ­μα­τι­κὴ εὐ­ω­χί­α. Ὅ­λοι ἂς κοι­νω­νή­σου­με ἀ­πὸ τὸ νη­φά­λι­ο πο­τή­ρι­ο ποὺ ἡ σο­φί­α, ἀ­φοῦ ἀ­νέ­μι­ξε, μᾶς προ­σέ­φε­ρε ἐ­ξί­σου, γιὰ νὰ ἀν­τλή­σει ὁ κα­θέ­νας ὅ­σον μπο­ρεῖ. «Δι­ό­τι ἀ­νέ­μι­ξε τὸν οἶ­νο της, καὶ ἔ­σφα­ξε τὰ θύ­μα­τά της» (Πάρ. 9, 2). Δη­λα­δὴ τὴν τρο­φὴ τῶν τε­λεί­ων, «αὐ­τῶν ποὺ ἔ­χουν γυ­μνα­σμέ­να τὰ αἰ­σθη­τή­ρι­α λό­γω τῆς συ­νη­θεί­ας πρὸς δι­ά­κρι­ση τοῦ κα­λοῦ καὶ τοῦ κα­κοῦ» (Ἑ­βρ. 5, 14). Μὲ αὐ­τὰ πλού­σι­α ἀ­φοῦ χορ­τά­σου­με, εἴ­θε νὰ βρε­θοῦ­με ἄ­ξι­οί της εὐ­φρο­σύ­νης, καὶ στὸν νυμ­φῶ­να μα­ζὶ μὲ τὸν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό, τὸν Κύ­ρι­ό μας, στὸν ὁ­ποῖ­ον ἀ­νή­κει ἡ δό­ξα καὶ τὸ κρά­τος στοὺς αἰ­ῶ­νες. Ἀ­μήν.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου