«Ἐσεῖς ποιός λέτε ὅτι εἶμαι;»
Ὅταν κάποιοι ἄλλοι
ἄνθρωποι δέν βρίσκουν ἀπάντηση στό ἐρώτημά Σου: «Ἐσεῖς ποιός νομίζετε ὅτι
εἶμαι;», τότε ἐγώ, Κύριε, εἶμαι εὐτυχισμένος ἀφοῦ μπορῶ νά Σέ θεωρῶ ὡς
Θεάνθρωπον, ὡς Ἄνθρωπον καί Θεόν συνάμα.
Σέ
βλέπω τυλιγμένο στά πτωχά σπάργανα ἐκεῖ ἐπάνω στό σανό, στή φάτνη ἑνός σκοτεινοῦ
στάβλου στή Βηθλεέμ! Σέ βλέπω Ἄνθρωπον! Ἀλλά στόν ὕμνο τῶν ἀγγέλων, στό φῶς πού
Σέ περιτριγυρίζει στήν πτωχή Σου κατοικία, Θεόν Σε ἀναγνωρίζω!
Ὅταν
φεύγεις στήν Αἴγυπτο γιά τόν φόβο τοῦ Ἡρώδη, Σέ θεωρῶ ἀδύναμο Ἄνθρωπον. Ὅταν
ὅμως βλέπω τά εἴδωλα τῆς Αἰγύπτου συντριμμένα στή γῆ ἐξ αἰτίας τοῦ ἐρχομοῦ
Σου, τότε παντοδύναμο Θεόν Σέ θεωρῶ.
Ὅταν
στήν Ναζαρέτ μπροστά στόν Θεό καί τούς ἀνθρώπους «προέκοπτες σοφίᾳ καί ἡλικίᾳ»
(Λουκ. 2, 52), Ἄνθρωπον Σέ βλέπω πού δέν ἔφθασε ἀκόμη στήν πληρότητα ἡλικίας.
Ὅταν
ὅμως στά δώδεκά Σου χρόνια «καθόσουν στή μέση τῶν διδασκάλων ἀκούγοντας αὐτούς
καί ἐρωτῶντας αὐτούς», μαζί μέ ὅλους ἐκείνους πού Σέ θαύμαζαν γιά τήν
ἐξαιρετική νοημοσύνη καί τίς ἀπαντήσεις Σου, θαυμάζω κι ἐγώ καί ὁμολογῶ τήν
αἰώνια Σοφία κρυμμένη στήν Ἀνθρωπότητά Σου.
Ἄνθρωπος
εἶσαι ὅταν πεινᾶς καί Ἄνθρωπος ὅταν κοιμᾶσαι ἐπάνω στό καράβι. Ἀλλά ὅταν
περπατᾶς ἐπάνω στά κύματα, ὅταν διατάζεις τήν φουρτούνα καί τούς ἀνέμους, ὅταν
χορταίνεις πέντε χιλιάδες ἀνθρώπους μέ πέντε ἄρτους – τότε Θεόν Σε θεωρῶ.
Ὅταν
κατεβαίνεις στόν ποταμό γιά νά «βαπτισθεῖς ὑπό Ἰωάννου», ὅταν παραπονιέσαι ὅτι
δέν ἔχεις οὔτε «ποῦ τήν κεφαλήν κλῖναι», ὅταν ἐπιτρέπεις νά Σέ πιάσουν καί νά
Σέ δέσουν, τότε Ἄνθρωπον Σέ βλέπω περιτριγυρισμένο ἀπό ἀνθρώπινες ἀδυναμίες.
Ὅταν
ὅμως οἱ οὐρανοί ἀνοίγουν καί ἀπό τά ψηλά ὁ Θεός Πατέρας ὁμολογεῖ:
«Οὗτος
ἐστίν ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός ἐν ᾧ ηὐδόκησα», ὅταν γκρεμίζεις στήν γῆ τούς
δημίους Σου, ὅταν τρέμει ὁλόκληρη ἡ γῆ «ὑποπόδιον τῶν ποδῶν Σου», ὅταν ὁ
ἥλιος σκοτεινιάζει μή μπορῶντας νά βλέπει τήν Σταύρωσή Σου, τότε Θεόν Σε ὁρῶ.
Ὅταν
Σέ βλέπω νεκρό ἐπάνω στόν Σταυρό, τόν «Ἄνθρωπον τῶν πόνων» ὁρῶ. Καί Ἄνθρωπον Σέ
βλέπω καί στόν σφραγισμένο τάφο. Ὅταν ὅμως βγαίνεις ἀπό τόν τάφο, χωρίς νά
καταστρέψεις τίς σφραγῖδες του, τότε εἶσαι Θεός.
Μέ
αὐτά τά μάτια, μέ αὐτή τήν καρδιά, μέ αὐτή τήν πίστη, Κύριε, πλησιάζω καί
προσκυνῶ τόν Θεόν μου πού ἔγινε Ἄνθρωπος γιά μένα καί γιά ὅλους ἡμᾶς.
Μετάφραση: π. Ἠλίας Φρατσέας
Ἀρχιμ. Σοφιάν Μπογκίου
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 128
Ἀπρίλιος
2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου