ΕΙΝΑΙ, ΤΕΛΙΚΑ, Η ΑΜΑΡΤΙΑ
ΠΡΟΣΟΝ;
Ἐξαιρετικὴ ἐντύπωση μοῦ κάνει τὸ ὅτι,
στὶς μέρες μας, ἀναβιώνει σὲ εὐρύτατη κλίμακα, ἡ θεωρία ποὺ διατυπώθηκε πρὸ ἐτῶν
ἀπὸ γνωστὸ θεολόγο, πὼς, οὔτε λίγο οὔτε πολύ, οἱ κληρικοὶ εἶναι ἄνθρωποι καὶ σὰν
ἄνθρωποι πρέπει νὰ εἶναι ἁμαρτωλοί, γιὰ νὰ γνωρίζουν καλὰ τὴν ἀδυναμία τῆς ἀνθρώπινης
φύσης καί, μέσα ἀπ’ αὐτὴ τὴν κατανόηση, νὰ εἶναι συγκαταβατικοὶ στὴν κρίση τους
γιὰ τοὺς ἀνθρώπους.
Οἱ συζητήσεις περὶ τοῦ θέματος τέλος δὲν ἔχουν, γιατὶ καμμιὰ
συζήτηση στὴν ὁποία φοβᾶται κανεὶς νὰ ἀντιμετωπίσει τὴν ἀλήθεια δὲν ἔχει τέλος.
Τὸ κέρδος ὅμως ποὺ βγαίνει ἀπ’ αὐτὲς τὶς συζητήσεις, εἶναι μεγάλο, γιατὶ ὅλες,
φανερώνουν –ξανὰ καὶ ξανὰ– τὸν παραλογισμὸ τοῦ σύγχρονου τρόπου σκέψης, σ’ ὅλο
του τὸ μεγαλεῖο!
Ἔχουμε παράπονα ἀπὸ τὸ Θεό. Κάθε μέρα ἀκούει κανεὶς ἀνθρώπους
νὰ ρωτᾶνε –δῆθεν τὸ Θεό– γιατὶ ἐτοῦτο, γιατὶ ἐκεῖνο, γιατὶ τὸ ἄλλο... Κι ἀπάντηση
δῆθεν δὲν παίρνουμε, γιατὶ στὴν πραγματικότητα, δὲν θέλουμε νὰ πάρουμε. Ἔχουμε
–δῆθεν– παράπονα μὲ τοὺς κληρικούς. Καὶ λύση δὲν δίνουμε γιατί, στὴν
πραγματικότητα, δὲν θέλουμε νὰ δοθεῖ λύση. Γιατὶ δὲν τὴν θέλουμε
τὴν ἀρετὴ οὔτε σὰν πόθο, οὔτε σὰν κάτι μακρινὸ ποὺ τὸ λαχταρᾶμε, ἀλλὰ εἶναι
δύσκολο νὰ τὸ βροῦμε, κι ἀκόμα πιὸ δύσκολο νὰ τὸ πετύχουμε.
Δὲν θέλουμε τοὺς κληρικοὺς ἐνάρετους,
γιατὶ ἡ ἀρετή τους μᾶς ἐλέγχει. Τοὺς θέλουμε ἄθλιους κι ἀνήθικους, γιατὶ τότε ἐμεῖς
ἔχουμε τὴν πολυτέλεια τῆς «μεγαλοψυχίας», τὴν πολυτέλεια νὰ λέμε: «ἔ, ἄνθρωποι
εἶναι κι αυτοί...» Καὶ μ’ αὐτὸ ὑπονοοῦμε πὼς οἱ ἅγιοί μας –ὅλοι– δὲν ἦταν ἄνθρωποι.
# Ηταν ἕνα μυστήριο εἶδος, ποὺ δὲν ἐνδιαφέρει κανένα τὸ πὼς ἔζησαν σ’ αὐτὸν τὸν
κόσμο. Καί, παρενθετικά, γιατὶ ἄραγε δὲν ἀναρωτιόμαστε: Ἀφοῦ δὲν μας ἐνδιαφέρει
ἡ ζωή τους, γιατὶ τρέχουμε καὶ τοὺς παρακαλοῦμε τὴ μιὰ γιὰ τὸ ἕνα καὶ τὴν ἄλλη
γιὰ τὸ ἄλλο;
Ἀκόμα λιγώτερο ἀπὸ τοὺς ἁγίους, πρέπει τότε νὰ μᾶς ἐνδιαφέρει
ἡ Παναγία μας, ἀφοῦ Αὐτὴ ἦταν ὁ μόνος ἄνθρωπος ποὺ δὲν τὸν ἄγγιξε σὲ τίποτα ἡ ἁμαρτία.
Τότε, γιατὶ Τὴν παρακαλοῦμε; Γιατὶ Τὴν ἱκετεύουμε; Τί σχέση ἔχει μὲ μᾶς ἡ
Βασίλισσα τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, ποὺ κάθεται αὐτοδικαιωμένη καὶ σκληρόκαρδη στὸ
θρόνο τῆς δόξας Της, ἀδιάφορη γιὰ τὰ ἄνθρώπινα βάσανα, ἀφοῦ δὲν τὰ
καταλαβαίνει;
Καὶ –φυσικὰ– μετὰ τὴν Παναγία μας, πρέπει νὰ κατεβάσουμε ἀπὸ
τὸ θρόνο τῆς ἀναμαρτησίας Του τὸν Κύριό μας, καὶ πρέπει νὰ πείσουμε τοὺς ἑαυτούς
μας ὅτι κι Ἑκεῖνος, «ἄνθρωπος ἦταν» γι’ αὐτὸ κι ἦταν πολὺ φυσικὸ νὰ κάνει παιδιὰ
μὲ τὴν ἐρωμένη του, σύμφωνα μὲ τὰ τελευταῖα σενάρια ποὺ κυκλοφοροῦν!... Ἀπὸ ’δῶ
καὶ πέρα, ὁ παραλογισμός μας –σὰν τὶς συζητήσεις μας– δὲν ἔχει τέλος!
Ἀκολουθῶντας αὐτὴ τὴ «λογική», θὰ εἶχα νὰ κάνω μιὰ
πρόταση. Ὅλοι ξέρουμε πώς, οἱ ὀργανωμένες κοινωνίες –εἴτε τὸ θέλουν εἴτε ὄχι– ἐμπνεύσθηκαν
τοὺς νόμους τους, ἀπὸ τοὺς νόμους τοῦ Θεοῦ. Τὸ Νόμο τοῦ Θεοῦ θέλουμε νὰ τὸν
καταλύσουμε, γιατὶ οἱ «νομοταγεῖς πολῖτες» τοῦ Θεοῦ μας ἐνοχλοῦν.
Θέλω, λοιπόν, κι ἐγὼ νὰ εἰσηγηθῶ, νὰ καταλύσουμε καὶ τοὺς
νόμους τῆς κοινωνίας μας, γιατὶ οἱ νομοταγεῖς πολῖτες τοῦ κράτους, ἐνοχλοῦν. Μὲ
ποιὸ δικαίωμα, π.χ. ἕνας ἀδιάφθορος δικαστὴς δικάζει ἕναν ποὺ ἔκλεψε ἢ σκότωσε;
Νὰ κατεβάσουμε κάτω ἀπὸ τὶς ἔδρες ὅλους τούς... «σκληρόκαρδους» κι... «αὐτοδικαιωμένους»
δικαστές, καὶ στὴ θέση τους νὰ βάλουμε κλέφτες νὰ δικάζουν τοὺς κλέφτες καὶ
δολοφόνους νὰ δικάζουν τοὺς δολοφόνους. Ἑὰν ἡ Εκκλησία –ὁ πρῶτος Νόμος– ἔχει «καύχημα»
τὴ διαφθορὰ τῶν Λειτουργῶν της, γιατὶ νὰ μὴν ἔχει κι ἡ Δικαιοσύνη καύχημα τοὺς
διεφθαρμένους δικούς της λειτουργούς, πού, στὸ κάτω-κάτω, ὑπάλληλοι εἶναι, δὲν
εἶναι καὶ χειροτονημένοι; Ἔτσι, θὰ βρίσκουν «κατανόηση» ὅλοι οἱ κατηγορούμενοι,
κι ἡ κοινωνία μας θὰ πάει μπροστά(!)
Γιατί, ὁ Θεός ποὺ μᾶς παραγγέλλει: «ἅγιοι γίνεσθε, ὅτι ἐγὼ
Ἅγιός εἰμι», δὲν ξέρει. Ἑμεῖς ξέρουμε...
Νινέττα Βολουδάκη
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀριθ. Φύλλου 43
Φεβρουάριος 2006
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου