Πέμπτη 2 Οκτωβρίου 2014

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» - Η ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΕΝΟΣ ΜΗΔΕΝΙΣΤΗ



Η  ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ  ΕΝΟΣ  ΜΗΔΕΝΙΣΤΗ

Θὰ ἤθελα νὰ ἀρχίσω, προσπαθῶντας νὰ σᾶς ἐξηγήσω τί σημαίνει τὸ νὰ εἶναι κανεὶς μηδενιστής. Μηδενιστής, ὄχι τῆς θεωρίας καὶ τῆς καλοπέρασης, ἀλλὰ αὐτὸς ποὺ μισεῖ βαθειὰ πρῶτα τὸν ἑαυτό του καὶ ὕστερα κάθε ἀνθρώπινο ὂν ποὺ ὑπάρχει γύρω του. Αὐτὸς ποὺ θὰ ἤθελε νὰ μποροῦσε μὲ τὸ πάτημα ἑνὸς κουμπιοῦ νὰ ἐξαφανίσει ὅλο τὸ γνωστὸ ἡλιακὸ σύστημα, ἢ ἴσως –ἀκόμα καλύτερα– καὶ ὅλο τὸ γαλαξία, ἀφοῦ τὸ μηδὲν –κατὰ τὴν ἄποψή του– ὑπῆρξε ἡ ἀνεπιθύμητη ἀρχὴ τῶν πάντων. Μία κακὴ καὶ μαύρη τύχη ἔκανε τὸ μηδὲν ἀρχή, ἄρα, αὐτὸς ποὺ θὰ βάλει τέλος στὴ μισητὴ ἀρχή, θὰ εἶναι ὁ ἥρωας, ὁ εὐεργέτης, ὁ σωτήρας, ποὺ θὰ ἀπαλλάξει τὰ μίζερα καὶ κακομοίρικα ἀνθρώπινα ὄντα ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὸ μηδὲν καὶ καταλήγουν στὸ μηδέν, ἀφοῦ περάσουν τὸ χρονικὸ διάστημα τῆς ζωῆς τους μέσα στὴν ἀθλιότητα.
Ἀθλιότητα ποὺ ξεκινάει ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ἔρχονται στὴν ὕπαρξη, ἐξαρτημένα ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ τοὺς γεννοῦν, τοὺς βασανιστὲς ποὺ τοὺς παραλαμβάνουν στὴν πιὸ εὐάλωτη στιγμή τους καὶ τοὺς κρατοῦν ὑπόδουλους τῶν δικῶν τους ἀναγκῶν, τῶν δικῶν τους προγραμμάτων, τῶν δικῶν τους σχεδίων, παίζοντας μὲ τὶς ἐνοχὲς καὶ τὶς τύψεις ποὺ οἱ ἴδιοι τούς ἐμφυτεύουν ὥστε νὰ μποροῦν νὰ τοὺς χειρίζονται. Σὲ φέρνουν στὴ ζωὴ ἀπὸ τὸ μηδέν, χωρὶς νὰ σὲ ρωτήσουν καὶ σὲ κρατοῦν δεμένο στὶς ἀπαιτήσεις τους μέχρι ἐπιτέλους νὰ γυρίσουν ἐκεῖνοι στὸ ἴδιο μηδὲν ἀπὸ ὅπου σὲ ἔφεραν καὶ νὰ σὲ ἀφήσουν ἥσυχο.
Μετὰ ἀπὸ αὐτούς, ἀκολουθοῦν οἱ ἔρωτες, οἱ ἄνθρωποι ποὺ θέλουν νὰ κυριαρχήσουν πάνω σου, νὰ σὲ ἀπομυζήσουν. Τὸ μεγάλο ἀνθρώπινο παραμύθι τῆς δῆθεν ἀφοσίωσης, ποὺ ἄλλο δὲν εἶναι παρὰ ἡ ἀνελέητη πάλη ποιὸς θὰ ἐξοντώσει τὸν ἄλλο. Τὰ θηλυκὰ ἐκεῖνα ἔντομα ποὺ κατασπαράζουν τὸ ἀρσενικό τους, ἔχουν πολὺ μεγαλύτερη εὐσπλαχνία –ἀφοῦ τὸ μαρτύριο τοῦ ἀρσενικοῦ εἶναι σύντομο– ἀπὸ τὶς ἀνθρώπινες ἀράχνες ποὺ ἔχουν δώσει στὸ σαδισμὸ τῆς ἐξευτέλισης καὶ τῆς κατασπάραξης τῶν συντρόφων τους ἀπύθμενες διαστάσεις.
Μετά, φέρνεις παιδιὰ στὸν κόσμο, τὰ δικά σου θύματα, γιὰ νὰ πάρεις κι ἐσὺ ἐπιτέλους μὲ τὴ σειρά σου ἐκδίκηση γιὰ τὰ ὅσα σοῦ ἔκαναν. Ἔτσι, βασανίζοντας καὶ ὑποφέροντας, περνᾶς τὸ χρόνο τῆς καταδίκης σου, μέχρι νὰ φτάσεις νὰ γίνεις ἕνα παρασιτικὸ γερόντιο, ποὺ περνάει τὰ τελευταῖα χρόνια τῆς ἄθλιας καὶ μάταιης ζωῆς του ἐξευτελιστικὰ ἐξαρτημένος ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ μισεῖ καὶ τὸν μισοῦν.
Αὐτὴ εἶναι ἡ κακόγουστη κωμωδία τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης! Ποιὰ εὐεργεσία εἶναι μεγαλύτερη ἀπὸ τὸ νὰ βάλεις τὴν τελεία καὶ τὴν παύλα σ’ αὐτὴ τὴ σαδομαζοχιστικὴ ματαιότητα πάνω στὴν ὁποία γραπώνονται τὰ ἀδύναμα, ἠλίθια ἀνθρωπάκια μὲ τέτοια λαχτάρα; Μπορεῖ ὁ ἀτροφικός τους ἐγκέφαλος νὰ μὴν ἀρκεῖ γιὰ νὰ καταλάβουν τὴν εὐεργεσία ποὺ τοὺς κάνεις ἐξοντώνοντάς τους, ἀλλὰ ἐσὺ ξέρεις πώς, ὅσο πιὸ γρήγορα γυρίσουν στὸ μηδὲν ἀπὸ ὅπου ξεπήδησαν, τόσο τὸ καλύτερο γι’ αὐτούς.
Ὅποιος πέρασε ἀπὸ αὐτὸ τὸ μηδὲν μπορεῖ μόνο νὰ καταλάβει πώς, ὁ Ἅδης, μὲ ὅλα του τὰ φόβητρα, εἶναι Ἠλύσια Πεδία μπροστὰ σ’ αὐτὴ τὴ μαύρη τρύπα ποὺ καταπίνει τὸν ἄνθρωπο μέχρι τὴν τελευταία σταγονίτσα τῆς ὕπαρξής του, ἂν ὁ Θεὸς τὸν ἐγκαταλείψει.
Ἐμένα, ὁ Θεὸς δὲν μὲ ἐγκατέλειψε –γιὰ λόγους ποὺ μόνον Αὐτὸς ξέρει. Ἐμένα μὲ «περιμάζεψε» λίγο προτοῦ μὲ καταπιεῖ ἡ μαύρη τρύπα, ἕνας ἄνθρωπος, πού μοῦ γνώρισε τὴ Δημιουργία. Σὰν τὸν προσκυνητὴ τοῦ ποιήματος, ποὺ ψάχνει τὶς γωνιὲς τῆς γῆς ὅπου «ὑπάρχει ὁ προφήτης ποὺ κατανοεῖ γιατί οἱ ἄνθρωποι γεννιοῦνται», ἔτσι κι ἐγὼ βρῆκα τὸ δικό μου «προφήτη» ποὺ μὲ πῆγε πίσω ἀπὸ τὸ μηδὲν ποὺ δὲν ὑπῆρξε ποτέ, ἀφοῦ ὑπάρχει ὁ Λόγος. Τὸ φόβητρο, τὸ θηρίο ποὺ δυνάστευε τὴ ζωὴ ὅπως τὴν ἔβλεπα, δὲν ἦταν τίποτ’ ἄλλο ἀπὸ μία σκιά, ἕνα φάντασμα ποὺ παίρνει ζωὴ ἀπ’ τὴ φαντασία καὶ τὴν κακία τῶν ἀνθρώπων. Μπροστὰ στὸ φῶς τῆς Δημιουργίας, οἱ σκιὲς σβήνουν κι οἱ ἄνθρωποι –σὰν τὸ δικό μου «προφήτη»– εἶναι λουσμένοι στὸ φῶς καὶ δὲν τοὺς σκιάζει τίποτα.
Τώρα, ὁπωσδήποτε θὰ ἀναρωτιόσαστε γιατί κάθομαι καὶ τὰ γράφω ὅλα αὐτά, τί σᾶς ἀπασχολεῖ ἡ περιπέτεια τῆς δικῆς μου ζωῆς καὶ γιατί θὰ ἔπρεπε νὰ τὴν μάθετε. Γράφω γιὰ νὰ γίνω καθρέφτης. Καὶ θὰ σᾶς ἐξηγήσω ἀμέσως τί ἐννοῶ: Γιὰ ἕναν ἄνθρωπο ποὺ ἔχει κοιτάξει τὸ μηδὲν στὰ μάτια, ὅλα τὰ ἀνθρώπινα τερτίπια, ὅλα τὰ ἀνθρώπινα ψέμματα –καλυμμένα ἢ μὴ– δὲν ἔχουν μυστικά. Εἶχα, λοιπόν, τὴν ἀφέλεια νὰ πιστεύω πώς, μέσα στὴν Ἐκκλησία, θὰ συναντοῦσα ἕνα μέσο ὅρο ἀνθρώπων –ὅσο κι ἂν ὁ καθένας ἔχει τὶς ἀτέλειές του ὅπως πρῶτος ἐγὼ τὶς ἔχω– ποὺ θὰ μοῦ ἀποκαθιστοῦσε τὴν πίστη μου στὴν ὀμορφιὰ τοῦ ἀνθρώπινου γένους, ἔτσι ὅπως τὴν ἔμαθα ἀπὸ τὸν «προφήτη» μου. Πίστευα πώς, μπροστὰ στὴ μαύρη τρύπα τοῦ μηδέν, οἱ ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, θὰ καθρεφτίζονταν σὰν φῶς, σὰν ἀλήθεια, σὰν γλυκύτητα, σὰν ἀρετή, σὰν φίλοι. Ἀντὶ γι’ αὐτό, ἔζησα καὶ ζῶ ὅλη τὴ μιζέρια, τὴν ψευτιὰ καὶ τὴν ὑποκρισία πού πάντοτε μοῦ δημιουργοῦσαν ἀποστροφὴ γιὰ τὸ ἀνθρώπινο εἶδος.
Πρίν, θεωροῦσα τοὺς θρησκευόμενους ἕνα μπουλούκι ἀποβλακωμένους τυφλούς, ποὺ βάζουν δεκανίκι στὴ δειλία τους τὴν πίστη στὸ τίποτα, γιατί δὲν εἶχαν τὴ γενναιότητα νὰ κοιτάξουν τὸ μηδὲν στὰ μάτια. Τώρα, διαπιστώνω μὲ ἀφόρητη θλίψη πώς, καλὰ ποὺ δὲν κοιτάζουν τὸ μηδὲν –πολὺ καλὰ κάνουν– ἀλλά, ζῶντας μέσα στὸ φῶς τῆς Δημιουργίας καὶ τοῦ Δημιουργοῦ, ὄχι μόνο δὲν βλέπουν τίποτα, ἀλλὰ νομίζουν ὅτι τὰ βλέπουν ὅλα καὶ μιλοῦν στὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ μὲ τέτοια πεποίθηση, λὲς καὶ τοὺς ὑπαγορεύει Ἐκεῖνος τὴν κάθε τους λέξη. Καὶ δὲν ξέρουν τί λένε. Καὶ δὲν ξέρουν οὔτε τί θέλει ὁ Θεός, ἀλλὰ οὔτε καὶ τί θέλουν οἱ ἄνθρωποι, οὔτε τί ἀναπαύει τὴν κουρασμένη καὶ συντετριμμένη ψυχὴ ποὺ πάλεψε καὶ παλεύει μὲ τὸ σκοτάδι της.
Κι ὅλοι αὐτοὶ ζοῦν ἀπὸ τὸν κόπο καὶ ἀπὸ τὸ φῶς τοῦ δικοῦ μου «προφήτη» καὶ τῶν ἄλλων λίγων ποὺ γνώρισαν καὶ γνωρίζουν τὸν Λόγο ποὺ δίνει λόγο στὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη. Καὶ σφετερίζονται τὴ δική τους ζωή, αὐτῶν τῶν λίγων φωτεινῶν ἀνθρώπων, ἐνῶ προσπαθοῦν νὰ καταπιοῦν μέσα στὸ σκοτάδι τους τὸ δικό τους φῶς, γιὰ νὰ παρουσιάσουν, δῆθεν, πὼς εἶναι ἴδιοι μὲ ἐκείνους. Κι ἀλοίμονο, μὴν ἔρθει ὥρα ποὺ τὸ φῶς ἀπορροφηθεῖ ἀπὸ τὸ σκοτάδι τους. Πιστέψτε με –πιστέψτε κάποιον ποὺ ξέρει– καλύτερα νὰ μὴν εἶχε γεννηθεῖ αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος πού, ἐνῶ ἔχει μπροστά του τὸ φῶς, θὰ κλείσει τὰ μάτια καὶ θὰ ἀφεθεῖ στὸ σκοτάδι.
Γ.  Ν.
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 146 
Ὀκτώβριος 2014

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου