Οἱ διεκδικήσεις τῆς
Κωνσταντινουπόλεως διαψεύδονται ἀπὸ τὴν ἱστορία
Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΦΩΣ (ΧΩΡΙΣ) ΦΑΝΑΡΙ!
Οἱ σχέσεις τῆς Ἐκκλησίας
τῆς Ἑλλάδος μὲ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο θὰ μποροῦσαν νὰ παρομοιασθοῦν μὲ μιὰ
παμπάλαια χιλιομπαλωμένη ἠλεκτρικὴ ἐγκατάσταση, στὴν ὁποία, μέσα στὸ διάβα τοῦ
χρόνου, κάθε χρήστης, ἀνάλογα μὲ τὶς ἀνάγκες του, προσέθεσε ὅσα καλώδια (γράφε
Πράξεις καὶ Διατάξεις) τοῦ ἦσαν ἀπαραίτητα γιὰ νὰ κάνη τὴ δουλειά του, μὲ ἀποτέλεσμα,
κάθε λίγο καὶ λιγάκι “νὰ πέφτη ἡ ἀσφάλεια”, δηλαδὴ νὰ δημιουργεῖται συσκότιση
καὶ ταραχὴ στὶς σχέσεις τῶν δύο Ἐκκλησιῶν.
Δὲν
θὰ ἤθελα νὰ θεωρηθῆ ἀσεβὴς αὐτός μου ὁ Πρόλογος διότι ὁ Σεβασμός μου πρὸς τὴν Ἐκκλησία
καὶ τοὺς Ποιμένες της εἶναι δεδομένος καὶ ἰδιαιτέρως πρὸς τὸ Οἰκουμενικὸ
Πατριαρχεῖο, προσωπικὰ δὲ σὲ κάθε Θ. Λειτουργία μνημονεύω τὸ ὄνομα τοῦ
Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως στὴν ἁγία Πρόθεση. Ὅμως ἡ ἀλήθεια πρέπει νὰ
λέγεται καὶ πολλὲς φορὲς πικραίνει στὴν ἀρχή, ἀλλὰ στὸ τέλος πάντοτε εἰρηνοποιεῖ.
Ἡ
λύση, κατὰ τὴν ταπεινή μου γνώμη, δὲν εἶναι ἡ προσθήκη καὶ ἄλλων καλωδίων στὴν ἄθλια
ἐγκατάσταση ἀλλὰ ἡ ριζικὴ ἀλλαγή της μὲ γνώμονα τὸ πνεῦμα τῶν Ἱερῶν Κανόνων καὶ
τὸ “γράμμα”, δηλαδὴ τὴν πρακτικὴ ποὺ ὠφελεῖ νὰ ἀκολουθήσουμε μὲ βάση τὶς ἐδαφικὲς
ἀνακατατάξεις στὸ χῶρο τῆς πατρίδος μας καὶ τὶς ἱστορικὲς συγκυρίες.
Εἶναι
πιὰ πασιφανὲς ὅτι πρέπει νὰ γίνη ἕνας ἐπαναπροσδιορισμὸς τῶν σχέσεων τῶν δύο Ἐκκλησιῶν,
ἀρχίζοντας ἀπὸ τὸ ἄλφα γιατί, φαίνεται, πὼς κάποιοι μέσα στὰ σκοτεινὰ χρόνια τῆς
Τουρκοκρατίας νόθευσαν τὴ θεολογικὴ καὶ ἱστορικὴ ἀλφάβητο.
Τὸ
μικρὸ περιοδικό μας εἶχε προγραμματίσει νὰ ἀσχοληθῆ μὲ τὸ θέμα αὐτὸ στὸ τεῦχος
τοῦ Νοεμβρίου. Ὅμως, οἱ ραγδαῖες ἐξελίξεις τοῦ ζητήματος καὶ οἱ φοβερισμοὶ ἀπὸ ἐκκλησιαστικοὺς
κύκλους περὶ τάχα ἐπαπειλουμένου σχίσματος, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν ὁρισθεῖσα γιὰ τὶς
4 Νοεμβρίου σύγκληση τῆς Ἱεραρχίας, μᾶς ὤθησαν στὴν παροῦσα ἔκτακτη ἔκδοση.
ΜΕ ΤΟ ΦΩΣ ΤΗΣ ΛΟΓΙΚΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
Γνωρίζω ὅτι εἶναι
δύσκολο νὰ ἀκουσθῆ ἡ φωνή μου, ὅμως μὲ ἐνισχύει καὶ μὲ παροτρύνει τὸ κοινὸ περὶ
λογικῆς καὶ δικαιοσύνης αἴσθημα τῶν συγχρόνων ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι ζητοῦν ἀπαντήσεις
ἀληθινὲς καὶ οὐσιαστικὲς στὰ ἐρωτήματά τους γιὰ τὸ ὑπὸ συζήτηση θέμα, καὶ δὲν
πείθονται μὲ τὰ κατεβατὰ τῶν δῆθεν ἐκκλησιολογικῶν καὶ κανονικῶν ἐπιχειρημάτων
ποὺ ἀραδιάζονται ἔνθεν κακεῖθεν γιὰ νὰ παρακάμψουν τὴν οὐσία τοῦ προβλήματος.
Θὰ
ἐπιχειρήσω, λοιπόν, νὰ καταπιαστῶ γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ (τρίτη τὸν ἀριθμὸν) μὲ αὐτὸ
τὸ θέμα, καταθέτοντας τὴ μαρτυρία μου, γιατὶ πιστεύω πὼς ἡ κατὰ Θεὸν λύση αὐτοῦ
τοῦ ζητήματος θὰ ἔχη ἀγαθὲς ἐπιπτώσεις στὴν ἤδη ἀρκετὰ βραχυκυκλωμένη Ὀρθοδοξία
μας.
Μὲ
τὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως εἶχα ἀσχοληθεῖ γιὰ πρώτη φορὰ ἀκριβῶς πρὶν
δέκα χρόνια καὶ συγκεκριμένα μὲ τὸ βιβλίο τοῦ νῦν Πατριάρχου, «Περὶ τὴν
κωδικοποίησιν τῶν Ἱερῶν Κανόνων», ποὺ ἔγραψε ὡς Ἀρχιμανδρίτης, χαρακτηρίζοντάς
το «ἀπειλὴ γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία», γιατὶ ἀποστάζει βατικάνεια ὁλοκληρωτικὴ
νοοτροπία καὶ ἔντονα ἐκκοσμικευμένο πνεῦμα. Ἡ νοοτροπία αὐτὴ ἔγινε τώρα πιὰ ἐξόφθαλμη!
Ἀποσπάσματα
τοῦ βιβλίου αὐτοῦ μαζὶ μὲ ἄλλα ἐπιχειρήματα χρησιμοποίησα πρὶν δύο χρόνια σὲ
σχετικὸ ἄρθρο μου γιὰ τὸ θέμα τῆς αὐτοκεφαλίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος γιὰ νὰ
καταδείξω, σὺν τοῖς ἄλλοις, καὶ τὴν κατάφωρη ἀντίφαση ὅτι ὁ νῦν Πατριάρχης στὸ
μὲν βιβλίο του ὑποστηρίζει ὅτι μποροῦν νὰ τροποποιηθοῦν ἀποφάσεις καὶ Οἰκουμενικῶν
Συνόδων στὴν δὲ διένεξή του μὲ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἰσχυρίζεται ὅτι ἡ
Πατριαρχικὴ Πράξη τοῦ 1928 εἶναι «Ἱερὸ κείμενο καὶ ἀμετάτρεπτο»(!) καί, συνεπῶς, οἱ Μητροπόλεις ποὺ κατὰ τὸ κείμενο αὐτὸ
προσαρτήθηκαν στὴν Ἑλλάδα μετὰ τοὺς Βαλκανικοὺς Πολέμους εἶναι ἐδάφη Πατριαρχικὰ
καὶ πρέπει νὰ μείνουν τέτοια καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων!
Σήμερα
θὰ ἤθελα νὰ φωτίσω τὸ θέμα ἀπὸ μιὰ ἄλλη σκοπιά, χρησιμοποιῶντας καὶ πάλι τὴ
λογικὴ καὶ τὴν ἱστορία, γιατὶ ἔγινε φανερὸ πὼς ἡ συζήτησή του ἀπὸ τοὺς ὑποτιθεμένους
εἰδικοὺς (σχεδὸν ἀποκλειστικὰ ἀπὸ ἀκαδημαϊκοὺς θεολόγους), ὁδηγεῖ τὰ πράγματα σὲ
μιὰ ἀτέρμονη φλυαρία, ποὺ ζαλίζει καὶ ἀηδιάζει τὸν πολὺ κόσμο καὶ ἀποπροσανατολίζει
τὸν ἐρευνητὴ τῆς ἀλήθειας.
Φαίνεται,
πὼς ἡ λογομαγειρική, ἰδίως ὅταν σὰν βάση ἔχει τὴ θεολογία, ἀσκεῖ μιὰ ἀπέραντη
γοητεία στὰ πλήθη, ποὺ εὔκολα ἀπολαμβάνουν τὴν “ἐντύπωση” καὶ βαριοῦνται τὴν πραγματικότητα!
Σὲ
πεῖσμα, λοιπόν, τοῦ γενικοῦ ρεύματος, θὰ μοῦ ἐπιτρέψετε νὰ μὴν πιῶ ἀπὸ τὸ «τρελὸ
νερὸ» παρασυρόμενος σὲ μιὰ στεῖρα καὶ μὲ περιορισμένο ὁρίζοντα θεολογικὴ
συζήτηση, γιατί, ὅσο κι’ ἂν σᾶς φαίνεται παράξενο, τὸ θέμα δὲν εἶναι θεολογικὸ ἀλλὰ
κυρίως καὶ πρωτίστως λογικό. Ἐπιτρέψτε
μου, λοιπόν, νὰ διατυπώσω, ὅσο πιὸ ἐπιγραμματικὰ μπορῶ καὶ ὑπὸ τύπον ἐρωτήσεων
τὶς ἀπορίες μου.
Δικαιοῦται ἄραγε τὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως νὰ προτάσση τοὺς
Ἱεροὺς
Κανόνες γιὰ νὰ μᾶς πείση περὶ τοῦ δικαίου του, ὅταν ἡ ὅλη σημερινὴ δομή, Ἱεραρχίας
καὶ πολιτείας του πρὸς τὶς ὑπ’ αὐτὸ ὑπαγόμενες Ἐκκλησίες δὲν στηρίζεται στὸ
Κανονικὸ δίκαιο;
Σὲ
ποιὸ Κανονικὸ Δίκαιο ἀλλὰ καὶ σὲ ποιὰ λογικὴ στηρίζεται Σύνοδος ἐμπεριστάτων καὶ
αἰχμαλώτων Ἐπισκόπων, χωρὶς ποίμνιο, ὅπως εἶναι ἡ Πατριαρχικὴ Σύνοδος, μὲ ἀνελεύθερη
φωνή, νὰ κατευθύνη καὶ νὰ ἐλέγχη ἐλεύθερες ἀπὸ Κρατικὲς ἐπεμβάσεις καὶ
δεσμεύσεις μητροπόλεις σὲ ὅλα, σχεδόν, τὰ μήκη καὶ πλάτη τῆς γῆς;
Σὲ
ποιὸ Κανονικὸ Δίκαιο στηρίζεται ἡ Πατριαρχικὴ Σύνοδος ὅταν ἀπολύη μητροπολῖτες
καὶ Ἀρχιεπισκόπους χωρὶς δίκη καὶ ἀπολογία, σὰν νὰ πρόκειται γιὰ ἁπλοὺς
διοικητικοὺς ὑπαλλήλους, ὅταν οἱ Ἱεροὶ Κανόνες ρητῶς ὑπαγορεύουν (οδ΄ Ἀποστολικὸς
καὶ α΄ Ἁγ. Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας) ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος στερεῖται τῆς Ἐπισκοπῆς του
μόνον κατόπιν νομίμου καὶ κανονικῆς δίκης καὶ καταδίκης του;
Σὲ
ποιὸ Κανονικὸ Δίκαιο στηρίζεται ὁ διορισμὸς Τιτουλαρίου
Ἐπισκόπου, δηλαδὴ Ἐπισκόπου χωρὶς πλήρη Ἐπισκοπικὰ δικαιώματα, σὲ Ἐκκλησίες μὲ ἔκταση
«ἠπείρου», ὅπως ἡ ἐκκλησία τῆς Κορέας, τῆς ὁποίας ὁ τιτουλάριος ἐπίσκοπος εἶναι
ἐξαρτημένος καὶ ἐκτελεῖ τὶς ἐντολὲς τοῦ Μητροπολίτου... Ν. Ζηλανδίας(!), ὁ ὁποῖος
μὲ τὴ σειρά του εἶναι ἐντολοδόχος τοῦ Πατριαρχείου;
Τελικὰ
οἱ Ἱεροὶ Κανόνες εἶναι ἀμετάτρεπτοι μόνο ὅταν καθορίζουν τὴ σειρὰ καὶ τὴν τάξη
τῶν Πατριαρχείων καὶ τῶν Ἐπισκόπων, δηλαδὴ τὸ «ἄνηθον καὶ τὸ κύμινον» καὶ εἶναι
περιττοὶ καὶ διορθώσιμοι ὅταν ἀναφέρονται στὰ «βαρύτερα τοῦ Νόμου»;
Ἡ «Σιὼν ἡ Ἁγία» εἶναι «ἡ Μήτηρ τῶν Ἐκκλησιῶν»
Ποιὸς ἀμφιβάλλει γιὰ τὸ ὅτι τὸ πρῶτο στὴν ἱστορία Πατριαρχεῖο τῆς Οἰκουμένης,
ἡ «Σιὼν ἡ Ἁγία, ἡ Μήτηρ τῶν Ἐκκλησιῶν», (ὅπως τὴν ὑμνεῖ ἡ Ἱερὰ Παρακλητική), τὸ
Πατριαρχεῖο τῶν Ἱεροσολύμων,
ἀριθμεῖται πέμπτο στὴν τάξη τῶν Πατριαρχείων λόγω τοῦ ὅτι ἔγινε ἐμπερίστατο μετὰ
τὴν καταστροφὴ τῶν Ἱεροσολύμων καὶ δὲν εἶχε καμμία πολιτειακὴ συνδρομὴ ὥστε νὰ ἐνισχύη
τὶς νεοσύστατες Ἐκκλησίες;
Ἐάν,
λοιπόν, ὁ Πρῶτος Θρόνος, ὁ τόπος τῆς ἐπιγείου ἀναστροφῆς τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ
μας ἔχασε τὸ προνόμοιο τῆς πρωτοκαθεδρίας, ἐπειδὴ ἡ Ἐκκλησία ἔκρινε ὅτι τὸ
πνευματικὸ συμφέρον τῆς Ὀρθοδοξίας δὲν μπορεῖ νὰ θυσιασθῆ γιὰ ρομαντισμοὺς καὶ ἐθιμοτυπίες,
ποιὸ εἶναι τὸ ἀσάλευτο δόγμα ποὺ ἀναγκάζει τὴν Ὀρθοδοξία νὰ θεωρῆ τὸ ἐμπερίστατο
καὶ αἰχμάλωτο καὶ ἄνευ ποιμνίου Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως διοικητὴ καὶ
ρυθμιστὴ αἰώνιο τοῦ σύμπαντος κόσμου;
Ἐὰν
σήμερα τὸ Πατριαρχεῖο δὲν ἔχει τὴν πολιτειακὴ καὶ πνευματικὴ δύναμη νὰ ἀνοίξη τὴ
Σχολὴ τῆς Χάλκης, ποιὰ προσδοκία μποροῦν νὰ ἔχουν τὰ Ὀρθόδοξα ἔθνη γιὰ τὴν ὑποστήριξη
τῶν δικαίων τους ἀπὸ αὐτό; Μήπως ἐπειδὴ κάποια πολιτικὰ “σαλόνια” ὑποδέχονται τὸν
Πατριάρχη ὡς ἀρχηγὸ Κράτους;
Ἐάν,
τοὐλάχιστον κατὰ τὰ τελευταῖα 40 χρόνια, τὸ Πατριαρχεῖο δὲν ἔχει νὰ ἐπιδείξη ἰδιαίτερο
πνευματικὸ ἔργο, πλὴν κάποιων ἐγκυκλίων καὶ μάλιστα καὶ αὐτῶν μὲ κοσμικὲς καὶ
κοινωνικὲς ἀναφορὲς στοὺς πολέμους, στὴν πεῖνα, στὴν προστασία τοῦ
περιβάλλοντος, σὰν νὰ εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία ἡ ἠχὼ τῶν Ἀρχόντων τοῦ κόσμου τούτου,
τότε τὶ μπορεῖ νὰ περιμένη ἡ Ὀρθοδοξία ἀπὸ αὐτό, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ συνήθη κατὰ καιροὺς
ἀκούσματα καὶ θεάματα, ποὺ σκανδαλίζουν τοὺς πιστούς, δηλαδὴ βραβεύσεις καὶ ἀπονομὲς
ἐκκλησιαστικῶν ὀφφικίων σὲ ἐφοπλιστές, μεγιστάνες, πολιτικοὺς καὶ παραστάσεις σὲ
ἐκκλησιαστικὰ μυστήρια διασήμων ἀνθρώπων κοσμικοῦ ἐπιπέδου;
Ὡς
πότε ὁ ρομαντισμὸς θὰ κυριαρχῆ στὶς ἀποφάσεις μας; Ἢ μήπως περιμένουμε τὴ λύση ἀπὸ
τοὺς Πανεπιστημιακούς, οἱ ὁποῖοι, γιὰ εὐνοήτους λόγους, βρίσκονται μὲ τὸ ἕνα
πόδι στὸ Πατριαρχεῖο καὶ μὲ τὸ ἄλλο στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος καὶ ἑρμηνεύουν τοὺς
Ἱεροὺς Κανόνες σύμφωνα μὲ τὶς κατὰ καιροὺς περιστάσεις;
Οἱ Μητροπόλεις τῆς Ἑλλάδος ἦσαν ἀνέκαθεν Αὐτοκέφαλες
Ἄραγε
«ἁμαρτάνομεν ἂν ζητήσωμεν ταπεινῶς (παρὰ τῆς Κωνσταντινουπόλεως) τοὺς τίτλους,
καθ’ οὓς κέκτηται κανονικῶς ἡ ἁγία τοῦ Χριστοῦ Μεγάλη Ἐκκλησία τὸ δικαίωμα τοῦ
πρυτανεύειν ἔνθα, καὶ ὅτε, καὶ κατὰ δεῖ; ...», ἐρωτᾶ ἀπὸ τὸ 1852 ὁ Ἀρχιμ.
Θεόκλητος Φαρμακίδης χωρὶς νὰ ἔχη λάβει ἀκόμη ἀπάντηση, ἐπειδὴ ἔχει τὸ ἱστορικὸ
στίγμα ὅτι αὐτὸς ὑπηρετοῦσε τὰ συμφέροντα τῆς τότε Πολιτείας καὶ ὄχι τῆς Ἐκκλησίας.
Ὅμως, ἡ ἱστορία δὲν εἶναι μόνο ἄσπρο-μαῦρο. Ἔχει
καὶ ἀποχρώσεις τοῦ γκρὶ καὶ ὅποιος μελετάει προσεκτικὰ καὶ ἀπροκατάληπτα,
βρίσκει ἀλήθειες καὶ στὸν μεγαλύτερο “ψεύτη”.
Τὸ
ἐρώτημα, συνεπῶς, ἔχει μείνει ἀναπάντητο σχετικὰ μὲ τὸ πῶς ἡ Κωνσταντινούπολη
θεωρεῖ ἐξαρτώμενη ἀπὸ ἐκείνην τὴν Ἑλλαδικὴ Ἐκκλησία, ἐνῶ ποτὲ οἱ πόλεις τῆς Ἑλλάδος
δὲν εἶχαν ἐξάρτηση ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, μὲ τὴν σημερινὴ ἔννοια καὶ
πρακτικὴ τῆς ἐξαρτήσεως, ἀλλὰ μόνο πνευματικὴ σχέση καὶ σύνδεσμο;
Ὁ
Φαρμακίδης μὲ βαθὺ σεβασμὸ πρὸς τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες παραπέμπει τοὺς Πατριαρχικοὺς
νὰ τοὺς διαβάσουν: «Ἂς ἀναγνωσθῶσιν (οἱ Ἱ. Κανόνες) ὀρθότερον –ἄν ποτε ἀνέγνωσαν–
οἱ τὴν ἁγίαν καὶ μεγάλην σύνοδον συγκροτήσαντες, τὸν κη΄ Κανόνα τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, τὸν β΄ τῆς Β΄
καὶ τὸν η΄ τῆς Γ΄», διότι «ἡμεῖς
διϊσχυριζόμεθα, ὅτι αἱ ἀπαρτίζουσαι, τὸ γε νῦν ἔχον, τὸ Βασίλειον τῆς Ἑλλάδος
Κράτος, μητροπόλεις, ἀρχιεπισκοπαὶ καὶ ἐπισκοπαὶ ΟΥΔΕΠΟΤΕ ἐξήρτηντο κανονικῶς
τοῦ ἁγιωτάτου Οἰκουμενικοῦ Θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως, καὶ κανονικῶς ἔπραξαν
αὗται, ἀπολυθεῖσαι ἐξ ἑαυτῶν τῆς ἐξ αὐτοῦ ἐξαρτήσεως».
Αὐτὰ
ποὺ ἰσχυρίζεται ὁ Φαρμακίδης τὰ ἐπιβεβαιώνει καὶ ἡ Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία τῆς Ἑλλάδος,
ἡ ὁποία μᾶς πληροφορεῖ ὅτι ὄχι μόνο ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἦταν ἀνέκαθεν αὐτοκέφαλη
ἀλλὰ καὶ κάθε, σχεδόν, πόλη τοῦ Ἑλλαδικοῦ χώρου!
Ἡ
Ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία, μάλιστα, γράφει ὅτι ὄχι μόνον ἦσαν αὐτοκέφαλες ἕως πρὸ τῆς
ἁλώσεως τῆς Κωνσταντινουπόλεως οἱ σημερινὲς Ἑλληνικὲς πόλεις - Μητροπόλεις, ἀλλὰ
ὅτι ἦταν Ἑλληνικὴ καὶ Αὐτοκέφαλη καὶ ἡ ἀρχιεπισκοπὴ Ἀχριδῶν, στὴν ὁποία ἀπὸ
τὶς ἀρχὲς τοῦ ια΄ αἰῶνος(!) «ὑπήχθησαν αἱ ἐπισκοπαὶ Χιμάρας (ἡ Χιμάρα καὶ τὸ
Βουθρωτὸ ἀνήκουν σήμερα στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἀλβανίας), Ἀδριανουπόλεως (ἢ
Δρυϊνουπόλεως) Βουθρωτοῦ καὶ Ἰωαννίνων, ἴσως δὲ καὶ Φωτικῆς, ἐνῶ μεταγενεστέρως
ὑπὸ τοῦ αὐτοῦ Βασιλείου Βουλγαροκτόνου, ὑπήχθησαν αἱ ἐπισκοπαὶ Βερροίας καὶ
Σταγῶν»! (Γ.
Κονιδάρη, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία τῆς Ἑλλάδος, Τόμος Β, Ἀθῆναι 1970).
Παραθέτουμε
ἐνδεικτικά, ὡς ἐνίσχυση τῶν θέσεών μας, ἕνα ἐπιλεγμένο ἀπὸ μᾶς ἱστορικὸ
μνημόνιο ἀπὸ τὸ μνημονευθὲν βιβλίο τοῦ ἀειμνήστου καθηγητοῦ Γερ. Κονιδάρη:
«Ἐν
ἀρχῇ τοῦ Ι΄ αἰῶνος ὑπῆρχον ἐν Ἑλλάδι ἐπίσης αἱ αὐτοκέφαλοι ἀρχιεπισκοπαὶ Αἰγίνης
καὶ Θηβῶν, ὡς καὶ ἡ Σερρῶν, Λήμνου, Λευκάδος, Κερκύρας»...... Ὁ Θηβῶν πρὸ τῶν
μέσων τοῦ ιβ΄ αἰῶνος εἶχε ἐπὶ Μανουὴλ τοῦ Κομνηνοῦ τὰς ἐπισκοπὰς Κανάλων, Ζαρατόβων,
Καϊστορίου, Τριχίων καὶ Πλατάνων.» (ὅ.ἀν., σελ. 38).
Ἀναφέρει
στὴ συνέχεια καὶ πολλὲς ἄλλες αὐτοκέφαλες Ἑλλαδικὲς Μητροπόλεις καὶ καταλήγει:
«Περὶ
τοῦ ἀκριβοῦς ἀριθμοῦ τῶν αὐτοκεφάλων ἀρχιεπισκοπῶν τῆς Ἑλλάδος δὲν ἔχομεν ἀκριβεῖς
εἰδήσεις.» (ὅ.ἀν.,
σελ. 177).
Περιγράφοντας,
ἐπίσης, τὴν ὀργάνωση τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας κατὰ τὶς παραμονὲς τῆς Ἁλώσεως τῆς
Κωνσταντινουπόλεως, ὁ ἀείμνηστος ἐρευνητὴς-καθηγητής, ὁμολογεῖ τὴν ἀνεπάρκεια ἱστορικῶν στοιχείων λόγω τῶν πολλῶν
γεγονότων καὶ ἀνακατατάξεων καὶ παραδέχεται ὅτι «ἡ
λεπτομερὴς τῆς πραγματικότητος ἔκθεσις εἶναι δυσχερὴς διότι ἡ χώρα ἦτο
διηρημένη εἰς κρατίδια ἀνήκοντα εἴτε εἰς τοὺς Βυζαντινοὺς εἴτε εἰς τοὺς ξένους.»
(ὅ.ἀν.,
σελ. 154).
Εὔλογα,
λοιπόν, γεννᾶται τὸ ἐρώτημα; Ποῦ, ἄραγε, βρῆκε τὸ Πατριαρχεῖο
Κωνσταντινουπόλεως τὶς ἱστορικὲς πληροφορίες περὶ τῶν δικαίων του, ἀφοῦ αὐτὲς οἱ
πληροφορίες δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἐντοπισθοῦν ἀπὸ τὴν ἱστορικὴ ἔρευνα;
Ἡ
ἀπάντηση εἶναι πολὺ ἁπλῆ. Τὶς βρῆκε σὲ ἀσχέτους Ἱ. Κανόνες τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς
Συνόδου, παρακάμπτοντας καὶ ἀδιαφορῶντας γιὰ τὶς ἱστορικὲς ἐξελίξεις, γιὰ τὶς ἐδαφικὲς
ἀνακατατάξεις, γιὰ τὶς ἀνατροπὲς καθεστώτων καὶ τὶς ἀλλαγὲς τῶν ἰσορροπιῶν τῆς
οἰκουμένης γῆς, ἀλλὰ καὶ χωρὶς νὰ λαμβάνη ὑπ’ ὄψη του τὶς θέσεις–δόγματα ἀληθείας
ἁγιωτάτων Πατριαρχῶν, ὅπως τοῦ ἁγίου καὶ Μεγάλου Φωτίου, ὁ ὁποῖος ὑπενθύμισε στὸν
πάπα Νικόλαο, ποὺ εἶχε καὶ αὐτὸς ρομαντικὲς διεκδικήσεις, ὅτι εἶναι πιὰ
συνήθεια στὴν ἐκκλησία (ἤδη ἀπὸ τόν θ΄ αἰῶνα!) νά συμμεταβάλλονται τὰ ἐκκλησιαστικὰ
πράγματα μὲ τὶς πολιτειακὲς ἐξελίξεις!
Ἀκολουθοῦν
τὰ χρόνια μετὰ τὴν ἅλωση τῆς Πόλης, ὅταν ὁ κατακτητὴς εἶχε νεκρώσει κάθε αὐτοκέφαλη
ἐκκλησιαστικὴ λειτουργία στὸν Ἑλλαδικὸ χῶρο δίνοντας ὅλα τὰ προνόμια στὸν
Πατριάρχη.
Ἦταν
τυχαῖο αὐτό; Πιστεύουμε πὼς ὄχι καὶ ἡ ἱστορία συνηγορεῖ σ’ αὐτό.
Ὁ
Σουλτᾶνος ἤξερε καλὰ πὼς δὲν μπορεῖ νὰ ὑποτάξη πολλὰ ἀρχιερατικὰ κεφάλια καὶ
προέκρινε νὰ ἐλέγχη ἕνα. Γι’ αὐτὸ ἔδωσε στὸν Πατριάρχη ὅλα τὰ προνόμια. Γιὰ νὰ
τὸν προσεταιρισθῆ, νὰ τὸν ἐλέγχη καὶ νὰ τὸν χρησιμοποιῆ γιὰ νὰ ἐνορχηστρώνη τοὺς
ὑπολοίπους.
Αὐτό
κράτησε ὅλα τὰ χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας. Καὶ ἴσως βοήθησε κάποιες φορές, ἂν καὶ
πολλοὶ ἅγιοι ταλαιπωρήθηκαν ἀπὸ τὶς Φαναριώτικες ἀγκυλώσεις, μεταξὺ τῶν ὁποίων
καὶ ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ ἁγιορείτης μὲ τὶς ἐκδόσεις τῶν βιβλίων του.
Ὁ
καθηγητὴς Κονιδάρης, ἐρευνῶντας τὴν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας ἐκφράζει κάποιον ἀγνωστικισμό,
καθ’ ὅτι ἡ περίοδος αὐτὴ «συμπίπτει πρὸς τοὺς λεγομένους σκοτεινοὺς αἰῶνας τῆς ἱστορίας
τῆς Ἑλληνικῆς αὐτοκρατορίας τοῦ Βυζαντίου, περὶ τῶν ὁποίων στερούμεθα πολλάκις ἀκριβῶν
εἰδήσεων.» (ὅ.ἀν.,
σελ. 31).
Δὲν
πρέπει, λοιπόν, τὶς μεταβολὲς τῆς παρακμῆς νὰ τὶς θεωροῦμε «αἰωνόβιες ἐκκλησιαστικὲς
παραδόσεις» καὶ ἱστορικὰ ντοκουμέντα, ποὺ πρέπει νὰ καθορίζουν τὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας,
ἀδιαφορῶντας γιὰ τὸ πραγματικὸ συμφέρον τῶν πιστῶν καὶ ἀψηφῶντας τοὺς κινδύνους
ποὺ αὐτὲς συνεπάγονται.
Εἶναι
ἀξιομνημόνευτη ἡ Συνοδικὴ ἐπιστολὴ τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως πρὸς τὸν
Πάπα Λέοντα τὸν ΙΓ΄ , μὲ τὴν ὁποία διατρανώνεται ἡ διαχρονικὴ ἀνεξαρτησία καὶ τὸ
αὐτοδιοίκητο τῶν αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν τῆς Οἰκουμένης: «Ἑκάστη κατὰ μέρος Αὐτοκέφαλος
Ἐκκλησία ἐν τε τῇ Ἀνατολῇ καὶ τῇ Δύσει ἦν ὅλως ἀνεξάρτητος καὶ αὐτοδιοίκητος
κατὰ τοὺς χρόνους τῶν ἑπτὰ Οἰκουμενικῶν Συνόδων· ὅπως δὲ οἱ Ἐπίσκοποι
τῶν Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν τῆς Ἀνατολῆς, οὕτω καὶ οἱ τῆς Ἀφρικῆς, τῆς Ἱσπανίας,
τῶν Γαλλιῶν, τῆς Γερμανίας καὶ τῆς Βρεττανίας ἐκυβέρνων τὰ τῶν Ἐκκλησιῶν αὐτῶν ἕκαστος
διὰ τῶν ἰδίων Τοπικῶν Συνόδων, οὐδὲν ἀναμείξεως δικαίωμα ἔχοντος τοῦ Ἐπισκόπου
Ρώμης, ὅστις καὶ αὐτὸς ἐπίσης ὑπήγετο καὶ ὑπεῖκεν εἰς τὰς συνοδικὰς ἀποφάσεις. Ἐν
σπουδαίοις δὲ ζητήμασι δεομένοις τοῦ κύρους τῆς καθόλου Ἐκκλησίας ἐγίνετο ἔκκλησις
εἰς Οἰκουμενικὴν Σύνοδον, ἥτις μόνη ἦν καὶ ἔστι τὸ ἀνώτατον ἐν τῇ καθόλου Ἐκκλησία κριτήριον».
Ἡ
ἱστορικὴ αὐτὴ ἐπιστολὴ τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως μπορεῖ νὰ ἀποτελέση
καὶ τὸν ὁδοδείκτη γιὰ τὴν ἐπίλυση τῆς διενέξεως τῶν δύο αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν
(Κωνσταντινουπόλεως καὶ Ἑλλάδος) καθ’ ὅσον ἐκφράζει τὸ Ὀρθόδοξο φρόνημα ὅτι «ἀνώτατον ἐν τῇ καθόλου Ἐκκλησία κριτήριον» εἶναι ἡ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος καὶ ὄχι τὸ
Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως.
Ο ΣΥΝΟΔΙΚΟΣ ΤΟΜΟΣ ΤΟΥ 1850 ΑΧΡΗΣΤΕΥΕΙ ΤΗΝ ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΗ ΠΡΑΞΗ ΤΟΥ 1928
Οἱ συζητηταὶ τοῦ
θέματος τῶν σχέσεων Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καὶ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως
παρασύρονται ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον σὲ μιὰ μονοδιάστατη ἀξιολόγηση τῆς ἀκανθώδους
γιὰ τὶς σχέσεις τῶν δύο Ἐκκλησιῶν Πατριαρχικῆς Πράξεως τοῦ 1928.
Βεβαίως
καὶ μὲ τὴ μονοδιάστατη ἀξιολόγηση τῆς περὶ οὗ ὁ λόγος Πράξεως ἔχουν διατυπωθεῖ
πολλὰ καὶ ἀξιόλογα ἐπιχειρήματα, τὰ ὁποῖα ἀποδυναμώνουν τὶς ἀξιώσεις τοῦ
Πατριαρχείου.
Ὅμως,
ἕνας συσχετισμὸς τῆς Πράξεως αὐτῆς μὲ αὐτὸν καθ’ ἑαυτὸν τὸν Συνοδικὸ Τόμο τοῦ 1850,
ὁ ὁποῖος προηγήθηκε καὶ ὁ ὁποῖος ἐκφράζει μὲ κάθε λεπτομέρεια τὶς διαθέσεις καὶ
τὸ φρόνημα τῆς Κωνσταντινουπόλεως, κυριολεκτικὰ ἀχρηστεύει τὴν Πατριαρχικὴ
Πράξη τοῦ 1928 καὶ ἀποδεικνύει περίτρανα ὅτι αὐτὴ ἡ Πράξη δὲν θὰ εἶχε ποτὲ ἐκδοθεῖ
ἂν ἐπρυτάνευε ἡ λογικὴ καὶ ἡ θεολογικὴ ὀξυδέρκεια στοὺς τότε ἐκκλησιαστικῶς ὑπευθύνους.
Ἀρκεῖ
ἡ παράθεση μιᾶς καὶ μόνης παραγράφου τοῦ Συνοδικοῦ Τόμου γιὰ νὰ καταπέση ἡ ἰσχὺς
τῆς Πατριαρχικῆς Πράξεως. Τὴν ἀντιγράφουμε:
«...
ὡρίσαμεν τῇ δυνάμει τοῦ Παναγίου καὶ Τελεταρχικοῦ Πνεύματος διὰ τοῦ παρόντος
Συνοδικοῦ Τόμου, ἵνα ἡ ἐν τῷ Βασιλείῳ τῆς Ἐλλάδος Ὁρθόδοξος Ἐκκλησία ἀρχηγὸν ἔχουσα
καὶ κεφαλήν, ὡς καὶ πᾶσα ἡ Καθολικὴ καὶ Ὁρθόδοξος Ἐκκλησία, τὸν Κύριον καὶ Θεὸν
καὶ Σωτῆρα ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, ὑπάρχη τοῦ λοιποῦ κανονικῶς
αὐτοκέφαλος ...ἐπιγινώσκομεν αὐτὴν καὶ
ἀνακηρύσσομεν πνευματικὴν ἡμῶν ἀδελφὴν ...καὶ ὡς τοιαύτην τοῦ λοιποῦ ἀναγνωρίζεσθαι
καὶ μνημονεύεσθαι τῷ ὁνόματι «Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος» δαψιλεύομεν δὲ αὐτῇ καὶ πάσας τὰς προνομίας καὶ πάντα τὰ
κυριαρχικὰ δικαιώματα, τὰ τῇ ἀνωτάτῃ Ἐκκλησιαστικῇ ἀρχῇ παρομαρτοῦντα...»!
Ποιός,
ἄραγε, μετὰ τὴν παράγραφο αὐτή, καὶ ἰδιαιτέρως μετὰ τὶς τελευταῖες φράσεις της,
«δαψιλεύομεν δὲ αὐτῇ καὶ πάσας τὰς προνομίας καὶ πάντα τὰ κυριαρχικὰ
δικαιώματα, τὰ τῇ ἀνωτάτῃ Ἐκκλησιαστικῇ ἀρχῇ παρομαρτοῦντα», μπορεῖ νὰ στηρίξη
κυριαρχικὰ δικαιώματα τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἐπὶ τῶν μητροπόλεων τῆς Ἐκκλησίας
τῆς Ἑλλάδος, ἔστω καὶ ἂν οἱ λεγόμενες «Νέες Χῶρες», οἱ μητροπόλεις τῆς Ἠπείρου,
τῆς Θράκης κλπ., δόθηκαν πολιτειακὰ ἐκ τῶν ὑστέρων στὸ «Βασίλειον τῆς Ἑλλάδος»;
Γιὰ
νὰ μὴν ὑπάρξη ἀμφισβήτηση ὡς πρὸς αὐτὸ ποὺ ἐννοεῖ ὁ Πατριαρχικὸς Τόμος γιὰ τὰ
δαψιλευθέντα κυριαρχικὰ δικαιώματα πρὸς τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ἐφρόντισε ὁ
Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ἄνθιμος (Ὁ Πατριάρχης τοῦ Συνοδικοῦ Τόμου) νὰ
διευκρινήση σὲ συνοδευτικὴ τοῦ Τόμου Συνοδικὴ Ἐπιστολή, ὅτι «τοῦ λοιποῦ τὴν κατὰ
τὸν ἡμέτερον Συνοδικὸν Τόμον καθεστηκυῖαν ἱερὰν Σύνοδον τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
ἀπαξάπαντες ἀναγνωρίσητε ἀνωτάτην Ἐκκλησιαστικὴν ἀρχήν, περιβεβλημένην ἅπαντα τὰ
δικαιώματα ἐπὶ τῶν ἐν Ἑλλάδι Ἐκκλησιῶν, ὅσα περ ἐκέκτητο
πρότερον ὁ καθ’ ἡμᾶς Ἀποστολικὸς Πατριαρχικὸς Οἰκουμενικὸς Θρόνος».
Τὰ
«κυριαρχικὰ δικαιώματα» τῆς Κωνσταντινουπόλεως δόθηκαν, λοιπόν, στὴν «Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος», ὄχι
σὲ συγκεκριμένες Μητροπόλεις. Καὶ ἀπ’ ὅτι γνωρίζουμε, κανεὶς μέχρι σήμερα, οὔτε
Ἕλληνας ἄλλ’ οὔτε Κωνσταντινουπολίτης Ἱεράρχης δὲν ἔχει ἀρνηθεῖ ὅτι καὶ οἱ «Νέες
Χῶρες» ἀνήκουν στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος.
Αὐτὸ
ἀποδεικνύεται στὴν Πράξη, δεδομένου ὅτι οἱ «Νεοχωρῖτες» Μητροπολῖτες μετέχουν
στὴν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο δὲν εἶναι ἐφικτὸ στοὺς
Ἕλληνες Μητροπολῖτες, ποὺ ὑπάγονται ἀπ’ εὐθείας στὸ Πατριαρχεῖο, δηλαδὴ οἱ Ἱεράρχες
τῆς Κρήτης καὶ τῆς Δωδεκανήσου.
Τὸ
αὐτονόητο συμπέρασμα, ὅτι μὲ τὸ Συνοδικὸ Τόμο παρέχεται ἅπαξ διὰ παντὸς τὸ
κυριαρχικὸ δικαίωμα στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος νὰ ἐντάσση στὴν Ἱεραρχία της ὅσες
Μητροπόλεις προσαρτῶνται κατὰ καιροὺς στὴν Ἑλληνικὴ Ἐπικράτεια, εἶχε ἐξάγει καὶ
ὁ Θεόκλητος Φαρμακίδης, πολέμιος μὲν τοῦ Συνοδικοῦ Τόμου ἀλλὰ καὶ ὁ πλέον
λεπτολόγος ἑρμηνευτής του. Γράφει: «Μένουσι δὲ ἔτι ὑπὸ τὴν Ἐκκλησιαστικὴν
κυριαρχίαν τοῦ Ἁρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως ἐκ τῶν ἀποτελουσῶν ἄλλοτε τὴν ἐπαρχίαν
τῆς Ἀνατολικῆς Ἰλλυρίας ἐπαρχιῶν ἡ Θεσσαλία, ἡ Μακεδονία, αἱ δύο Ἤπειροι κλπ. διότι μένουσιν ἔτι ὑπὸ τὴν δεσποτείαν τῶν ἀλλοφύλων. Ἂν
αὔριον ἀπελευθερωθῶσιν ἐξ αὐτῆς καὶ αὐτοὶ οἱ τόποι, ἀπελευθεροῦνται εὐθὺς καὶ αἱ
Ἐκκλησίαι αὐτῶν ἐξ ἐκείνης, ὅ ἐστιν ἀπολαμβάνουσι πάλιν, ἃ ἐστερήθησαν καὶ κατὰ
τοῦτο δίκαια. Διότι οὔτε νόμος, οὔτε κανών, οὔτε ἔθιμον ἀρχαῖον, οὔτε χρόνος ἐμποδίζουσιν
αὐτὰς ἀπὸ τοῦ νὰ ἀπολαύσωσι τὰ οἰκεῖα δίκαια». Αὐτὰ τὰ γράφει ὁ Φαρμακίδης τὸ 1852
καὶ βεβαίως δὲν διανοεῖται, ὅπως καὶ κάθε λογικὸς ἄνθρωπος, ὅτι μποροῦσε νὰ ὑπάρξη
ἐκ τῶν ὑστέρων ἡ τραγελαφικὴ καὶ ἀντικανονικὴ Πράξη τοῦ 1928.
Δυστυχῶς ὁ ἐπινοητής της, ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν
Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, στὴν προσπάθειά του νὰ ἀνταποκριθῆ στὴν τεχνητὴ
κρίση, ποὺ παρουσιάσθηκε ἐπὶ τῶν ἡμερῶν τῆς ποιμαντορίας του, θεώρησε πὼς αὐτὴ ἡ
Πράξη θὰ ἦταν συμβιβαστικὴ λύση (παρ’ ὅτι καὶ ὁ ἴδιος τὴν θεώρησε «παρὰ τοὺς Ἱεροὺς
Κανόνας» καὶ ὡς λύση “οἰκονομίας”), ἔκαμε τὰ εὔκολα, δύσκολα, δὲν ἀξιοποίησε τὰ
«κυριαρχικὰ δικαιώματα» ποὺ τοῦ παρέχει ὁ Συνοδικὸς Τόμος καὶ ἐνέπλεξε τὴν Ἐκκλησία
τῆς Ἑλλάδος σὲ δεινὴ περιπέτεια.
Τὴν
περιπέτεια αὐτὴ ἀναβιώνουμε σήμερα μὲ τὴν ἔνταση στὶς σχέσεις μας μὲ τὴν Ἐκκλησία
τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ διαπιστώνουμε γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ ὅτι ὁ Πανεπιστημιακὸς
Καθηγητὴς Ἀρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Παπαδόπουλος μπορεῖ μὲν νὰ ἦταν ἀξιόλογος
συγγραφεύς ἀλλά, μὲ τοὺς ἄστοχους χειρισμούς του, “χρέωσε” στὴν Ἐκκλησία μας,
καὶ τὸ Παλαιοημερολογητικὸ Σχῖσμα καὶ τὴν Κρίση μὲ τὴν Κωνσταντινούπολη!
Ο ΣΥΝΟΔΙΚΟΣ ΤΟΜΟΣ
ΚΑΙ ΤΟ
ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
Μερικοὶ
προσπάθησαν νὰ χρησιμοποιήσουν ὡς ἐπιχείρημα ὑπὲρ τοῦ Πατριαρχείου τὸ γεγονὸς ὅτι
ὁ Συνοδικὸς Τόμος καὶ ἡ Πατριαρχικὴ Πράξη τοῦ 1928 κατοχυρώνονται στὸ ἰσχῦον
Σύνταγμα τῆς Ἑλλάδος. Δὲν ἔκαμαν, ὅμως, τὸν κόπο νὰ σκεφθοῦν λίγο περισσότερο
πάνω στὸ ἐπιχείρημα αὐτὸ καὶ γι’ αὐτὸ λησμόνησαν τὸ σπουδαιότερο. Λησμόνησαν πὼς
ὁ Συνοδικὸς Τόμος ρητῶς ὁρίζει ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ὄχι μόνο ἀναγνωρίζεται
αὐτοκέφαλος ἀλλὰ καὶ διοικεῖ «τὰ τῆς Ἐκκλησίας κατὰ τοὺς Θείους καὶ Ἱεροὺς
Κανόνας ἐλευθέρως καὶ ἀκωλύτως ἀπὸ πάσης κοσμικῆς ἐπεμβάσεως»!
Αὐτὸ
σημαίνει πολὺ ἁπλᾶ ὅτι, ἀφ’ ἑνὸς μὲν ἡ Πολιτεία δὲν ἔχει
κανένα ἀπολύτως δικαίωμα νὰ ἐλέγξη τὴν Ἐκκλησία, γιὰ τὸ ἐὰν καὶ κατὰ πόσον τηρεῖ τὸν Πατριαρχικὸ Τόμο καὶ
τὴν Πατριαρχικὴ Πράξη (ἐφ’ ὅσον αὐτὸ τὸ ἀπαγορεύει ὁ προστατευόμενος ἀπὸ τὸ
Σύνταγμα Συνοδικὸς Τόμος), ἀφ’ ἑτέρου δὲ ὅτι ἡ Ἐκκλησία διὰ τῆς Συνταγματικῆς
κατοχυρώσεως τῶν ἀνωτέρω ἔχει τὴ δυνατότητα νὰ ὑποχρεώνη τὴν Πολιτεία νὰ ἐπικυρώνη
τὶς Ἐκκλησιαστικὲς ἀποφάσεις της ὥστε νὰ ἔχουν αὐτὲς καὶ νομικὴ ἰσχύ.
Αὐτὰ
τὰ ἔχει ξεκαθαρίσει ὁ πολιτειοκράτης ἀλλὰ καὶ ἀπίστευτα λογικὸς ἄνθρωπος, ὁ
Θεόκλητος Φαρμακίδης. Γράφοντας τότε:
«
Ἂν ὁ Συνοδικὸς Τόμος γενῆ δεκτός, καὶ κατασταθῆ νόμος τῆς ἐπικρατείας, τίνος ἄλλου
καταστατικοῦ νόμου ὑπάρχει χρεία; Ἀρχὴ αὐτοσύστατος, αὐθύπαρκτος, αὐθυπόστατος,
ὅλως ἀνεξάρτητος ἀπὸ τῆς πολιτείας. Ἄλλο Κράτος ἐν Κράτει, ἐλευθέρως καὶ ἀκωλύτως
ἀπὸ πάσης Κοσμικῆς Ἐπεμβάσεως διοικοῦσα τὰ τῆς Ἐκκλησίας καθόλου... Πᾶς λοιπὸν ἄλλος
νόμος εἶναι ὄχι μόνον περιττός, ἀλλὰ καὶ γελοῖος!»
Πρέπει
νὰ καταλάβουν οἱ πολέμιοι τοῦ Ἑλλαδικοῦ αὐτοκεφάλου ὅτι τὸ Σύνταγμα τῆς Ἑλλάδος
κατοχυρώνει Πολιτειακὰ μόνο τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος καὶ μόνον αὐτήν.
Τὴν
προστατεύει, φερ’ εἰπεῖν, ἀπὸ ληστρικὲς ἐπεμβάσεις τῆς Πολιτείας, ὅπως κατὰ τὸ
παρελθὸν ὁ νόμος Τρίτση ἔπεσε στὸ κενὸ γιατὶ προσέκρουσε στὸ «ἀκωλύτως ἀπὸ πάσης κοσμικῆς ἐπεμβάσεως».
Ἐξ
ἄλλου, τὸ Σύνταγμα τῆς Ἑλλάδος, ὅπως καὶ κάθε Σύνταγμα, ψηφίζεται γιὰ νὰ
κατοχυρώνη τὰ δικαιώματα τῶν πολιτῶν τῆς χώρας καὶ ὄχι τὰ συμφέροντα τῶν ἀλλοδαπῶν.
Πόσο μᾶλλον ὅταν οἱ ἀλλότριες διεκδικήσεις διασποῦν τὴν ἁρμονία τῶν Ἑλληνικῶν
πόλεων καὶ ταράσσουν τὴν εἰρήνη τῶν Ἑλλήνων πολιτῶν.
Τὸ θέμα, λοιπόν, δὲν θὰ
τό λύση ἡ Πολιτεία. Δὲν ἔχει κανένα δικαίωμα ἀναμίξεως, παρ’ ἐκτὸς τοῦ νὰ ὑπενθυμίση στὸ Φανάρι ὅτι τὸ
Σύνταγμα τῆς χώρας ἀποσκοπεῖ στὸ νὰ διατηρῆ τὴν ἐδαφικὴ ἀκεραιότητα τῆς χώρας
καὶ νὰ προστατεύη τὰ νομικὰ συμφέροντα καὶ δικαιώματα τῶν πολιτῶν καὶ ὑπηκόων
της.
Ἡ
Πράξη τοῦ 1928 καὶ ...οἱ δανεικοὶ παῖκτες
ΠΩΣ ΑΝΤΙΛΑΜΒΑΝΕΤΑΙ Η
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ ΤΟΥΣ ΙΕΡΟΥΣ
ΚΑΝΟΝΕΣ
Ἂν, παρακάμπτοντας τὴν
ἱστορία, ποὺ βοᾶ ὅτι οἱ Μητροπόλεις τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἦσαν ἀνέκαθεν αὐτοκέφαλες
καὶ δεχθοῦμε ὅτι ὁ Συνοδικὸς Τόμος ἔπρεπε ἀπαραιτήτως νὰ μᾶς χορηγηθῆ ἀπὸ τὴν
Κωνσταντινούπολη καὶ πάλι δὲν μποροῦμε νὰ ἀποσιωπήσουμε ὅτι καὶ αὐτὸς ἀλλὰ καὶ ἡ
Πράξη τοῦ 1928 προσφέρονται γιὰ τὴ συγγραφὴ θεολογικῆς διατριβῆς ὡς πρὸς τὴν
καταστρατήγηση τῶν Ἱερῶν Κανόνων. Παρὰ ταῦτα, οἱ Πατριαρχικοὶ ἔχουν τὸ κουράγιο
νὰ ὁμιλοῦν συνεχῶς περὶ σεβασμοῦ τῶν Ἱερῶν Κανόνων. Φαίνεται, πὼς μερικοὶ
νομίζουν ὅτι ὅλες οἱ Συνοδικὲς ἀποφάσεις,
ἀσχέτως τῆς λογικῆς καὶ τῆς θεολογίας τοῦ περιεχομένου τους, ἀναγορεύονται αὐτοδικαίως
σὲ Ἱεροὺς Κανόνες!
Θὰ
ἀρκεσθοῦμε σὲ μιὰ δειγματοληπτικὴ ἀναφορά:
Ὁ
Συνοδικὸς Τόμος ἐγκαθιστᾶ ὡς ὑπερτάτη Ἐκκλησιαστικὴ Ἀρχὴ Σύνοδο Διαρκῆ καὶ ὄχι
τὴ Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας. Δηλαδὴ ὁρίζει ὅτι 12 Ἀρχιερεῖς θὰ διοικοῦν τὴν Ἐκκλησία
τῆς Ἑλλάδος. Ὁ θεσμὸς αὐτὸς εἶναι ἄγνωστος στὴν Ἀνατολικὴ ἀλλὰ καὶ στὴ Δυτικὴ Ἐκκλησία,
μπορεῖ δὲ νὰ τὸν συναντήση κανεὶς μόνο στὶς Προτεσταντικὲς Ἐκκλησίες, ποὺ
διοικοῦνται ἀπὸ διαρκῆ Συνέδρια.
Τὸν
Συνοδικὸ Τόμο συνυπογράφουν πέντε πρώην Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως (Κωνστάντιος Α΄,
Κωνστάντιος Β΄, Γρηγόριος, Γερμανός, Ἄνθιμος) καὶ ὁ ἐν ἐνεργεία Ἄνθιμος Β΄! Ἄραγε
μὲ ποιὰ ἰδιότητα ὑπογράφουν οἱ πρώην Πατριάρχες; Πῶς συμβαίνει, ἐνῶ ἔχουν ἀπομακρυνθεῖ
ἀπὸ τὸ θρόνο τους καὶ εἶναι σχολάζοντες, χωρὶς ἐξουσία,
νὰ ὑπογράφουν τὸ αὐτοκέφαλο μιᾶς Ἐκκλησίας; Βεβαίως ἡ ἀπάντηση δὲν μπορεῖ νὰ ἀναζητηθῆ
στοὺς Ἱεροὺς Κανόνες γιατί, ἀπλούστατα, τέτοιοι Ἱεροὶ Κανόνες δὲν ὑπάρχουν!
Τὸ
πιὸ ἐξωφρενικὸ, ὅμως, ὁρίζεται στὴν Πατριαρχικὴ Πράξη τοῦ 1928. Ὁρίζεται ὅτι παραχωροῦνται «ἐπιτροπικῶς» στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος
οἱ Μητροπόλεις τῶν «Νέων Χωρῶν»!
Τὶ
θὰ πεῖ «ἐπιτροπικῶς»; Ὅτι οἱ Μητροπολῖτες τῶν «Νέων Χωρῶν», παρ’ ὅτι οἱ «Νέες Χῶρες» εἶναι πόλεις τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους,
ἀνήκουν στὴν... Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως(!) ἀλλὰ διοικοῦν καὶ ἐπισκοποῦν
Μητροπόλεις, ποὺ ἀνήκουν στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ἡ ὁποία Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος
εἶναι αὐτοκέφαλη καὶ ἔχει, σύμφωνα μὲ τὸ Συνοδικὸ Τόμο, ὅλα τὰ κυριαρχικὰ δικαιώματα τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἐπὶ τῶν Ἑλληνικῶν
Πόλεων! Βρίσκετε ἐσεῖς λογικὴ σ’ ὅλα
αὐτά; Βεβαίως ὄχι!
Τέτοιο
καθεστώς, σίγουρα δὲν συναντᾶ κανεὶς στοὺς Ἱεροὺς Κανόνες. Τὸ συναντᾶ, ὅμως, στὸ
σύγχρονο ποδόσφαιρο, ὅπου μιὰ ὁμάδα, π.χ. ὁ Παναθηναϊκός, ἔχει ποδοσφαιριστάς,
ποὺ τοῦ ἀνήκουν, ἀλλὰ κάποιους ἀπὸ αὐτοὺς μπορεῖ, σύμφωνα μὲ τὴν ποδοσφαιρικὴ
νομοθεσία νὰ τοὺς δίνη δανεικοὺς σὲ ἄλλη ὁμάδα, π.χ. στὸν Ο.Φ.Η., γιὰ ἕνα
χρονικὸ διάστημα καὶ ὅταν πάλι τοὺς χρειασθῆ, σύμφωνα μὲ τὴ σχετικὴ Πράξη ποὺ ἔχουν
οἱ δύο ὁμάδες ὑπογράψει, τοὺς παίρνει πίσω!
Ἔτσι,
δυστυχῶς, σὰν τὸ ποδόσφαιρο, δηλαδὴ σὲ «κλωτσοσκούφι» ἔχουμε μετατρέψει τὰ Ἱερὰ
τῆς Ἐκκλησίας μας!
Πρωτ. Βασίλειος Ε. Βολουδάκης
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ.
Φύλλου 15
Ὀκτώβριος
2003