«ΕΝΩ
ΕΙΣ ΤΗΝ ΟΔΟΝ ΕΞΩ, ΟΥΔΕΝ ΑΚΟΥΟΥΝ ΟΙ ΛΑΟΙ»
(Κ. Καβάφης)
Ἄλλο ἕνα καλοκαῖρι ἔφτασε
στὸ τέλος του, κλείνοντας γι’ ἄλλη μιὰ φορὰ τὸν κύκλο του μὲ τὴ γλυκόπικρη
γεύση τοῦ φθινοπώρου ποὺ ἔρχεται, ἀφήνοντάς μας –ἐπίσης γι’ ἄλλη μιὰ φορὰ– νὰ
διαπιστώσουμε ὅτι, ἡ προσδοκία ἀποδεικνύεται ἀνώτερη ἀπ’ τὴν πραγματικότητα.
Ξεκινάει
κανείς, περιμένοντας πολλὰ: καὶ διακοπὲς καὶ ξεκούραση, ἀλλὰ καὶ περισσότερη ὥρα γιὰ νὰ διαβάσει τὰ βιβλία
ποὺ ἔχουν μαζευτεῖ καὶ νὰ βγάλει καὶ τὴν καθυστερημένη δουλειὰ ποὺ ἐπίσης ἔχει
μαζευτεῖ. Δυστυχῶς, ὅταν ἔρχεται τὸ φθινόπωρο, ἡ ξεκούραση μοιάζει λιγότερη ἀπ’
ὅσο ἀρχικὰ εἶχε ὑπολογίσει, ἐνῶ ἡ μαζεμένη δουλειὰ καὶ τὰ ἀδιάβαστα βιβλία ἔχουν
μὲ κάποιο «μαγικὸ» τρόπο αὐξηθεῖ ἀντὶ νὰ ἐλαττωθοῦν. Καὶ καταλήγουμε νὰ
τελειώνουμε τὶς διακοπές... νοιώθοντας τὴν ἀνάγκη νὰ πᾶμε διακοπές!...
Τελικά,
ὅπως φαίνεται, ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς ξεκουράσει κανείς, παρὰ
μόνον ὁ ἑαυτός μας, ἀλλά, ἀπ’ ὅ,τι βλέπω, αὐτὸς δὲν ἔχει πρόθεση νὰ κάνει καὶ
πολλὰ πράγματα γιὰ μᾶς. Ἔτσι, ἡ ξεκούραση μοιάζει νὰ ἔχει πιὰ μετατραπεῖ σ’ ἕνα
εἶδος χίμαιρας: ὅλο τὴν κυνηγᾶς, ἀλλὰ ποτέ δὲν τὴν πιάνεις!
Εἰδικὰ
αὐτὸ τὸ καλοκαῖρι –ἴσως γιατὶ ἔτυχε νὰ γνωρίσω καὶ νὰ μιλήσω μὲ πολλοὺς ἀνθρώπους–
αὐτὸ τὸ κυνῆγι «ἄπιαστων πουλιῶν» μοῦ ἔμοιασε νὰ ἔχει καθιερωθεῖ σὰν τὸ ἐθνικό
μας σπόρ! Ὁ κάθε ἄνθρωπος ποὺ συζητοῦσα εἶχε μιὰ δική του κοσμοθεωρία, ἕνα
συνοθύλευμα πραγμάτων ποὺ εἶχε ἀκούσει –στὴν τηλεόραση ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον– ἢ ποὺ
εἶχε διαβάσει. Κι ὁ καθένας, ἤθελε νὰ ἀποδείξει στοὺς ἄλλους ὅτι ἡ κοσμοθεωρία
του εἶναι ἡ ἰδανική. Τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι νὰ ἔχουμε γίνει μιὰ χώρα νευρωτικῶν ἀνθρώπων
ποὺ μιλοῦν καὶ καπνίζουν ἀσταμάτητα, χωρὶς νὰ ἀκοῦνε τὶ τοὺς ἀπαντάει ὁ συνομιλητής
τους.
Ὅλοι
ἔχουμε τὴν πεποίθηση ὅτι ἔχουμε βρεῖ τὸ κλειδὶ τῆς εὐτυχίας καὶ τὴ λύση γιὰ ὅλα
μας τὰ προβλήματα. Κι ὅλοι στοιβάζουμε ἀδιέξοδα τὸ ἕνα πάνω στ’ ἄλλο –σὰν τὰ ἀδιάβαστα
βιβλία μου– τὰ ὁποῖα μέρα μὲ τὴ μέρα περιπλέκονται ἀντὶ νὰ ἁπλοποιοῦνται. Γι’ αὐτὸ
καὶ ἡ ἠρεμία εἶναι κάτι τὸ ἄγνωστο σὲ μᾶς. Ἀκόμα καὶ στὴν Ἐκκλησία, τὴν ὥρα τῆς
Θείας Λειτουργίας, ἡ ἀνησυχία, ἡ κίνηση, ἡ φασαρία, δὲν σταματοῦσε λεπτό. Τὰ
παιδιὰ κυρίως, ἔδιναν τὴν ἐντύπωση πολυκαιρισμένου δυναμίτη, ποὺ πρέπει νὰ τὸν
μεταχειριστεῖς μὲ ἄπειρη προσοχή, γιατὶ εἶναι ἀσταθὴς καὶ ἕτοιμος νὰ ἐκραγεῖ ἀκόμη
καὶ μὲ μιὰ ἀναπνοή. Γιατὶ τὰ παιδιὰ εἶναι οἱ ἀποδέκτες καὶ οἱ ἐκφραστὲς ὅλης τῆς
παράνοιας τῶν ἐνηλίκων.
Εἶδα
κοριτσάκια ποὺ δὲν εἶχαν φτάσει ἀκόμη τὴν ἐφηβεία τους νὰ προχωροῦν νὰ ἐπιβιβαστοῦν
στὸ πλοῖο, χορεύοντας κάτι ποὺ ἔμοιαζε ἀνάμεσα σὲ ρὸκ καὶ χορὸ τῆς κοιλιᾶς,
ξεφωνίζοντας ὅτι «διασκεδάζουν» καὶ «περνᾶνε καλά». Κι ἀπὸ πίσω, ὁ μπαμπὰς καὶ ἡ
μαμὰ χαμογελοῦσαν αὐτάρεσκα γιὰ τὰ «ἔξυπνα» καὶ «ξεβγαλμένα» βλαστάρια τους!
Ἡ
κρίση προσωπικότητας, ποὺ περνᾶμε αὐτὴ τὴν περίοδο σὰν ἔθνος, φαίνεται πολὺ πιὸ
καθαρὰ στὴν ἐπαρχία. Δὲν ξέρω ἂν εἶχα μιὰ ὑπερβολικὰ ρομαντικὴ καὶ εἰδυλλιακὴ εἰκόνα
τῆς ζωῆς στὴν ἐπαρχία, ἀλλὰ περίμενα ὅτι, οἱ ἄνθρωποι ποὺ ζοῦν μακριὰ ἀπ’ τὴ «σύγχυση
τῶν φρενῶν» ποὺ ἀναπόφευκτα προκαλοῦν οἱ ρυθμοὶ τῆς ἀπάνθρωπης πόλης μας, θὰ ἦταν
πιὸ ἤρεμοι, πιὸ φιλοσοφημένοι, πιὸ κοντὰ στὸν παλιὸ χαρακτῆρα τοῦ λαοῦ μας.
Περίμενα πώς, ἀφοῦ στὰ μικρὰ μέρη εἶναι πάνω–κάτω ὅλοι μιὰ οἰκογένεια, θὰ ὑπῆρχε
καὶ ἐνδιαφέρον καὶ συμπαράσταση καὶ ἀλληλοκατανόηση τοῦ ἑνὸς γιὰ τὸν ἄλλον. Ἡ εἰκόνα
ὅμως ποὺ εἶδα αὐτὸ τὸ καλοκαῖρι ἦταν σκέτη θλίψη. Σὲ «παραδοσιακὸ» νησὶ μὲ
περίπου δύο χιλιάδες μόνιμους κατοίκους, νὰ ὑπάρχει ἀνθοῦσα «ἐκκλησία» τῆς
Πεντηκοστῆς, ποὺ ἀριθμεῖ πάνω ἀπὸ τριάντα σταθερὰ μέλη, τῶν ὁποίων ὁ ἀριθμὸς αὐξάνει
λόγω τοῦ ἔξυπνου προσηλυτισμοῦ. Περιουσίες χάνονται σὲ χαρτοπαιχτικὲς λέσχες. Οἰκογένειες
σὲ διάλυση. Ὁ ἀλκοολισμὸς σὲ ἔξαρση. Τὰ ναρκωτικὰ πωλοῦνται στὰ λιμάνια μπροστὰ
στὰ μάτια ὅλων. Κι ὅλοι προσποιοῦνται πὼς δὲν τρέχει τίποτα καὶ δὲν ξέρουν
τίποτα. Κανεὶς δὲν θέλει νὰ παραδεχτεῖ πὼς ὑπάρχει πρόβλημα.
Καὶ
ἐνῶ οἱ ἄνθρωποι εἶναι τόσο ἀνοιχτοὶ σὲ κάθε πλάνη καὶ σὲ κάθε ἐκτροπή, ὅλη ἡ
δυσπιστία τους κι ἡ ἀντίστασή τους ἐξαντλεῖται στὴν Ἐκκλησία. Τὰ προβλήματα καὶ
οἱ περιπέτειες ποὺ ἔχουν ἀντιμετωπίσει μὲ τοὺς κληρικούς τους, τοὺς ἔχουν ἀπογοητεύσει
τόσο, ὥστε νὰ τοὺς δημιουργήσουν ἀπώθηση πρὸς κάθε τι σχετικὸ μὲ τὴν Πίστη μας.
Αὐτὸ ἔχει σὰν ἀποτέλεσμα, ὁ καθένας νὰ ἔχει φτιάξει μιὰ δική του πίστη ποὺ δὲν
τὴν διαπραγματεύεται. Ἔτσι, ὁ Θεός μας ἔχει ξεπεράσει τὸ Ρωμαϊκὸ θεὸ Ἰανὸ –τὸν
θεὸ μὲ τὰ δύο πρόσωπα, ἀπ’ τὸν ὁποῖο πῆρε καὶ τὸ ὄνομά του ὁ μήνας Ἰανουάριος–
καὶ παρουσιάζεται πολυπρόσωπος, ἀφοῦ ὁ καθένας μας τὸν «κόβει καὶ τὸν ράβει» στὰ
μέτρα του.
Ξέρω
ὅτι οἱ διαπιστώσεις μου εἶναι πικρές. Καταλαβαίνω ὅτι εἶναι δύσκολο πρᾶγμα νὰ
βλέπει κανεὶς τὰ προβλήματα ὅταν θὰ ἤθελε νὰ βλέπει μόνο καλὰ καὶ ξεκούραστα
πράγματα. Ὅμως, τὸ νὰ κλείνουμε τὰ μάτια μας θεληματικὰ ἐκεῖ ποὺ θά ‘πρεπε νὰ ἔχουμε
ἐγρήγορση δὲν μᾶς ὁδηγεῖ πουθενά, δὲν λύνει κανένα πρόβλημα καὶ –κυρίως– δὲν μᾶς
ἀφήνει νὰ ἡσυχάσουμε. Τὰ ἴδια μας τὰ ἀδιέξοδα, ποὺ ἐμεῖς μόνοι μας
δημιουργήσαμε, ἔχουν γίνει ἐρινύες ποὺ καταδιώκουν ἀνελέητα κάθε πτυχὴ τῆς ζωῆς
μας.
Ἐπιτέλους,
ποτὲ δὲν εἶναι ἀργὰ νὰ ἐλευθερωθοῦμε ἀπ’ τὴν μιζέρια στὴν ὁποία ἔχουμε ἐγκλωβιστεῖ.
Ἀρκεῖ νὰ πάρουμε τὴ ζωή μας λιγάκι πιὸ σοβαρὰ ἀπ’ ὅτι τὴν ἔχουμε πάρει μέχρι
τώρα. Καὶ νὰ γίνουμε λίγο σοφότεροι. Ἔστω καὶ ἀκολουθῶντας τοὺς «προσιόντας
σοφοὺς» τοῦ Καβάφη, τῶν ὁποίων
«...ἡ
ἀκοὴ
κάποτε ἐν ὥραις σοβαρῶν σπουδῶν
ταράττεται. Ἡ μυστικὴ βοὴ
τοὺς ἔρχεται πλησιαζόντων γεγονότων.
Καὶ τὴν προσέχουν εὐλαβεῖς. Ἐνῶ εἰς τὴν ὀδὸν
Ἔξω, οὐδὲν ἀκούουν οἱ λαοί»!...
Νινέττα Βολουδάκη
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 36-38
Ἰούνιος-Αὔγουστος 2005
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου