Ἱερομονάχου ΣΑΒΑΤΙΕ
ΜΠΑΣΤΟΒΟΪ
Η ΤΕΧΝΗ ΩΣ ΜΝΗΜΕΙΟ ΧΩΡΙΣΜΟΥ
ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΕΟ
ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΕΟ
Α΄ μέρος
Τέχνη συνιστᾶ ἐκεῖνο
τό ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος κατάλαβε μετά τόν χωρισμό του ἀπό τόν Θεό, ἀποτελεῖ δέ τό
δράμα τοῦ χωρισμοῦ καί τῆς ἀπομονώσεως μας. Ἡ ἀπομόνωση εἶναι τό κεντρικό θέμα
στήν Τέχνη καί ἔξω ἀπό αὐτή ἡ Τέχνη δέν μπορεῖ οὔτε νά ἐννοηθεῖ. Ἀλλά ἀπομόνωση
σημαίνει Θάνατος.
Ὁ
Ρουμάνος ποιητής Μιχαήλ Ἐμινέσκου συνέλαβε μεγαλοφυῶς τήν γένεση τῆς Τέχνης: «Αἰώνια
νέος, κουκουλωμένος στό μανδύα μου, σήκωνα ὀνειροπαρμένος τό μέτωπό μου πρός τό
ἄστρο τῆς μοναξιᾶς καί δέν πίστευα ὅτι κάποτε θά μάθαινα νά πεθάνω.» Ἰδού ἡ
κραυγή ἀλλά καί ὁ κλαυθμυρισμός τοῦ Ἀδάμ, πού μόλις ἔπεσε: «Δέν πίστευα ὅτι
κάποτε θά μάθαινα καί νά πεθάνω.» Ἰδού ἡ Τέχνη: τό ἀσύμβατο τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν
Θάνατο, ἡ ἐξέγερσή του ἐναντίον της, ὁ πόνος του ἐξ αἰτίας της, ἀλλά καί ἡ ἀδιέξοδη
παρηγοριά –ἡ παθητική «ἐκμάθηση» τοῦ «θανάτου».
Μόλις
«ἔμαθε νά πεθάνει», ὁ ἄνθρωπος ξέχασε ἤδη τήν θέση τοῦ Θεοῦ στήν ζωή του.
Σηκώνει τό μέτωπό του πρός τό «ἄστρο τῆς μοναξιᾶς». Ἐμεῖς πιστεύουμε ὅτι ἀκριβῶς
τό σήκωμα αὐτό τοῦ μετώπου εἶναι ἡ Τέχνη. Τό μέτωπο, ὡς σύμβολο τῆς σοφίας καί
τῆς δυνάμεως, δέν τρέφεται πλέον ἀπό τόν Θεό, ἀλλά αὐτοσυντηρεῖται.
«Τό
ἄστρο τῆς μοναξιᾶς» ἀποτελεῖ μᾶλλον ἀπέραντη προβολή τῆς μοναξιᾶς τοῦ καθενός,
μιά ἀπολυτοποίηση τῆς προσωπικῆς μοναξιᾶς, ἡ ὁποία γίνεται τό κέντρο ἑνός ἀνήμερου
καί ἀπέλπιδου κόσμου. Τό νέο αὐτό ἄστρο, μοναδικό καί προσωποποιημένο, ἐξαλείφει
στήν συγκεκριμένη περίπτωση μέ τήν σημασία του ὅλα τά ἄλλα ἄστρα καί γίνεται
κατ’ αὐτό τόν τρόπο γιά τό συγκεκριμένο πρόσωπο τό μοναδικό σημεῖο ἀναφορᾶς σ’ ὁλόκληρο
τό σύμπαν, ὁ μοναδικός «φωτοδότης».
«Σήκωνα
τό μέτωπό μου πρός τό ἄστρο τῆς μοναξιᾶς». Ὄχι τά μάτια, ἀλλά τό μέτωπο! Ὁ ἄνθρωπος
βαδίζει ψηλαφᾶ τό φῶς μέ τό μέτωπο, σάν νά
ψηλαφᾶ μέ κομμένα τά χέρια. Τά μάτια του τυφλώθηκαν πρίν ἀπό τόσα πολλά
χρόνια, πού καί ὁ ἴδιος δέν τά θυμᾶται πλέον καί δέν ἔχει καμμία ἐλπίδα νά τά
ξανακερδίσει. Φανταζόμαστε μᾶλλον ἐπουλωμένες τίς ὀφθαλμικές κόγχες του. Γι’ αὐτό
τόν λόγο ὁ ἴδιος σηκώνει τό μέτωπο καί ὄχι τά μάτια του.
Μέ
τί στόλισε ὁ ἄνθρωπος τό ἄστρο τῆς μοναξιᾶς του; Ποιό πρᾶγμα ἀξίας ὀνομάτιζε αὐτός
γιά τό ὁποῖο ἀξίζει νά ζήσεις; Ἐμεῖς λέμε ὅτι ἀξίζει νά ζεῖς μονάχα γιά τά
πράγματα γιά τά ὁποῖα ἀξίζει καί νά πεθάνεις. Θά δοῦμε ὅμως ὅτι, γιά τόν ἄνθρωπο
τῆς Τέχνης, τό γεγονός αὐτό δέν ἀποτελεῖ τόν σκοπό, ἀλλά ἁπλῶς μιά μέθοδο. Τό
χάος καί ὁ Θάνατος κάνουν τόν σκοπό νά χάσει τήν σημασία καί τό νόημά του. Τό
παράλογο πλημμυρίζει χωρίς διέξοδο τήν ὕπαρξη. Ὁ εἰκοστός αἰώνας εἶναι ὁ αἰώνας
τοῦ παραλόγου, ἀρχίζοντας μέ τόν Καμύ καί τόν Σάρτρ καί μέχρι τό ἄτοπο τοῦ Εὐγενίου
Ἰονέσκου, ἀλλά καί φθάνοντας μέχρι τό σημερινό ἄτοπο τῆς καταστρεπτικῆς
τηλεοράσεως.
Ἀλλά
μέχρι νά ἀποκτήσει κάποιο ὄνομα, τό παράλογο διαπότισε τήν παγκόσμια Τέχνη, εἴτε
πρόκειται γιά τό «Ἔπος τοῦ Γιλγαμές», εἴτε γιά τόν «Ρωμαῖο καί Ἰουλιέτα» εἴτε
γιά ἄλλα ἔργα, ἀναμφισβήτητα μεγαλοφυῆ, ἀπό τά ὁποῖα ὅμως ὁ Θεός ἀποσύρθηκε.
Ἀπό
αὐτή τήν ἄποψη οἱ ἄνθρωποι εἶχαν δίκαιο. Διότι ἡ ἀπουσία τοῦ Θεοῦ δέν μπορεῖ νά
δικαιολογηθεῖ παρά μόνο σάν παράλογο. Τά πολύ γνωστά λόγια –πού ἀποδίδονται
λανθασμένα στόν Τερτυλλιανό– «πιστεύω ἐπειδή εἶναι παράλογο» εἶναι πιό εὐπρόσιτα
στόν τωρινό ἄνθρωπο τοῦ αἰώνα μας, παρά γιά τόν «ἀλλοτινό» ρωμαῖο ἱστορικό.
Ὁ
Θάνατος εἶναι ἡ λαιμητόμος ἡ ὁποία τυποποιεῖ ὅλους τούς πόθους μας, τόσο τούς εὐγενεῖς
ὅσο καί τούς εὐτελεῖς, χωρίς καμμία διάκριση. Τό μοναδικό πρᾶγμα πού μᾶς
διαφοροποιεῖ εἶναι τό ἔργο πού ἀφήνουμε
πίσω μας. Ἡ διαφορά μεταξύ ἑνός θρησκευόμενου καί ἑνός ἀπίστου ἀνθρώπου ἔγκειται
στό ὅτι ὁ πρῶτος ζεῖ γιά νά ἐξασφαλίζει τό μέλλον –τήν αἰωνιότητα, ἐνῶ ὁ
τελευταῖος γιά νά ἐξασφαλίζει τό παρελθόν– κάποια μάταιη δόξα. Ἡ ζωή αὐτοῦ
περιστρέφεται γύρω ἀπό τόν φόβο τῆς ἀφάνειας. Ὁ φόβος τῆς ἀφάνειας εἶναι ἐκεῖνος
πού ἀναγκάζει τόν ἄπιστο ἄνθρωπο νά δημιουργήσει. «Ἐπέστρεψέ μου τόν ἑαυτό μου»
– φωνάζει ὁ ἄπιστος ἄνθρωπος. Ἐνῶ ὁ πιστός κράζει: «Ἐμένα ἐπέστρεψέ με σ’ Ἐσένα».
Γι’ αὐτό τόν λόγο ὁ πιστός δέν μπορεῖ νά εἶναι ἄνθρωπος τῆς Τέχνης. Διότι γι’ αὐτόν
ὁ σκοπός –ἡ συνάντηση δηλαδή μέ τόν Θεό– ἀκυρώνει τήν μέθοδο, δηλαδή τήν Τέχνη
μέ τήν μοντέρνα της σημασία.
Ὁ
ἄπιστος ἄνθρωπος δέν ἔχει σταθερές ἀρχές καί ἀκριβῶς γιά τόν λόγο αὐτό ὅ,τι ἀποτελεῖ
μέθοδο γιά τόν πιστό, γιά τόν ἄπιστο γίνεται σκοπός. Αὐτός ἐγκλωβίζεται στήν
μέθοδο σάν σ’ ἕνα ἰστό τῆς ἀράχνης, ἕνας ἰστός τόν ὁποῖο ὁ ἴδιος προετοίμασε
καί γι’ αὐτό τόν ἀντιλαμβάνεται δυσκολότερα, διότι αὐτός ἀποτελεῖ μέρος τοῦ ἑαυτοῦ
του. Ἡ Τέχνη (γιά τήν Τέχνη) σημαίνει ἀδυναμία νά βλέπεις μακρύτερα, ἀδυναμία
νά βλέπεις τόν Θεό. Σημαίνει ἀγκύλωση στόν ἑαυτό μας.
Ὁλόκληρη
ἡ Ἱστορία τῆς Τέχνης δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά μιά παρέλαση κομπλεξικῶν ἀνθρώπων.
Μιά παρέλαση τῆς ἀδυναμίας. Μιά κατάληψη ἐξ ἐφόδου τοῦ «χειμερινοῦ παλατιοῦ» τῆς
συνειδήσεώς μας. Μία ἐπανάσταση μέ τήν ὁποία ἡ συνείδηση ὑποχρεοῦται νά ἀναγνωρίσει
ὅλα αὐτά τά συμπλέγματα («κατωτερότητας» ἤ «ἀνωτερότητας», δηλαδή μιᾶς
κατωτερότητας σχεδόν ἀνεπανόρθωτης) σάν κάτι ξεχωριστό καί ἄξιο προσοχῆς.
Στά
συγγράμματά του γιά τήν Τέχνη, ὁ Freud ὀνομάζει
τούς ἠθοποιούς «τρελούς ἐπί τῆς σκηνῆς». Διότι ἐκεῖ συμβαίνει μιά ἀποφόρτιση τῶν
συμπλεγμάτων, μιά στοιχειώδης ἀπελευθέρωση. Ἡ χαρά τήν ὁποία αἰσθάνονται οἱ
θεατές κατά τήν διάρκεια ἑνός θεατρικοῦ ἔργου ὀφείλεται στήν ταύτισή τους μέ
τόν ἠθοποιό καί στήν συμμετοχή τους στά ὁρισμένα αἰσθήματα ἤ σέ κάποιες σκηνές
γιά τίς ὁποῖες θά ἐντρέπονταν σέ φυσιολογική κατάσταση, πρόκειται γιά ἐκεῖνο
τόν φόβο καί τήν λύπη γιά τό ὁποῖο μιλοῦσε ὁ Ἀριστοτέλης στήν «Περί Ποιητικῆς»
του.
Κατά
τήν ἐποχή πού ὁ Freud ἔκανε τούς ἰσχυρισμούς
αὐτούς ἀκολουθῶντας τόν Ἀριστοτέλη, τό νά δείξεις στό κοινό τήν γύμνια σου δέν ἐθεωρεῖτο
ἀκόμη μιά πράξη ἀπελευθέρωσης, ἀλλά μιά παθολογική πράξη. Ἀσφαλῶς ὁ Freud ἔκανε κάποια «λογοτεχνία», μέ τήν ἔννοια πού
ἀποδίδουν στόν ὄρο αὐτό οἱ ἀσήμαντοι ποιητές τῶν ἡμερῶν μας, περιγράφοντας
δηλαδή τίς ὀργανικές ἔμμονες ἰδέες κάποιων ἀνθρώπων, ὅπως στήν «Περίπτωση Ντώρα»
λόγου χάρη, ἀλλά ἐκεῖ ἐπρόκειτο γιά τίς σημειώσεις ἑνός ψυχιάτρου σχετικές μέ
τούς ἀσθενεῖς του. Τήν σήμερον ἡμέρα οἱ αὐθεντικές αὐτές ψυχιατρικές μελέτες
γράφονται ἀπό τούς ποιητές περιγράφοντας τούς ἑαυτούς τους.
Ἡ
Τέχνη εἶναι λοιπόν τό φαινόμενο κατά τό ὁποῖο τά παντός εἴδους συμπλέγματα ἐπέστησαν
κάποια διαδικασία ἐξευγενισμοῦ.
Μετά
ἀπό 3.000 χρόνια ἱστορίας τοῦ πολιτισμοῦ, ὁ ἄνθρωπος δέν ἔχει πλέον τί νά πεῖ στόν
κόσμο. Αὐτός περιστρέφεται γύρω ἀπό τό βράχο αὐτό πού ὀνομάζεται ἱστορία τοῦ
πολιτισμοῦ καί βλέπει ὅτι ὁ βράχος τυγχάνει πολύ μικρότερος ἀπό τίς προσδοκίες
του. Τοῦ μοιάζει μέ τό τυρί πού παραμένει στό σουρωτήρι μετά τήν ἀπόσταξη τοῦ
τυρόγαλου καί τό ὁποῖο ἔγινε ἀπίστευτα μικρό ἀνατρέποντας ὅλες τίς προσδοκίες τῶν
προσκεκλημένων στό δεῖπνο.
Ἀλλά
ὁ ἄνθρωπος προσπαθεῖ νά ἐξάγει ἀπό τό βράχο αὐτό ἔννοιες ἱκανές νά τοῦ αὐξήσουν
τήν ἀξία. Γεννιοῦνται ἔτσι οἱ κριτικοί καί οἱ θεωρητές τῆς Τέχνης. Μέ ποιό σκοπό;
Γιά νά γράψουν ὀγκώδεις τόμους καί νά μᾶς πείσουν ὅτι στίς παντοῖες αὐτές ἀνοησίες
κρύβονται στήν πραγματικότητα ἔννοιες τίς ὁποῖες τό ἀνθρώπινο μυαλό δέν εἶναι ἀκόμη
ὥριμο νά τίς καταλάβει.
Ἀλλά
αὐτά τά ἀσήμαντα πράγματα δέν ἀποτελοῦν οὔτε τοὐλάχιστον τό τυρόγαλο ἀπό τό ὁποῖο
μέ τό βράσιμο θά μπορούσαμε νά βγάλουμε ἔστω καί μία χούφτα ἀνθότυρο. Εἶναι
δύσκολο νά συλλάβεις μέ τό νοῦ πῶς, παιδιά τῆς προσχολικῆς ἡλικίας, δημιουργοῦν
στό παιχνίδι τους “ἔργα”, ἀπό τά ὁποῖα λείπει μονάχα ἡ ὑπογραφή ἑνός Σαγκάλ ἤ
κάποιες φορές τοῦ Πικάσσο.
Ὅταν
ὁ Θεός ἐκδιώχθηκε ἀπό τό πνευματικό κόσμο τοῦ ἀνθρώπου συνέβη μιά φυσική
καταστροφή κατά τήν ὁποία παραβιάσθηκε ὁ νόμος τῆς ἐσωτερικῆς του ροπῆς. Ὁ ἄνθρωπος,
πού εἶναι ἕνα ὄν κατευθυνόμενο ἀπό τήν φύση του πρός τήν τελειότητα, βιώνει
κάποια κρίση ἀνεπάρκειας μέσων σέ σχέση μέ τίς ἐπιδιώξεις του. Οἱ φαντασιώσεις
του ξεπερνοῦν πολύ τήν δύναμη του γιά τήν πραγματοποίησή τους. Ἡ λύση ὅμως δέν ἔγκειται
στήν ἀποτομή, κατά τό μοντέλο τοῦ Προκρούστη, αὐτῶν τῶν φυσικῶν ροπῶν τῆς
δημιουργικῆς του φαντασίας, ἀλλά στήν ἀπεριόριστη διείσδυση, σάν σ’ ἕνα
μεταξωτό κουβάρι, στόν ἄγνωστο κόσμο πού ζοῦμε.
Τό
ἄγνωστο τήν φορά αὐτή εἶναι ὁ Θεός, συγκεκριμένα Ἐκεῖνος ὁ Θεός πού –ὦ τοῦ
θαύματος– κατοικεῖ στίς καρδιές μας.
Καί
ἦταν φυσικό νά συμβεῖ αὐτό, ἐφ’ ὅσον, ἤδη ἀπό τήν πτώση του, ὁ Ἀδάμ βρίσκεται
σέ συνεχή φυγή ἀπό τό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἀδάμ, πού εἶχε τήν τρέλα νά κρυφτεῖ
κάτω ἀπό ἕνα θάμνο ἀπό τήν παντογνώστρια παρουσία τοῦ Θεοῦ, μπορεῖ καί σήμερα
νά κρύβεται στήν σκιά ἑνός μολυβιοῦ. Ἡ Πατερική Ὀρθόδοξος Παράδοση βλέπει στήν
πράξη αὐτή τοῦ Ἀδάμ μιά φρενοβλάβεια, μιά παραφροσύνη τήν ὁποία αὐτός μετέδωσε ἔπειτα
σ’ ὅλους τούς ἀπογόνους του, διότι ὅλοι βρισκόμασταν (ἐν δυνάμει) στόν Ἀδάμ τήν
στιγμή τῆς πτώσεώς του.
Ἡ
Τέχνη εἶναι ἡ ἀντίδραση τοῦ Ἀδάμ, ὁ ὁποῖος ξυπνάει μετά ἀπό τό ἀτύχημα αὐτό, ἀτύχημα
ὄχι μονάχα δικό του ἀλλά ὁλοκλήρου τοῦ κόσμου. Ἡ Τέχνη εἶναι μιά ἀρρωστημένη
προσπάθεια τοῦ Ἀδάμ νά ξαναφέρει στήν μνήμη του τόν Θεό, μιά καταπόνηση νά
ξαναφέρνει στήν μνήμη του τίς εὐτυχισμένες του μέρες. Ἡ προσπάθεια αὐτή ἔμελλε
νά ἀποτύχει μέχρι τήν ἡμέρα πού ὁ ἴδιος ὁ Θεός ἀποφάσισε νά κατεβεῖ στό ἀρρωστημένο
ἀπό τήν ἁμαρτία σῶμα τοῦ Ἀδάμ καί, ἐνδυόμενος τήν ἀρρώστιά του σάν ἱμάτιο, τό
ξέπλυνε στά καθαρτήρια νερά τοῦ θυσιαστικοῦ θανάτου Του, γιά νά τό ἐπιστρέψει
ξανά καθαρό στό ἀγαπημένο του Ἀδάμ.
Ἰδού
γιατί ἡ Τέχνη γιά τόν παλαιό Ἀδάμ ἰσοδυναμεῖ μέ τά ριγωτά ἱμάτια του
φυλακισμένου, μέ «τά φύλλα» τῆς συκῆς μέ τά ὁποῖα αὐτός καλύπτει τήν γύμνια τῆς
ψυχῆς του. Γιά τόν νέο Ἀδάμ, ὅμως, στόν ὁποῖο συμπεριλήφθησαν καί
συμπεριλαμβάνονται πολλοί, τό ἱμάτιο τῆς ἀρρώστιας ἀντικαταστάθηκε ἀπό τό χωρίς
ραφή ἱμάτιο τοῦ Χριστοῦ. Τό παράλογο, ἡ ἀρρώστια τοῦ Ἀδάμ, τήν ὁποία αὐτός αἰσθάνθηκε
τήν στιγμή πού κρύφθηκε κάτω ἀπό τό θάμνο τοῦ Παραδείσου, ἔγινε μέ τόν χρόνο ἡ
κύρια ἑστία τῆς καλλιτεχνικῆς του ἐμπνεύσεως. Αὐτή συντηρεῖται πολύ εὔκολα ἰδίως
σ’ ἕναν αἰώνα κατά τόν ὁποῖο ἡ τρέλα ἔγινε κεντρικό θέμα, ὄχι μόνο στήν τέχνη
κάποιων πρωτοποριακῶν κύκλων, ἀλλά ἀκόμη καί στίς δημιουργίες μεγάλων κινηματογραφικῶν
ἑταιρειῶν.
Θά
ἤμουν πολύ πιό πειστικός ἐάν σᾶς ἔλεγα ὅτι, στήν Ρωσία, στήν χώρα αὐτή μέ ὀπισθοδρομικά
γοῦστα, πού ἀσχολεῖται δηλαδή μέ παραδοσιακά θέματα, στήν πρώτη θέση ἀκροαματικότητας
βρίσκεται ἕνα ἔργο πού τιτλοφορεῖται «Ἐγώ
τρελάθηκα».
Σέ
μιά κοινωνία, ἡ ὁποία γνωρίζει τόν προφήτη Δαβίδ μονάχα ἀπό τό γλυπτό τοῦ
Μιχαήλ Ἀγγέλου, πιστεύουμε ὅτι αὐτό ἀπό τό ὁποῖο ὑποφέρει κατά κύριο λόγο εἶναι
ἡ αἴσθηση πραγματικότητας. Ἡ προσωπική ἀποξένωση τοῦ ἀνθρώπου τῆς Τέχνης
προβάλλεται σταδιακά ἐπάνω στήν κοινωνία καί γίνεται ἔτσι μιά συλλογική ἀποξένωση.
Τά μεταμοντέρνα μουτζουρώματα, τά ὁποῖα πρίν ἀπό δέκα χρόνια προξενοῦσαν ἀηδία
σέ ὁποιοδήποτε φυσιολογικό ἄνθρωπο, βρίσκονται σήμερα σέ ὅλα τά ἐξώφυλλα τῶν
τετραδίων καί τῶν σχολικῶν ἐγχειριδίων ἤ κολλημένα ὡς αὐτοκόλλητα στά ψυγεῖα. Ἀκόμη
περισσότερο, οἱ τάπητες μέ παρόμοια μοτίβα, τά ὁποῖα μιμοῦνται τούς
μουτζουρωμένους τοίχους ἤ τούς φράκτες τῶν πόλεων, τίς δημοτικές τουαλέτες,
διακοσμοῦν φυσιολογικά τούς τοίχους τῶν διαμερισμάτων. Ἐπάνω δέ στά αὐτοκίνητα
κάποια αὐτοκόλλητα πού μιμοῦνται μιά σταγόνα βαφῆς πού ἔπεσε κατά λάθος! Δέν θά
μιλήσω γιά τά ροῦχα πού φορᾶνε ὄχι μόνο οἱ νέοι ἀλλά καί οἱ συνταξιοῦχοι!
Μέχρι
πρίν ἀπό μερικά χρόνια ὁποιοσδήποτε νέος θά θεωροῦσε μεγάλη ντροπή ἐάν
κυκλοφοροῦσε μέ σχισμένα παντελόνια, ἐνῶ σήμερα τά σχίζει μόνος του. Ὄχι μόνο οἱ
γυναῖκες, ἀλλά καί οἱ ἄνδρες βάφονται σάν τόν κλόουν. Πρίν μερικά χρόνια, τό νά
ἔβγαινε κάποιος στό δρόμο μέ τό λουκάνικό στό χέρι ἐθεωρεῖτο χοντροκοπιά, ἐνῶ
σήμερα βγαίνουν καί μέ τηγανητές πατάτες καί περηφανεύονται!
Κάτω
ἀπό τά μάτια μας καί μέ τή συμμετοχή μας συμβαίνει μία συλλογική ἀλλοτρίωση. Ζοῦμε
ἀνάμεσα σέ πινακίδες πού διαφημίζουν γυναικεῖες σερβιέτες καί προφυλακτικά.
Κοιτάζουμε μέ θαυμασμό πῶς στήν τηλεόραση μιά γυναίκα ξυρίζει τίς τρίχες τῶν
ποδιῶν της ἤ σκαλίζει τήν τερηδόνα τῶν δοντιῶν της. Πέσαμε τόσο χαμηλά στήν
μιζέρια, πού δέν ντρεπόμαστε γιά πράγματα γιά τά ὁποῖα κάποτε ἀκόμη καί ἡ
σύζυγος ντρεπόταν νά μιλήσει στόν ἄνδρα της. Πρίν εἴκοσι περίπου χρόνια, ὅλα αὐτά
ἀποτελοῦσαν σκηνές ἀπό κάποια γαλλική κωμωδία, ἐνῶ σήμερα ἀποτελοῦν τήν ἴδια
τήν ζωή μας. (Στό ἑπόμενο τεῦχος τό Β΄ μέρος)
Μετάφραση: π. Ἡλίας Φρατσέας
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ»
Ἀριθ. Φύλλου 89
Νοέμβριος 2009
Η ΤΕΧΝΗ ΩΣ ΜΝΗΜΕΙΟ ΧΩΡΙΣΜΟΥ
ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΕΟ
ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΕΟ
Β΄ μέρος
Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος δέν χρησιμοποιεῖ
καθόλου τήν προσωπική του ἐλευθερία. Γιά ποιά ἐλευθερία ἐξ ἄλλου θά μποροῦσε νά
μιλήσει ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος ὅταν, ἐπί δέκα ὧρες τήν ἡμέρα κοιτάζει ταινίες
στίς ὁποῖες, μέ ξεκαρδιστικά γέλια τόν διατάζουν πότε πρέπει νά γελᾶ; Ποῦ εἶναι
ἡ λογική; Ποῦ εἶναι ἡ διάκριση ἀξιῶν;
Ναί, ὁ ἄνθρωπος γλίτωσε ἀπό τήν «τυραννία
τῆς θρησκείας»! Ἡ Τέχνη νίκησε, θριάμβευσε ἐπάνω στήν θρησκεία! Μόνο πού ἡ
Τέχνη μετατράπηκε ἡ ἴδια σέ θρησκεία, μιά ὕπουλη καί τυραννική θρησκεία, μιά
θρησκεία τῆς καταστροφῆς. Ζοῦμε σέ μιά κοινωνία πού τυραννιέται ἀπό τήν Τέχνη.
Ὁ ἄνθρωπος τῆς Τέχνης –ὁ ὁποῖος ζεῖ ὡς
ἥρωας πού λυτρώνει τήν ἀλυσόδετη ἀπό τά θρησκευτικά δόγματα ψυχή– ἀποτελεῖ
προϊόν τῆς Δύσεως, τῆς καθολικῆς Ἰταλίας. Ἡ Ἀναγέννηση λ.χ. δέν ἐμφανίσθηκε
στήν ὀρθόδοξη Ἑλλάδα, ὁ πολιτισμός τῆς ὁποίας μέχρι τόν ἐκχριστιανισμό ἔπασχε ἀπό
ἀνθρωποκεντρισμό ἀκριβῶς ὅπως ὁ ρωμαϊκός πολιτισμός. Ἡ Ὀρθοδοξία δέν καταπίεσε
ποτέ τήν κουλτούρα, ἀλλά ἀντιθέτως τήν χρησιμοποίησε στά κηρύγματά της. Μέ αὐτή
τήν ἔννοια ἀποτελεῖ ἐξαιρετικό παράδειγμα ὁ Λόγος πρός τούς Νέους τοῦ Μεγάλου
Βασιλείου «γιά τό πῶς πρέπει νά χρησιμοποιοῦμε τά συγγράμματα τῶν Ἑλλήνων», ἀπό
τόν ὁποῖο φαίνεται πολύ καλά ὅτι, στίς συνθῆκες τῆς κανονικῆς Ἐκκλησίας, ἡ ψυχή
δέν ἔχει ἀπό τί νά ἀπελευθερωθεῖ, διότι τῆς προσφέρεται ὅλη ἡ ἐλευθερία.
Στήν Ὀρθοδοξία δέν ὑπάρχει ἀπόρριψη, ἀλλά
μονάχα ἐπιλογή. Ἐμεῖς δέν γνωρίζουμε στήν Ἱστορία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας
κανένα Σαβοναρόλα. Πιστεύουμε ὅτι ἡ τόσο ἐπιδεικτική ἐπιστροφή στά ἰδεώδη τῆς
ρωμαϊκῆς τέχνης μέχρι τοῦ ἐκχριστιανισμοῦ της, δηλαδή στόν ἀνθρωποκεντρισμό καί
στόν ἐρωτισμό, καί μέ προφανῆ σκοπό ἀπομυθοποίησης, ὅπως συνέβη κατά τήν Ἀναγέννηση,
ἔγινε δυνατό συγκεκριμένα στό ἱστορικό περιβάλλον τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σχίσματος
πού εὐνόησε τό ἐννοιολογικό καί ἠθικό χάος στήν Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία.
Τό γεγονός ὅτι ὁ Μιχαήλ Ἄγγελος
ζωγραφίζει τά βιβλικά πρόσωπα γυμνά, ἀποτελεῖ ἀναμφισβήτητα μιά μορφή χλευασμοῦ
τῆς καταστάσεως τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας. Ἡ γύμνια εἶναι στήν
πραγματικότητα γυμνότητα τῶν ἱερέων. Οἱ καλλιτέχνες τῆς Ἀναγέννησης χτυποῦν
χωρίς κανένα ἐνδοιασμό ὅλα τά χριστιανικά ἰδεώδη, διότι τό χάος καί ἡ ἀναίδεια ἦταν
γενικό φαινόμενο.
Οἱ καλλιτέχνες ἐπαναστατοῦν ἀλλά δέν
διορθώνουν. Διότι παρόμοιοι ἦσαν καί αὐτοί. Ἦταν διεφθαρμένοι καί περίμεναν ἁπλῶς
μιά καλή εὐκαιρία γιά νά ἀφήσουν ἐλεύθερα τά χαλινάρια τῆς διαφθορᾶς τους. Καί
βρίσκουν τήν εὐκαιρία αὐτή: ὁ ἀγώνας κατά τοῦ ψέματος. Ἀλλά ὑπό τήν προσωπίδα τῆς
ἀνωτερότητας, αὐτοί θά διαπράττουν κακίες, τόσο κατά τῶν ἄλλων ὅσο καί ἐναντίον
στούς ἑαυτούς τους.
Νά μή ξεχνάμε ὅτι οἱ καλλιτέχνες αὐτοί
τῆς Ἀναγεννήσεως, ὅσο καί ἀργότερα ὁ Ρουσσώ ἤ ὁ
Ντιντερό ἐπαναστάτησαν καί ἀναζήτησαν κάποια ἀπελευθέρωση ἀπό τήν εὐνοούμενη
ἀπό τό σχίσμα νοοτροπία. Ἐμεῖς ὅμως δεχθήκαμε ἀδίκως τόν ἀθεϊσμό τους, χάρη
στήν ἐπιδεξιότητα τῆς ἀθεϊστικῆς προπαγάνδας ἡ ὁποία ἀγωνίσθηκε νά παρουσιάσει
τόν χριστιανισμό σάν συγχώνευση τῶν παραλογισμῶν ὅλων τῶν δογμάτων, ὅλων τῶν ὁμολογιῶν,
τίς ὁποῖες ὅμως ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία θεωρεῖ αἱρετικές.
Τό ζήτημα τῆς καλλιτεχνικῆς ἐλευθερίας
τέθηκε κάπως δίκαια κατά τήν περίοδο πού ἡ Ἐκκλησία διέθετε ἐξουσία
λογοκρισίας. Σήμερα ἡ ἐξουσία αὐτή δέν βρίσκεται πλέον ἐδῶ καί πολύ καιρό μέ τό
μέρος τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά, παρ’ ὅλα αὐτά ἡ «ἀπελευθέρωση» ἀπό κάποια δογματική
νοοτροπία συνεχίζει νά ἀπασχολεῖ τά ἔργα τέχνης. Ἀκόμη ἡ (λεγομένη) δημιουργική
ἐλευθερία –ἰδίως στά νέα ταλέντα– συγχέεται καί ἐκδηλώνεται μέ τήν ἀλαζονική
κατεδάφιση τῶν δογμάτων τῆς πίστεως, μέ ἀνήθικες παραφράσεις τῶν βιβλικῶν
κειμένων καί γεγονότων.
Μά ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι ἀπό τί ἀπελευθερωνόμαστε;
Καί ἀναφέρομαι στούς μορφωμένους ἀνθρώπους πού ἀνήκουν σ’ αὐτό τόν χῶρο, πού εἶναι
ὀρθόδοξοι ἐκ γενετῆς, ἀλλά οἱ ὁποῖοι, θεωρῶντας ὅτι προβαίνουν σέ μεγάλες ἐπαναστάσεις,
φτιάχνουν τίς περισσότερες φορές κείμενα πού πνίγουν, πού στραγγαλίζουν ὁποιοδήποτε
ἴχνος χριστιανισμοῦ. Αὐτοί, οὔτε διάσημοι θά γίνουν, ὅπως ὁ Ντάν Μπράουν, ἀλλά
καί μέ τόν Χριστό φιλονικοῦν. Ἀπό ποῦ πηγάζει λοιπόν καί ποῦ ἀποσκοπεῖ αὐτός ὁ
ψεύτικος ἀγώνας γιά τήν ἐλευθερία;
Γιά νά ἀγωνίζεσαι γιά τήν ἐλευθερία,
πρέπει πρῶτα νά ξέρεις ἀπό ποιόν/ἀπό τί ἀπελευθερώνεσαι καί τί ποθεῖς νά
κερδίσεις ὡς ἀντάλλαγμα. Ἡ καλλιτεχνική ἐλευθερία δέν σημαίνει νά ἔχεις ἕνα
δικό σου ἐκδοτικό οἶκο στόν ὁποῖο νά δημοσιεύεις ὅλα τά βιβλία, μέ τά ὁποῖα οἱ
συγγραφεῖς μας κατατυραννοῦν τίς συζύγους καί τίς ἐρωμένες τους (τούς
μοναδικούς στίς περισσότερες φορές ἀναγνῶστες τους), ἀλλά σημαίνει πολλά
περισσότερα.
Ἀπό τί ἐλευθερωνόμαστε; Ἀπό τά
δόγματα; Μά ἀπό ποιό δόγμα συγκεκριμένα; Ἀπό τό δόγμα ὅτι ὁ Θεός εἶναι καλός, ὅτι
ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀθάνατος, ὅτι αὐτός ὁ ἄνθρωπος, δημιουργημένος κατά τήν εἰκόνα
τοῦ Δημιουργοῦ του, ἔχει τήν δύναμη νά δημιουργεῖ; Ἤ μήπως ἀπό τό δόγμα ὅτι ὁ ἄνθρωπος
εἶναι τό μοναδικό ἐλεύθερο ὄν, τοῦ ὁποίου τήν ἐλευθερία δέν τήν παραβιάζει οὔτε
ὁ Θεός; Ἐξ ἄλλου ἡ ἐλευθερία νά ἐπαναστατοῦν οἱ περισσότεροι ἐνάντια τοῦ Θεοῦ ἀποτελεῖ
τήν καλύτερη ἀπόδειξη ὅτι ἡ ὀρθόδοξος δογματική δέν παραβιάζει τίς ἀρχές της.
Καί ὁ Θεός εἶναι ὁ πρῶτος πού σέβεται τά περί ἐλευθερίας δόγματα αὐτά.
Ὅταν ἀπελευθερωνόμαστε ἀπό τά
δόγματα, ἀπελευθερωνόμαστε στήν πραγματικότητα ἀπό τήν ἴδια τήν ἐλευθερία μας.
Τά ὀρθόδοξα δόγματα ἐντυπώνουν τίς πιό εὐγενεῖς ἐλπίδες πού μπορεῖ νά ἔχει ὁ ἄνθρωπος
καί ἐκφράζουν τήν τελειότερη μορφή τῆς ἀνθρωπίνης σκέψεως. Ἐάν ἡ μετασοβιετική
Τέχνη δέν διαθέτει τήν ἐγκυρότητα ἑνός Ντοστογιέβσκι ἤ ἑνός Γκόγκολ, ὀφείλεται
στό γεγονός ὅτι οἱ σημερινοί συγγραφεῖς στεροῦνται τῆς στερεότητας τοῦ Χριστοῦ.
Τόσο ὁ Ντοστογιέβσκι ὅσο καί ὁ Γκόγκολ εἶχαν στά ἐμβλήματα τῆς λογοτεχνίας τους
τό μονόγραμμα τοῦ βυζαντινοῦ αὐτοκράτορα: «ἐν τούτῳ νίκα».
Ὅταν ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος ἔφθασε στό
σημεῖο νά γνωρίσει τήν Ἐκκλησία, νοιώθοντας ντροπή γιά τήν προηγούμενή του
στάση, ἔλεγε: «Σ’ εὐχαριστῶ, Κύριε, διότι ὅ,τι συκοφάντησα ἐγώ δέν ἦταν ἡ Ἐκκλησία
Σου, ἀλλά μονάχα ἡ ἐσφαλμένη μου φαντασίωση γι’ αὐτήν».
Ὁ ἄνθρωπος φοβᾶται μήπως ἀνακαλύψει ὅτι
αὐτά πού σκέφθηκε (καί ἔγραψε) περί τοῦ Θεοῦ ἀποτελοῦν παραποίηση τῆς ἀλήθειας.
Ὅτι ὁ Θεός μπορεῖ πράγματι νά ἀναδειχθεῖ καλός. Ὁ ἄνθρωπος φοβᾶται νά πάει σέ
συνάντηση μέ Ἐκεῖνον Τόν ὁποῖο κακολόγησε πρίν ἀκόμη τόν γνωρίσει. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι
ὑπερήφανος καί φοβᾶται νά συναντηθεῖ μέ τόν Δημιουργό. Διότι αὐτός ἔκλεψε τά ἱμάτιά
Του καί πῆγε μέ αὐτά στό χορό. Διότι χρησιμοποίησε τό ὄνομά Του γιά νά ἀποσπάσει
λεφτά ἀπό τήν Τράπεζα καί ὑπέγραψε ὑποθέσεις πού δέν τοῦ ἀνῆκαν. Ὁ ἄνθρωπος ἔκανε
ὑπερβολικά χρέη καί ὑπερηφανεύθηκε πρός ὅλους ὅτι αὐτός εἶναι ὁ «κύριος». Τώρα ὅμως
ἔμαθε ὅτι ὁ Ἀληθινός Κύριος τόν κάλεσε σ’ Αὐτόν καί ὁ ἄνθρωπος τρελαίνεται ἀπό
τήν ντροπή του. Προτιμᾶ νά παραμείνει κρυμμένος κάτω ἀπό τόν θάμνο τῆς ντροπῆς
του, κυρίαρχος ἐπάνω σέ κάποια χαλασμένα παιχνίδια. Ψάχνει δικαιολογίες γιά νά ἀργήσει.
Ἐφευρίσκει ψέματα. Ἀντιστέκεται καί λοιδορεῖ τόν Δεσπότη. Ἐπειδή τόν κατέχει ἡ
πεποίθηση ὅτι ὁ Δεσπότης τόν κάλεσε γιά νά τόν μαλώσει. Ὁ Κύριος τόν κάλεσε ὅμως
γιά νά τόν κάνει κληρονόμο.
Ὁ καλλιτέχνης ἐπαναστατεῖ ἀπαιτῶντας
τό δικαίωμα νά ζωγραφίζει ἀνθρώπους ἐπάνω
στό χαρτί, ἐνῶ ὁ Θεός μᾶς καλεῖ νά ξαναδημιουργήσουμε τούς ἑαυτούς μας, νά
κτίσουμε μιά νέα κτίση. Ὁ καλλιτέχνης ζητᾶ τό δικαίωμα νά φανταστεῖ ὅ,τι ὑπάρχει
πέρα ἀπό τά ἄστρα, ἐνῶ ὁ Θεός μᾶς προσκαλεῖ νά γινόμαστε δυνατοί, νά
μεταφέρουμε τόν οὐρανό καί τήν γῆ μέ τήν θέλησή μας, ὅπως ἔκανε ὁ προφήτης Ἠλίας.
Ὁ καλλιτέχνης ἀπαιτεῖ τό δικαίωμα νά πίνει τσίπουρο συντροφιά μέ ζαρωμένες γυναῖκες
κατά τήν ἡμέρα ἔκθεσης μόνο γιά φίλους καί προσκαλεσμένους, ἐνῶ ὁ Θεός τόν
προσκαλεῖ νά καθίσει σέ συμβούλιο μέ τούς ἀγγέλους. Τί κακό ἐπιθυμεῖ ἄραγε γιά
μᾶς ὁ Θεός;
Ὁ κόσμος φτώχυνε ὑπερβολικά ἐξ αἰτίας
τῆς «καλλιτεχνικῆς» του νοοτροπίας. Ὁ μοντέρνος ἄνθρωπος ὑποφέρει ἀπό τό
σύνδρομο τοῦ Μίδα. Θέλει, ὁ,τιδήποτε ἀγγίζει νά μετατρέπεται σέ ἔργο τέχνης. Ἡ ἴδια
ἡ ζωή ἔγινε ἕνα ἔργο τέχνης, ἕνα κακό ἔργο τέχνης. Ὁ ἄνθρωπος δέν ζεῖ μιά
πραγματική ζωή, ἀλλά μιά δυνητική ζωή. Βρίσκεται τυραννημένος ἀπό ἰδέες πού τόν
ἀποσποῦν ἀπό τήν πραγματικότητα. Οἱ ἰδέες αὐτές –ὁσοδήποτε ὄμορφες κι’ ἄν εἶναι–
δέν τόν ἀφήνουν σέ χλωρό κλαρί. Μήπως εἶναι ἐξαιρετικά ὄμορφες, δηλαδή ἀνωφελῶς
ὄμορφες; Οὔτε κατά διάνοια.
Ὅπως ἡ ὀμορφιά καί ἡ ἀκρίβεια τοῦ
χρυσοῦ ἔγιναν κατάρα γιά τόν Μίδα, κατά τόν ἴδιο τρόπο ἡ Τέχνη ἔγινε κατάρα γιά
μᾶς. Ὅπως ὁ χρυσός καθ’ ἑαυτό δέν ἔχει οὔτε ὀμορφιά καί οὔτε χρησιμότητα, ἀλλά
γίνεται χρήσιμος λόγω τῶν πραγμάτων πού κατασκευάζονται ἀπ’ αὐτόν, κατά τόν ἴδιο
τρόπο καί ἡ Τέχνη εἶναι ἄχρηστη ἐφ’ ὅσον δέν ὁδηγεῖ στήν ἀλήθεια. Καί, ὅπως ὁ
Μίδας θά πρόσφερε ἕνα βουνό χρυσοῦ γιά ἕνα ποτήρι μέ νερό, θά ἔρθει ὁ καιρός πού
καί ἐμεῖς θά ζητήσουμε νά ἀνταλλάξουμε ὅλη τήν ὀμορφιά τοῦ κόσμου γιά μία
γουλιά «ζῶντος ὕδατος» (Ἰω. 4, 10) πού μᾶς ἔφερε ὁ Χριστός.
Ἡ ἀπομάκρυνση ἀπό τά
δόγματα ἐξελίχθηκε μέ τόν καιρό σέ φυγή ἀπό τήν γνώση, ἀκριβῶς ὅπως
συμβαίνει στήν μοντέρνα Τέχνη, ἡ ὁποία ἀποσπάσθηκε ἀπό τήν φιλοσοφία, δηλαδή ἀπό
τήν λογική, καί δημιουργεῖ μιά ψεύτικη γλώσσα τῶν συγκινήσεων καί τῶν
συναισθημάτων. Ἡ Τέχνη δέν πρέπει νά εἶναι οὔτε ἑρμητική, οὔτε ἀπόκρυφη, ὅπως
διαλαλοῦν μερικοί, ἀλλά πρέπει νά εἶναι διαυγής σέ ὅλα ὅπως τό διαμάντι, καί
μέσω αὐτῆς τῆς διαύγειας νά δικαιολεῖ τό δικαίωμά της στήν ὕπαρξη.
Τό μεθυστικό καλειδοσκόπιο τῶν
συγκινήσεων, πού προωθεῖται ἀπό τήν μοντέρνα Τέχνη, ἀποτελεῖ διαφήμιση γιά
κάποια ἄσχημα προϊόντα. Πολλές συγκινήσεις τυγχάνουν χαλασμένα κομμάτια τῆς ἀνθρωπίνης
ψυχῆς, ἡ ὁποία, ἀπό τήν φύση της, ἔχει μιά ἑνιαία καί ἁρμονική δομή. Ἡ Τέχνη
πρέπει νά συμβάλλει στήν πραγματοποίηση αὐτῆς τῆς ἑνότητας τῆς ψυχῆς καί νά μήν
ἀφήνει τό πλῆθος τῶν συγκινήσεων νά ροκανίζει σάν βρωμεροί ἀρουραῖοι τό σκέλεθρο
τῆς αἰσθηματικῆς μας ζωῆς. Νά ζεῖ κάποιος ἀποκλειστικά μόνο μέ τίς συγκινήσεις,
ἰσοδυναμεῖ μέ τό νά ὁδηγεῖς ἕνα πολυτελές αὐτοκίνητο μέ ὑποδεέστερη βενζίνη.
Στό τέλος τό αὐτοκίνητο θά καταστραφεῖ. Γιά τόν ἴδιο λόγο κατέληξαν τρελοί οἱ
περισσότεροι τῶν ἰδιοφυῶν ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι, ἐγκαταλείποντας τήν αὐστηρότητα
τῆς λογικῆς καί συνεπαρμένοι ἀπό τήν φουρτούνα τῶν δικῶν τους συγκινήσεων, ἐξασκοῦσαν
μιά Τέχνη τοῦ ὀνειρισμοῦ καί τοῦ θρυμματισμοῦ.
Γενικά καμία ἀνθρώπινη δραστηριότητα
δέν πρέπει νά στραφεῖ κατά τῆς γνώσεως. Ἡ γνώση εἶναι ὁ εὐγενέστερος σκοπός
πρός τόν ὁποῖο κληθήκαμε. «Ὅσο περισσότερο γνωρίζεις, τόσο περισσότερο ἀγαπᾶς» –ἔλεγε
ὁ Λεονάρδο ντα Βίντσι. Καί ἡ γνώση ἀρχίζει μέ τήν γνώση τοῦ ἑαυτοῦ σου.
Γνωρίζοντας ὅσα ἦταν δυνατόν στούς πρό Χριστοῦ ἀνθρώπους, ὁ πολύσοφος Σωκράτης ὁμολογοῦσε
ὅτι «γνωρίζει πώς δέν γνωρίζει». Τό «ἕν οἶδα, ὅτι οὐδέν οἶδα»: ἰδού ἡ ἀρχή
τῆς σοφίας, ὁ δρόμος τῆς ταπεινοφροσύνης. Διότι, ἀφοῦ θά ἀνακαλύψουμε ὅτι μέσα
μας δέν βρίσκεται ἡ πληρότητα τῆς γνώσεως, τότε θά στραφοῦμε γιά ἀναζήτησή της
πρός τήν πηγή της, πρός τόν Θεό. Καί ἀφοῦ θά πειστοῦμε ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἡ
Γνώση, θά Τόν φέρουμε στίς καρδιές μας, ὅπως ὁ ἴδιος μας ὑποσχέθηκε. Καί ἔτσι
θά καταφέρουμε νά γνωρίσουμε ἀληθινά τούς ἑαυτούς μας σάν ὄντα ἱκανά πρός
θεοποίηση, σάν ναούς στούς ὁποίους ὁ ἴδιος ὁ Θεός ἤθελε νά κατοικεῖ γιά νά μᾶς
γεμίζει μέ δύναμη καί μέ ἀθανασία εἰς τούς αἰώνας.
Τά καλλιτεχνικά μας ἔργα δέν εἶναι
τίποτε ἄλλο παρά ταπεινά ὑπολείμματα τῆς εἰκόνας τοῦ Ἀληθινοῦ Δημιουργοῦ πού κεῖται
μέσα μας, τό φῶς τῆς ὁποίας (εἰκόνας) σέ πολλούς ἀπό μᾶς «ἔχει σβήσει ἴσως πρό
πολλοῦ», ἀλλά δέν σβήνει ποτέ ἡ ἐλπίδα νά ξανανάψει κάποτε.
Μετάφραση: π. Ἠλίας Φρατσέας
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ.
Τεύχους 90
Δεκέμβριος 2009
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου