60 χρόνια, μετὰ τὸ
1940, ἀναρωτιόμαστε:
ΠΟΙΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΣΚΕΠΑΣΕ Η ΠΑΝΑΓΙΑ;
Μὲ ἀφορμὴ τὴν ἐθνικὴ ἐπέτειο
τοῦ ΟΧΙ ἀξίζει νὰ δοῦμε λίγο τὸ ποιοί καὶ πῶς ἦσαν οἱ ἥρωες καὶ ἡρωΐδες τοῦ ’40
καὶ ποιά κληρονομιὰ πρέπει νὰ βαστάσουμε γιὰ νὰ γινόμαστε καὶ ἐμεῖς ἄξιοι τῆς
σκέπης τῆς Παναγίας.
Εὐθὺς
μετὰ τὴν ἀρνητικὴ ἀπάντηση τῆς Ἑλλάδος στὸ Ἰταλικὸ αἴτημα στὶς 28 Ὀκτωβρίου τοῦ
1940 ξεκίνησε μιὰ καθολικὴ κινητοποίηση ὅλου τοῦ Ἑλληνικοῦ λαοῦ μὲ στόχο τὴν ὐπεράσπιση
τῆς ἀκεραιότητος τῆς χώρας ἀπὸ κάθε ἐχθρικὴ εἰσβολή. Τὸν ἀμυντικὸ αὐτὸν ἀγῶνα εὐλόγησε
καὶ ἡ Ἑκκλησία. Μεταξὺ ἄλλων ὁ τότε Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν Χρύσανθος εἶπε τὰ ἑξῆς:
«Καὶ μὴ φοβώμεθα ἀπὸ τῶν ἀποκτεινόντων τὸ σῶμα, τὴν δὲ ψυχὴν μὴ δυναμένων ἀποκτεῖναι,
ἂς φοβώμεθα δὲ μᾶλλον ἀπὸ τὸν δυνάμενον καὶ ψυχὴν καὶ σῶμα ἀπολέσαι. Ἐπιρρίψωμεν
ἐπὶ Κύριον τὴν μέριμναν ἡμῶν καὶ αὐτὸς θὰ εἶναι βοηθὸς καὶ ἀντιλήπτωρ ἐν τῇ ἀμύνῃ
κατὰ τῆς ἀδίκου ἐπιθέσεως τῶν ἐχθρῶν. Οὗτοι ἐν ἅρμασιν καὶ οὗτοι ἐν ἵπποις, ἡμεῖς
δὲ ἐν ὀνόματι Κυρίου τοῦ Θεοῦ καὶ ἐν τῇ γενναιότητι καὶ ἀνδρείᾳ ὑμῶν
μεγαλυνθησόμεθα».
Τὸ
ἀποτέλεσμα αὐτοῦ τοῦ ἀγῶνος μὲ πρόμαχο τὴν Παναγία εἶναι γνωστό! Ἐξ αἰτίας τῆς ἥττας
τῶν Ἰταλῶν ἀναγκάστηκε ἡ σύμμαχός της, ἡ Γερμανία, νὰ στείλη βοήθεια. Ἐπειδὴ ἡ
Γιουγκοσλαβία δὲν μποροῦσε νὰ ἀντισταθῆ, ἔφθασε ἡ Βέρμαχτ πολὺ πιὸ γρήγορα ἀπ’ ὅ,τι
ὅλοι ἀναμένανε στὰ βόρεια σύνορα τῆς
Ἑλλάδος. Καὶ πάλι μάχονται οἱ Ἕλληνες ἑνωμένοι μὲ ἀποτέλεσμα οἱ Γερμανοὶ εἰσβολεῖς λόγῳ τῆς ἀριθμητικῆς καὶ ὑλικῆς ὑπεροχῆς τους ναὶ μὲν νὰ ἐπικρατήσουν, ἀλλὰ μὲ μεγάλες ἀπώλειες καὶ μεγάλη καθυστέρηση. Τὸ ἦθος καὶ ἡ γενναιότητα τῶν Ἑλλήνων μαχητῶν ἦταν τέτοια ποὺ δὲν εἶχαν ξανασυναντήσει, ὅπως ὁμολόγησε ὁ ἴδιος ὁ Χίτλερ σὲ μιὰ ὁμιλία του στὶς 4 Μαΐου 1941 στὸ Ραΐχσταγκ τοῦ Βερολίνου: «Ἦτο θλιβερὸν δι' ἐμέ, πολὺ θλιβερὸν καὶ πικρόν, καθ’ ὅσον ὡς Γερμανὸς διὰ τῆς ἐκπαιδεύσεώς μου κατὰ τὴν νεότητα καὶ ἐκ τοῦ ἐπαγγέλματός μου ἀργότερον διεπνεώμην ὑπὸ βαθυτάτου σεβασμοῦ διὰ τὸν πολιτισμὸν καὶ τὰς τέχνας μίας χώρας, ἡ ὁποία ὑπῆρξε κοιτὶς τοῦ κάλλους καὶ τοῦ ἀνθρωπίνου μεγαλείου. Ἦτο, λέγω, θλιβερὸν δι' ἐμὲ νὰ βλέπω τὴν ἐξέλιξιν αὐτὴν καὶ νὰ μὴν δύναμαι νὰ τὴν μεταβάλλω. Τρέφουμε εἰλικρινὴν συμπάθειαν πρὸς τὸν ἄτυχον Ἑλληνικὸν λαόν, ὁ ὁποῖος ἡττήθη. Ἐπολέμησεν ἐν τούτοις τόσο γενναίως, ὥστε καὶ αὐτοὶ οἱ πολέμιοί του δὲν δύνανται νὰ τοῦ ἀρνηθοῦν τὴν ἐκτίμησίν των. Ἡ ἱστορικὴ δικαιοσύνη μοῦ ἐπιβάλλει νὰ διαπιστώσω, ὅτι μεταξὺ τῶν ἐχθρῶν ποὺ εὐρίσκονται ἀπέναντι ἡμῶν ὁ Ἕλλην στρατιώτης ἐπολέμησεν μὲ τὸ μεγαλύτερο θάρρος. Παρεδόθη μόνον, ὅταν ἡ παράτασις τῆς ἀντιστάσεως δὲν ἦτο πλέον δυνατὴ καὶ οὐδένα εἶχε λόγον. Οἱ Ἕλληνες αἰχμάλωτοι ἀπελύθησαν ἢ θὰ ἀπολυθοῦν ἀμέσως λαμβανομένης ὑπ' ὄψιν τῆς ἡρωϊκῆς των στάσεως».
Ἑλλάδος. Καὶ πάλι μάχονται οἱ Ἕλληνες ἑνωμένοι μὲ ἀποτέλεσμα οἱ Γερμανοὶ εἰσβολεῖς λόγῳ τῆς ἀριθμητικῆς καὶ ὑλικῆς ὑπεροχῆς τους ναὶ μὲν νὰ ἐπικρατήσουν, ἀλλὰ μὲ μεγάλες ἀπώλειες καὶ μεγάλη καθυστέρηση. Τὸ ἦθος καὶ ἡ γενναιότητα τῶν Ἑλλήνων μαχητῶν ἦταν τέτοια ποὺ δὲν εἶχαν ξανασυναντήσει, ὅπως ὁμολόγησε ὁ ἴδιος ὁ Χίτλερ σὲ μιὰ ὁμιλία του στὶς 4 Μαΐου 1941 στὸ Ραΐχσταγκ τοῦ Βερολίνου: «Ἦτο θλιβερὸν δι' ἐμέ, πολὺ θλιβερὸν καὶ πικρόν, καθ’ ὅσον ὡς Γερμανὸς διὰ τῆς ἐκπαιδεύσεώς μου κατὰ τὴν νεότητα καὶ ἐκ τοῦ ἐπαγγέλματός μου ἀργότερον διεπνεώμην ὑπὸ βαθυτάτου σεβασμοῦ διὰ τὸν πολιτισμὸν καὶ τὰς τέχνας μίας χώρας, ἡ ὁποία ὑπῆρξε κοιτὶς τοῦ κάλλους καὶ τοῦ ἀνθρωπίνου μεγαλείου. Ἦτο, λέγω, θλιβερὸν δι' ἐμὲ νὰ βλέπω τὴν ἐξέλιξιν αὐτὴν καὶ νὰ μὴν δύναμαι νὰ τὴν μεταβάλλω. Τρέφουμε εἰλικρινὴν συμπάθειαν πρὸς τὸν ἄτυχον Ἑλληνικὸν λαόν, ὁ ὁποῖος ἡττήθη. Ἐπολέμησεν ἐν τούτοις τόσο γενναίως, ὥστε καὶ αὐτοὶ οἱ πολέμιοί του δὲν δύνανται νὰ τοῦ ἀρνηθοῦν τὴν ἐκτίμησίν των. Ἡ ἱστορικὴ δικαιοσύνη μοῦ ἐπιβάλλει νὰ διαπιστώσω, ὅτι μεταξὺ τῶν ἐχθρῶν ποὺ εὐρίσκονται ἀπέναντι ἡμῶν ὁ Ἕλλην στρατιώτης ἐπολέμησεν μὲ τὸ μεγαλύτερο θάρρος. Παρεδόθη μόνον, ὅταν ἡ παράτασις τῆς ἀντιστάσεως δὲν ἦτο πλέον δυνατὴ καὶ οὐδένα εἶχε λόγον. Οἱ Ἕλληνες αἰχμάλωτοι ἀπελύθησαν ἢ θὰ ἀπολυθοῦν ἀμέσως λαμβανομένης ὑπ' ὄψιν τῆς ἡρωϊκῆς των στάσεως».
Αὐτὴ
ἡ στάση, λοιπὸν, τῶν Ἑλλήνων, ἐπέβαλε καὶ στὸν κατακτητὴ ἀνάλογους τρόπους ἢ τοὐλάχιστον
ὅσο τὸ δυνατὸ μεγαλύτερη νομιμότητα καὶ δικαιοσύνη. Ἕνας ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες τῆς
τότε κατοχικῆς δύναμης, ὁ Χάνς Χόφμαν, ἀναφέρει στὸ πρόσφατα κυκλοφορηθὲν
βιβλίο του, τὴν περίπτωση δύο στρατιωτῶν ποὺ συνελήφθησαν ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ
κατοχικὰ στρατεύματα γιὰ κλοπὴ σὲ διάφορα Ἀθηναϊκὰ σπίτια. Ἡ ποινὴ γιὰ τὸ ἀδίκημά
τους ἦταν ἡ καταδίκη εἰς θάνατον τοῦ ἑνὸς καὶ ἡ φυλάκιση καὶ δυσμενὴς μετάθεση
τοῦ συνεργάτου του. Γερμανοὶ συστρατιῶτες τους ποὺ παρακολούθησαν ὡς αὐτόπτες
μάρτυρες τὴν ἐκτέλεση δήλωσαν στὴν συνέχεια: «Ἡ ἐκτέλεση τῆς ποινῆς δὲν ἔγινε κατανοητὴ ἀπὸ τὸν ντόπιο πληθυσμό. Ἑπειδὴ
οἱ Ἕλληνες δὲν κατάλαβαν, γιατὶ ἐφαρμόσαμε τόσο σκληρὲς ποινές, πέρασε ἡ καλή
μας σχέση μιὰ κρίση γιὰ ἀρκετὲς μέρες. Τὰ λουλούδια καὶ τὰ στέφανα ποὺ ἔφεραν
πολλοὶ Ἕλληνες στὸν τάφο του μαρτυροῦν αὐτὴ τὴν πεποίθησή τους».
Ἄλλος
ἀξιωματικὸς δήλωσε: «Πολὺ συχνὰ διέσχισα τὴ μισὴ Πελοπόννησο
μόνος μου μὲ τὸν ὁδηγό μου, χωρὶς κανεὶς νὰ μὲ πειράζη καὶ χωρὶς τὸν παραμικρὸ
φόβο».
Ἀντιθέτως
ἀπὸ νωρὶς στράφηκαν οἱ Ἕλληνες ἐναντίον τῆς Ἰταλικῆς κατοχικῆς δυνάμεως. Μὲ τὴν
συνθηκολόγηση τῆς Ἰταλίας τὸ καλοκαίρι τοῦ ’43 ἔπρεπε οἱ Ἰταλοὶ νὰ ἐγκαταλείψουν
τὴν Ἑλλάδα, καὶ αὐτὸ ἔδωσε στοὺς Ἕλληνες τὴν ἐλπίδα ὅτι θὰ μποροῦσαν νὰ τοὺς
πάρουν τὰ ὅπλα προτοῦ ἀναχωρήσουν γιὰ τὴν πατρίδα τους. Οἱ Γερμανοὶ τὸ ἔμαθαν
καὶ στράφηκαν τώρα ἐναντίον τῶν ἀνταρτῶν γιὰ νὰ τοὺς ἀκυρώσουν τὰ σχέδια.
Ἔτσι
σταδιακὰ χάθηκε τὸ αἴσθημα τῆς δικαιοσύνης καὶ βεβαίως καὶ ἡ ἰδιαιτέρα
προστασία τῆς Παναγίας. Ἀπὸ τὴν ἀρχικὰ ἑνωμένη ἡρωϊκὴ ἄμυνα ποὺ ἔτυχε τῆς ἀναγνώρισης
ὅλων ὁδηγηθήκαμε σὲ μία ἀντάρτικη ἀντίσταση ἄνευ ἀνδρείας καὶ πολεμικῆς ἀρετῆς.
Φεύγοντας μάλιστα οἱ ἀντάρτες μετὰ τὶς ἐπιθέσεις - ἐνέδρες τους στὰ βουνὰ ἔγιναν
μερικὲς φορὲς συνυπεύθυνοι τῶν γερμανικῶν θηριωδιῶν ποὺ ἀκολούθησαν μὲ ἐξιλαστήρια
θύματα τὸν ἄμαχο πληθυσμό.
Γεγονὸς
εἶναι ὅτι ἡ Παναγία ἐνήργησε μόνο σὲ περιπτώσεις, ὅπου ὑπῆρχαν ἀθῶοι ἄνθρωποι,
μὲ βαθειὰ πίστη στὸν Θεὸ καὶ μὲ μῖσος πρὸς κάθε ἀπάνθρωπη πράξη.
Τὰ
δύο περιστατικὰ ποὺ ἀκολουθοῦν θὰ μᾶς δείξουν ὅτι ὁ σωστὸς ἄνθρωπος καὶ μιὰ στὸ
σύνολό της σωστὴ κοινωνία δὲν ἐγκαταλείπεται ἀπὸ τὴν Θεία χάρη. Τὸ ἕνα συνέβη
στὶς 10 Σεπτεμβρίου 1943 στὸν Ὀρχομενὸ τῆς Βοιωτίας. Προηγήθηκε καὶ ἐδῶ ἡ ἀναχώρηση
τῶν Ἰταλῶν καὶ ἡ προσπάθεια τῶν κατοίκων νὰ τοὺς πάρουν μέσῳ διαπραγματεύσεων τὰ
ὅπλα, γιὰ νὰ τὰ ἔχουν κάποια δεδομένη στιγμή. Οἱ Ἰταλοὶ ἀρνήθηκαν, παρέδωσαν τὰ
ὅπλα τους στοὺς Γερμανοὺς καὶ τοὺς ἐνημέρωσαν γιὰ τὸ αἴτημα τῶν Ὀρχομενίων.
Τότε οἱ Γερμανοὶ στράφηκαν ἐναντίον τῆς πόλεως τοῦ Ὀρχομενοῦ καὶ ἄλλων πλησίον
χωριῶν. Πλησιάζοντας τὴν πόλη, λίγα μέτρα πρὶν φθάσουν στὸν Ναὸ τῆς Παναγίας
Σκριποῦς, σταμάτησαν καὶ κόλλησαν τὰ τάνκς τους σὲ ἕνα ἴσιο χωράφι. Ἔτσι ἀκυρώθηκαν
τὰ σχέδιά τους. Ὁ ὑπεύθυνος τῶν Γερμανῶν στρατιωτῶν, ὀνόματι Χόφμαν, κάλεσε
βοήθεια ἀπὸ τὸν Ὀρχομενό. Μὲ ἕνα τρακτέρ, τὸ μοναδικὸ ποὺ ὑπῆρχε τότε,
ξεκόλλησαν τὰ τάνκς, ἀλλὰ πλέον χωρὶς ἐπιθετικὸ προσανατολισμό. Ἀντιθέτως ὁ ἴδιος
ὁ Χόφμαν ζήτησε νὰ τὸν πᾶνε στὸν Ναὸ τῆς Παναγίας. Ἐκεῖ κατευθύνθηκε μόνος του
στὸ παρεκκλήσι τοῦ Ἀποστόλου Παύλου καὶ δείχνοντας μιὰ εἰκόνα τῆς Παναγίας Ρωσικῆς
τεχνοτροπίας εἶπε: «Αὐτὴ ἡ γυναίκα σᾶς ἔσωσε!
Νὰ τὴν τιμᾶτε καὶ νὰ τὴν δοξάζετε!». Στὴ συνέχεια ἀπεκάλυψαν οἱ
Γερμανοὶ στρατιῶτες, τί ἀκριβῶς εἶχε συμβῆ: Καθὼς πλησιάζανε τὸ χωριό, ἀκούστηκε
μιὰ γυναικεία κραυγή πόνου καὶ ἀγωνίας καὶ ἐμφανίστηκε μπροστά τους, μέσα σὲ
φωτεινὴ νεφέλη μιὰ μεγαλόπρεπη γυναίκα μὲ αὐστηρὸ ὕφος ἔχοντας σηκωμένο τὸ χέρι
της σὲ ἀπαγορευτικὴ στάση. Μετὰ ἀπ' αὐτὰ ὁ Χόφμαν ὑποσχέθηκε στοὺς Ὀρχομενίους ὅτι
μέχρι τὸ τέλος τοῦ πολέμου θὰ εἶναι ὑπὸ τὴν προσωπική του προστασία καὶ δὲν θὰ
τοὺς πειράξει κανείς. Καὶ πράγματι κράτησε τὴν ὑπόσχεσή του. Ἀπὸ τὸ ἑπόμενο ἔτος,
τὸ 1944, μέχρι σήμερα ἑορτάζεται αὐτὸ τὸ θαῦμα τῆς Παναγίας στὶς 10
Σεπτεμβρίου. Τὴν δὲ πρώτη φορὰ στὶς 10 Σεπτεμβρίου 1944 παρευρέθηκαν ὅλοι οἱ
στρατιῶτες ποὺ ἕνα χρόνο πρὶν εἶχαν πλησιάσει μὲ ἄλλες διαθέσεις. Ὁ ἴδιος ὁ
Χόφμαν ἐκτὸς ἀπὸ τὶς δωρεὲς ποὺ ἔκανε στὸ Ἐκκλησιαστικὸ συμβούλιο ἐρχόταν γιὰ
πολλὰ χρόνια τὴν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς.
Τὸ
ἄλλο περιστατικὸ διαδραματίστηκε στὶς 14 Μαΐου 1944 στὴν Πάρο. Ἄγγλοι στρατιῶτες,
πλήρωμα ἑνὸς ὑποβρυχίου ποὺ προσάραξε σὲ κάποιον ὅρμο κοντὰ στὸ Πίσω Λειβάδι, πῆγαν
στὸ χωριὸ Τσιμπίδο καὶ ξάφνιασαν ἐκεῖ Γερμανοὺς στρατιῶτες τὴν ὥρα τοῦ ὕπνου. 7
ἀπήγαγαν, 2 σκότωσαν, τραυμάτισαν τὸν διοικητὴ τοῦ ἀεροδρομίου καὶ ἐξαφανίσθηκαν.
Τὴν ἑπόμενη μέρα ὁ στρατιωτικὸς διοικητὴς τῶν Γερμανῶν ἀξίωσε ἀπὸ τοὺς
προέδρους τῶν κοινοτήτων Πάρου καὶ Ἀντιπάρου νὰ τοῦ παραδώσουν 125 νέους γιὰ ἐκτέλεση.
Καὶ πάλι ἐπενέβη ἡ Παναγία: Ὁ ἡγούμενος τῆς μονῆς τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς
Λογγοβάρδας, ὁ μακαριστὸς π. Φιλόθεος Ζερβάκος κάλεσε τὸν Γερμανὸ διοικητὴ στὸ
μοναστήρι. Τὴν Κυριακὴ 23 Ἰουλίου ἐπισκέφτηκε τὸ μοναστήρι καὶ ἔτυχε ἰδιαιτέρας
περιποιήσεως ἀπὸ τὸν ἡγούμενο καὶ τὴν ἀδελφότητα. Παρακολούθησε καὶ τὸν ἑσπερινό,
στὸ τέλος τοῦ ὁποίου οἱ μοναχοὶ ἔψαλαν παρακλήσεις στὴν Θεοτόκο ὑπὲρ τῆς
σωτηρίας τῶν μελλοθανάτων ἀδελφῶν. Λίγο πρὶν ἀπὸ τὴν ἀναχώρηση τοῦ Γερμανοῦ ἀπὸ
τὸ μοναστήρι ὁ π. Φιλόθεος τοῦ ζήτησε νὰ δώση χάρη στοὺς «ἀποφασισθέντας σὲ
θάνατο ἀνεύθυνους, διότι εἶναι ἄδικο καὶ ἄνομο οἱ ὑπεύθυνοι καὶ ἔνοχοι νὰ μὴν
τιμωροῦνται καὶ οἱ ἀνεύθυνοι καὶ ἀθῶοι νὰ θανατωθοῦν». Ὁ διοικητὴς τοῦ ἀπάντησε
ὅτι δὲν ἔχει ἐξουσία γιὰ μιὰ τέτοια ἀμνηστία. Τότε ὁ π. Φιλόθεος εἶπε στὸν
διερμηνέα νὰ μεταφράση τὰ ἑξῆς: «Ἐφ' ὅσον
δὲν μοῦ κάμει αὐτὴ τὴ χάρι, ἂς συμπεριλάβη καὶ ἐμένα πρὸς ἐκτέλεση μαζὶ μὲ τοὺς
ἀποφασιθέντας σὲ θάνατο, καὶ αὐτὸ θὰ τὸ θεωρήσω μεγάλη χάρι». Ἡ ἀπάντηση
τοῦ συγκινημένου Γερμανοῦ διοικητοῦ ἦταν: «Σοῦ τοὺς χαρίζω, μόνον νὰ συστήσης σὲ ὅλους τοὺς κατοίκους τοῦ νησιοῦ
νὰ μὴν ἐπαναληφθῆ κάτι τέτοιο καὶ νὰ μὴν κόψουν τὰ καλώδια, διότι θὰ φανῶ ἀμείλικτος». Ὁ ἅγιος ἡγούμενος ἔδωσε ἀπὸ τὴν
μεριά του τὴν σχετικὴ ὑπόσχεση καὶ μὲ τὴ βοήθεια τῆς Παναγίας ἔληξε εἰρηνικὰ καὶ
αὐτὸ τὸ ἐπεισόδιο.
Νομίζω
αὐτὰ τὰ περιστατικὰ μιλοῦν ἀπὸ μόνα τους καὶ μᾶς δίνουν τὶς κατάλληλες ἀπαντήσεις
στὸ ἀρχικὸ μας ἐρώτημα.
Διάκονος
Γεώργιος Χάας
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ»
Ἀρ. Τεύχους 27
Ὀκτώβριος 2004
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου