Ἕνα νέο ἀξιόλογο βιβλίο
Η ΞΕΝΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΒΟΡΡΑ
ΚΑΙ ΤΗΝ ΟΜΙΧΛΗ
Μέ πολλή χαρά παρουσιάζουµε τό νέο βιβλίο της κ. Νινέττας Βολουδάκη
«Η ΞΕΝΗ ΑΠΟ ΤΟ ΒΟΡΡΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΟΜΙΧΛΗ»,
πού ἐξέδωσε τόν φετεινό Ἰούλιο ὁ Ἐκδοτικός Οἶκος «ΛΙΒΑΝΗ».
Τό Βυζαντινό ἀλλά καί τόσο σηµερινό αὐτό µυθιστόρηµα
εἶναι τό πρῶτο µιᾶς Τριλογίας πού ἔχει γενικό τίτλο «Βασιλίς
Εἰρήνη ἡ ἐξ Ἀλαµανῶν». Οἱ ἄλλοι δύο τόµοι θά ἐπακολουθήσουν.
Ἡ συγγραφέας ἔχει βαθειά γνώση τῆς Βυζαντινῆς Ἱστορίας
ἀπό τίς Πηγές καί γι’ αὐτό στό βιβλίο τῆς ἔχει ἐγκατεσπαρµένες πάµπολλες
πληροφορίες ἀπό τήν ζωή, τήν ψυχή, ἀλλά καί τήν ψυχολογία τοῦ Γένους µας,
ἰδιαίτερα πολύτιµες γιά τήν τραγική ἐποχή µας.
Στό κείµενο πού ἀκολουθεῖ, ἀφηγεῖται ἡ ἴδια ἡ
συγγραφέας τό πῶς ὁδηγήθηκε στή συγγραφή αὐτοῦ του βιβλίου της:
«Οἱ κύκλοι τῆς
ζωῆς τῶν λαῶν δέν εἶναι τίποτα ἄλλο παρά οἱ κύκλοι τῆς ζωῆς τῶν ἀνθρώπων. Πόσες
φορές, ἀκούγοντας τή διήγηση κάποιων γεγονότων ἀπό τή ζωή τοῦ παπποῦ καί τῆς
γιαγιᾶς µας –ἤ ἀκόµα κι ἐνό πρό-πάππου καί µιᾶς πρό-γιαγιᾶς– δέν ἀναγνωρίζουµε
τό χαρακτῆρα µας καί τίς δικές µας ἀντιδράσεις, παρά ἡ διαφορά στή νοοτροπία
καί τίς κοινωνικές συνθῆκες. Πόσες φορές δέν εἴπαµε: «γιά φαντάσου, κι ἐγώ τό
ἴδιο θά ἔκανα ἄν ἤµουν στή θέση τους» ἤ «κι ἐγώ τό ἴδιο θά σκεφτόµουν».
Κι εἶναι, αὐτός ὁ σύνδεσµος µέ τούς ἀνθρώπους πού
ἔζησαν πρίν ἀπό ἐµᾶς, ἡ µόνη βοήθεια πού ἔχουµε στό ταξίδι τῆς γνώσης τοῦ
ἑαυτοῦ µας. Τό αὔριο, µᾶς κρύβεται πίσω ἀπό τήν ὁµίχλη τοῦ χρόνου. Τό σήµερα
µᾶς µπερδεύει, γιατί εἶναι τόσα πολλά πού θέλουµε –ἤ δέ θέλουµε- ὥστε ἡ
νηφαλιότητα χάνεται καί τά συναισθήµατα, οἱ ἐπιθυµίες, οἱ ἀρνήσεις, θολώνουν
τήν ἀλήθεια. Τό χθές ὅµως, ἁπλώνεται ἤρεµα καί τελεσίδικα µπροστά στά µάτια
µας, κι εἶναι στό χέρι µας νά τό ψάξουµε, νά τό ἀναλύσουµε, νά τό βασανίσουµε,
νά τό φιλοσοφήσουµε, ὥστε νά βροῦµε τίς ρίζες τοῦ ἑαυτοῦ µας, πού ξεκίνησαν
κάπου πολύ πρίν ὑπάρξουµε ἐµεῖς.
Ἀκολουθώντας
τή µαγεία τοῦ ταξιδιοῦ πίσω στό χρόνο, ἔφτασα στό σταυροδρόµι τοῦ δωδέκατου
αἰῶνα. Ἐκεῖ πού, σέ ἕνα παράλληλο σύµπαν, θά µποροῦσε κανείς νά προλάβει νά
σώσει τή συνέχεια τοῦ λαοῦ µας, τή σχέση µας µέ τή Δύση, τή σχέση µας µέ τήν
Ἀνατολή, τή σχέση µας µέ τόν ἑαυτό µας. Θέλησα νά σταθῶ σ’ αὐτό τό σταυροδρόµι
χωρίς τίς ἀποσκευές τοῦ µελλοντικοῦ χρόνου, πού συνήθως οἱ ἱστοριογράφοι κουβαλᾶµε
µαζί µας καί µᾶς βαραίνουν καί µᾶς διαφοροποιοῦν τόν ὁρίζοντα ἀπό αὐτόν πού
εἶχαν µπροστά τους οἱ ἄνθρωποι τότε. Θέλησα νά δῶ τά χρώµατα τοῦ κόσµου τούς
σκιασµένα ἀπό τήν ὁµίχλη τοῦ χρόνου πού τούς ἔκρυβε τά χρώµατα πού βλέπουµε
ἐµεῖς σήµερα. Θέλησα νά τούς δῶ γι’ αὐτό πού ἦταν. Χωρίς νά τούς κρίνω. Χωρίς
νά τούς κάνω µάθηµα. Χωρίς νά τούς ἀλλάξω. Γιατί εἶναι ἀδύνατο νά τούς ἀλλάξω,
ἀκόµα κι ἄν τό ἤθελα, πολύ περισσότερο πού δέ τό θέλω. Γιατί, ἄν δοῦµε ἐκείνους
διαφορετικούς ἀπό ὅτι ἦταν, θά χάσουµε τό πόσο πολύ τούς µοιάζουµε».
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ.
Τεύχους 132-133
Αὔγουστος – Σεπτέμβριος 2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου