ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ:
ΕΝΑΣ ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΙΚΟΣ
ΔΙΑΧΩΡΙΣΜΟΣ*
Σέ μιά ἐποχή πού τά αὐτονόητα ἔγιναν ἀκατανόητα καί τά
ἀκατανόητα αὐτονόητα, ἡ Εἰσήγησή μου δέν ἔχει πολλές προσδοκίες.
Ὡστόσο, ἐπιχειρῶ τό τόλμημα, ὄχι γιά νά ἀλλάξω τά πράγματα –αὐτό, οὕτως ἤ
ἄλλως δέν ἐξαρτᾶται ἀπό ἐμένα– ἀλλά γιατί εἶναι χρέος τοῦ καθενός μας νά
καταθέτη τή μαρτυρία του καί νά μήν γίνεται ρίψασπις, ὅταν ἡ ἐπικράτησή του δέν
εἶναι ἐξασφαλισμένη.
Καλοῦμαι, λοιπόν, μέ τήν Εἰσήγησή μου νά ἀντιπαραταχθῶ σ’ αὐτό, πού ἀπό τήν
συντριπτική πλειοψηφία τῶν ἀνθρώπων θεωρεῖται σήμερα αὐτονόητο. Νά
ἀντιπαραταχθῶ πρός ὅλους ἐκείνους πού θεωροῦν αὐτονόητη τή διάκριση Ἐκκλησίας
καί Πολιτείας, νά ἀνατρέψω ἐπιχειρήματα ἀλλά καί νά θέσω ἐρωτήματα ξεχασμένα,
πού σέ ἄλλες ἐποχές ἦσαν αὐτονόητα καί οἱ ἀπαντήσεις τους προϋποτιθέμενες.
Σ’ αὐτήν τήν προφανῆ δυσκολία τοῦ ἐγχειρήματός μου προστίθεται καί ὁ
χρονικός περιορισμός, τά στενά χρονικά περιθώρια πού ἔχω στή διάθεσή μου γιά τή
διαπραγμάτευση ἑνός θέματος, πού ἀποτελεῖ τόν ὁρισμό τοῦ χαρακτηρισμοῦ
«καινά δαιμόνια», σέ μιά ἐποχή πού θέλει νά ξεχάση καθετί ἀληθινό καί νά τό
ἀντικαταστήση μέ ὁτιδήποτε «ἐπίγειο, ψυχικό, δαιµονιῶδες» ἐξυπηρετεῖ τίς
σκοπιμότητές της.
Αὐτό πού μοῦ ἀπομένει, πιεζόμενος ἀπό τίς δύο συμπληγάδες πού ἀνέφερα,
εἶναι νά προσφέρω τό σύμμετρον τῆς δικῆς μου ἀδυναμίας «κατά δύναμιν»,
ἀφήνοντας κατά μέρος τούς κανόνες τῆς ρητορικῆς καί τίς προδιαγραφές τῶν
Εἰσηγήσεων.
Συνεπῶς, εἶμαι ἀναγκασμένος νά κωδικοποιήσω τόν λόγο μου, νά ἀποφύγω τίς
μακρές ἀναλύσεις, καί νά περιορισθῶ σέ ἐρωταποκρίσεις, προκειμένου νά θίξω, νά
ἀπαντήσω καί νά ἀντικρούσω παγιωμένες ἀπόψεις, πού θεωροῦνται ἀκλόνητες.
Μέ ἕναν λόγο, ἡ Εἰσήγησή μου θά μοιάζη περισσότερο μέ Πίνακα Περιεχομένων
ἑνός ὀγκωδεστάτου Τόμου, μέ μόνη παρηγοριά τήν ἐλπίδα πώς ὁ Τόμος αὐτός κάποτε
θά καταγραφῆ καί θά ἐκδοθῆ!
Μετά ἀπό αὐτές τίς ἐπεξηγήσεις, προχωρῶ στό θέμα μου.
Μιά σύντομη Ἱστορική
ἀναδρομή
Ἕνα κρίσιμο ἐρώτημα, πού ἀσφαλῶς θά γεννήθηκε στή σκέψη πολλῶν ἤδη
ἀπό τόν τίτλο τοῦ θέματός μου εἶναι αὐτό: –Μά, εἶναι δυνατόν, νά μήν ἦταν
ἀνέκαθεν χωρισμένη ἡ θρησκευτικότητα ἀπό τήν καθημερινότητα, ἀπό τή ζωή τῶν
πολιτῶν καί νά ἔγινε αὐτός ὁ διαχωρισμός ἀπό τούς Προτεστάντες, πού
ἐμφανίσθηκαν τόν 16ο αἰῶνα; Εἶναι δυνατόν, μιά τόσο πιά παγιωμένη ἀντίληψη νά
εἶναι νεώτερο κατασκεύασμα; Μήπως ὁ Εἰσηγητής προσπαθεῖ νά “τραβήξη τά
πράγματα” στά ἄκρα γιά νά ὑποστηρίξη τήν αὐθαίρετη ἄποψή του;
Ἄς μήν ἀπαντήσουμε ἐμεῖς ἀλλά νά ἰδοῦμε προσεκτικά ποιά κατάσταση
ἐπικρατοῦσε παγκοσμίως στό θέμα αὐτό ἀπό τήν ἀρχαιότητα μέχρι τήν ἀνατροπή
της, μέ τήν ὑπογράμμιση ὅτι εἰδικά στήν Ἑλλάδα –γιά τήν ὁποία κυρίως θά
μιλήσουμε– ἡ ἀνατροπή αὐτή καθυστέρησε μέχρι τίς ἀρχές τοῦ 19ου αἰῶνος, καί,
συγκεκριμένα, ἕως τό 1833, μόλις δύο χρόνια μετά τή δολοφονία τοῦ Καποδίστρια.
Ἀρχίζοντας ἀπό τήν Ἀρχαία Ἑλλάδα, παρατηροῦμε πώς ὁποιοδήποτε πολίτευμα
καί ἄν ἐπικρατοῦσε κατά περιόδους, ἀπό τό πιό Δημοκρατικό ἕως τό πιό
ἀπολυταρχικό, ἡ θρησκευτικότητα ἦταν συνυφασμένη μέ τή ζωή τῆς Πόλεως-Κράτους
καί τῶν κατοίκων της. Οἱ θεοί εἶχαν προσωποποιηθεῖ καί εἶχαν, τρόπον τινά,
ἀναλάβει πολιτειακά ἀξιώματα κυβερνῶντες τόν λαό! Οἱ θεοί ἦσαν ὁλόκληρο ὑπουργικό
Συμβούλιο (Δίας Πρωθυπουργός, Ἄρης Στρατιωτικῶν καί Πολέμου, Ἀθηνᾶ Παιδείας,
Ἑρμῆς Μεταφορῶν καί Ἐπικοινωνίας, Δήμητρα Γεωργίας, Ποσειδώνας Ναυτιλίας,
Ἀπόλλων Πολιτισμοῦ κ.λ.π.) καί διοικοῦσαν τά ἀνθρώπινα.
Οἱ Ἄρχοντες ἔπρεπε νά συμμορφώνονται μέ τά κελεύσματα τῶν θεῶν καί νά
διοικοῦν μέ τίς Ἀρχές πού ἀπέρρεαν ἀπό τή δικαιοσύνη καί τίς ὁδηγίες τῶν θεῶν,
ὅπως αὐτές ἐξεφράζοντο ἀπό τά Μαντεῖα, τούς Μάντεις καί τό Ἱερατεῖο, στό ὁποῖο,
σημειωτέον, Ἀρχιερέας ἦταν ὁ ἑκάστοτε Βασιλιᾶς ἤ Στρατηγός.
Οἱ Ἄρχοντες-Ἀρχιερεῖς ἐπέβλεπαν ἤ καί ἐκτελοῦσαν τίς θυσίες. Κατά τή
μαρτυρία τοῦ Πλουτάρχου, ὁ Θεμιστοκλῆς καί ὁ Παυσανίας ἦσαν Ἀρχιστράτηγοι καί
Ἀρχιερεῖς, γι’ αὐτόν ἀκριβῶς τόν λόγο. Σύμφωνα μέ τήν ἀφήγηση τοῦ Παυσανία, ὁ
Ἐπαμεινώνδας ἐκτελεῖ ἀκόμη καί ἐναγισμούς (δηλαδή νεκρική τελετή) στή μνήμη
μιᾶς νεκρῆς! Οἱ Ἀμφικτυονίες, οἱ Πολιτικές καί Στρατιωτικές Συμμαχίες εἶχαν
πάντοτε κέντρο ἕνα Ἱερό!
Αὐτό, ὅμως, δέν συνέβαινε μόνο στήν Ἀρχαία Ἑλλάδα ἀλλά καί στόν ὑπόλοιπο
κόσμο. Βέβαια, στήν Ἑλλάδα ἡ θρησκευτικότητα ὅριζε καί νοημάτιζε ὅλες τίς
πτυχές τῆς καθημερινῆς ζωῆς, ἀλλά καί σέ ὅλους τούς λαούς ἡ θρησκευτικότητα
ἦταν ἀπόλυτα συνδεδεμένη καί συνυφασμένη μέ τό ἔργο τῶν πολιτικῶν Ἀρχόντων.
Στή Βαβυλώνα ὁ Βασιλιᾶς ἦταν ὁ Ἀντιπρόσωπος τοῦ θεοῦ.
Στούς Αἰγυπτίους ὁ Φαραώ ἐθεωρεῖτο ὄχι μόνο Ἐκπρόσωπος τοῦ θεοῦ ἀλλά καί
ἔνσαρκος θεός, ἐνσωμάτωση τοῦ θεοῦ.
Στήν Ἰαπωνία ὁ Αὐτοκράτορας (Micado) ἐθεωρεῖτο καί ἐτιμᾶτο
ὡς θεός καί ἡ λατρεία του ἦταν τό κυρίαρχο στοιχεῖο τῆς λαϊκῆς θρησκείας.
Γιά τούς Πέρσες –σημερινούς Ἰρανούς– ὁ Βασιλιᾶς ἐθεωρεῖτο θεός. «Θεῷ,
µεγάλῳ Βασιλεῖ Δαρείῳ χαίρειν», ἔγραφε ὁ Μ. Ἀλέξανδρος στόν Δαρεῖο καί ὁ ἴδιος
ὁ Πέρσης Βασιλιᾶς ἀποκαλοῦσε τόν ἑαυτό του στά ἔγγραφα πού ἔστελνε «θεῶν
συγγενής, σύνθρονός τε θεῷ Μίθρᾳ καί συνανατέλων τῷ ἡλίῳ. Βασιλεύς βασιλέων,
µέγας θεός Δαρεῖος»!
Στήν Κίνα ὁ Αὐτοκράτορας ἐθεωρεῖτο «Υἱός τοῦ θεοῦ Οὐρανοῦ» καί Ἐκπρόσωπός
του ἐπί τῆς γῆς.
Πρέπει, βέβαια, νά διευκρινήσουμε ὅτι πρό τῆς Σαρκώσεως τοῦ Μόνου Ἀληθινοῦ
Θεοῦ, τοῦ Χριστοῦ μας, ἡ καθημερινή ζωή καί ὅσα αὐτή συνεπάγεται, ἐρυθμίζοντο
ἀπό τόν Πολιτειακό Ἄρχοντα. Ὄχι, ὅμως, ἀπό ἄθεον Πολιτειακό Ἄρχοντα, ἀλλά,
ὅπως, προείπαμε, ἀπό ἐκεῖνον πού ἦταν ταυτόχρονα φορέας καί τῆς θρησκευτικῆς
καί τῆς Πολιτικῆς ἐξουσίας.
Στό Ἰσραήλ τοῦ Ἀληθινοῦ Θεοῦ γίνεται ἡ ἀποκάθαρση τῆς Λατρείας τοῦ Θεοῦ,
χωρίς νά χωρισθῆ ἡ Λατρεία ἀπό τήν διακυβέρνηση τοῦ Κράτους ἀλλά μέ τόν
ὑποβιβασμό τοῦ Βασιλέως σέ Ὑπηρέτη τοῦ Θεοῦ. Γράφει ὁ σπουδαῖος ἑρμηνευτής τῆς
Παλαιᾶς Διαθήκης, μακαριστός Ἀρχιμανδρίτης Ἰωήλ Γιαννακόπουλος: «Ἡ µονοθεΐα εἶναι
ἐκείνη, ἡ ὁποία ἀνέδειξε τήν Ἰσραηλιτικήν θρησκείαν τῆς Βίβλου ἀνωτέραν ὅλων
τῶν πολυθεϊστικῶν θρησκειῶν τῆς Ἀρχαιότητος... Ἡ µονοθεΐα ἐνισχύθη ὑπό τῆς
Βασιλικῆς ἐξουσίας δυναµικῶς, ἐκαθάρισεν ὅµως ἡ µονοθεΐα αὕτη τήν Βασιλικήν
ἐξουσίαν ἐκ τῆς θεοποιήσεως, τήν ὁποίαν οἱ ἄλλοι ἀνατολικοί λαοί ἀπέδιδον εἰς
τάς βασιλείας των».
Στήν Παλαιά Διαθήκη, στό βιβλίο τῶν Παροιμιῶν, ὁ Θεός ὁμιλεῖ κατηγορηματικά
καί διαλύει κάθε ἀμφιβολία περί τῆς προελεύσεως καί τῆς δυνάμεως τῆς
Πολιτειακῆς ἐξουσίας ἀλλά καί τοῦ περιεχομένου τῆς νομοθεσίας της. Ὅλα
ἐξαρτῶνται ἀπό Ἐκεῖνον: «Ἐµή βουλή καί ἀσφάλεια, ἐµή φρόνησις, ἐµή δέ ἰσχύς.
Δι’ ἐµοῦ Βασιλεῖς βασιλεύουσι καί οἱ δυνάσται γράφουσι δικαιοσύνην. Δι’ ἐµοῦ
µεγιστᾶνες µεγαλύνονται, καί τύραννοι δι’ ἐµοῦ κρατοῦσι γῆς».
Πῶς ἐξηγεῖται τό
φαινόμενο;
Τό παγκόσμιο –μέχρι τόν 18ο αἰῶνα– φαινόμενο τῆς ἄρρηκτης συνδέσεως
θρησκευτικῆς καί καθημερινῆς (δημόσιας ἤ ἰδιωτικῆς) ζωῆς, πού προβληματίζει
πολλούς, ἔχει προφανῆ ἐξήγηση: Τήν θεοειδῆ καταγωγή καί κατασκευή τοῦ
ἀνθρώπου!
Ἐφ’ ὅσον ὁ ἄνθρωπος δημιουργήθηκε ἀπό τόν Θεό, ὅπως καί ὁλόκληρη
Κτίση –γνωστή καί ἄγνωστη σέ μᾶς– δέν εἶναι δυνατόν νά ἀπουσιάζη ὁ Θεός καί ὁ
θεῖος φωτισμός Του, ὄχι μόνο ἀπό τή διαποίμανση καί διακυβέρνηση τῶν ἀνθρώπων
ἀλλά οὔτε ἀπό τήν ἔρευνα καί τίς μελέτες τῶν ἐπιστημόνων. Ὁλόκληρο τό Σύμπαν
–μιλῶ μέ πλεονασμό γιά ἔμφαση– ἀφοῦ εἶναι δημιούργημα τοῦ Θεοῦ Λόγου, ἔχει
Θεολογική προέλευση, ἁρμολόγηση καί νόημα. Γι’ αὐτό στίς μέρες μας, τίς τόσο
ἀπομακρυσμένες από τόν Θεό, οἱ ἐπιστήμονες ὁδηγοῦνται σέ ἀλληλοσυγκρουόμενα
συμπεράσματα, ἀναλίσκοντες ὑπέρογκα χρηματικά ποσά καί ἀναλισκόμενοι στό νά
σφετερισθοῦν τήν κυριαρχία τοῦ Θεοῦ τοῦ Παντός. Παρά τά ἀναμφισβήτητα
ἐπιτεύγματά τους, πολλά ἀπό αὐτά μᾶς ὁδήγησαν καί μᾶς ὁδηγοῦν μέ φρενήρη ρυθμό
στή βιοανηθικότητα!
Τί ἀλλάζει μέ τήν
Σάρκωση τοῦ Θεοῦ Λόγου
Ἡ Σάρκωση τοῦ Θεοῦ Λόγου μεταθέτει τόν νοῦν μας στόν Οὐρανό γιά νά
ἀντλήσουμε πλέον ἀπό ἐκεῖ τό πῶς πρέπει «ἀκριβῶς νά περιπατοῦµε». Κάθε μέρα,
κάθε ὥρα, κάθε στιγμή καί ὄχι μόνο στήν Θεία Λειτουργία τῆς Κυριακῆς.
Ὄχι πλέον «γράµµατα καί Πλάκες» ἀλλά Αὐτός ὁ Σαρκωθείς Θεός ὁρίζει τά
πάντα. Αὐτός εἶναι Ἐκεῖνος πού «δεσπόζει τῶν ἐπουρανίων, τῶν ἐπιγείων καί τῶν
καταχθονίων». Αὐτός πού ἔχει καί ἔδωσε στήν Ἐκκλησία Του «Πᾶσαν ἐξουσίαν ἐν
Οὐρανῷ καί ἐπί γῆς», ἀφοῦ προηγουμένως «ἐξέβαλε ἔξω τόν ἄρχοντα τοῦ κόσµου»!
Ὁ Χριστιανισμός φανερώθηκε στόν κόσμο ἐξ ἀρχῆς ὡς Ζωή καί Κοινωνία
Προσώπων, ὡς Κοινότητα. Δέν ἐμφανίσθηκε σάν ἰδέα, σάν ἰδεολογία καί, πολύ
περισσότερο, δέν βιώθηκε ὡς ἀτομική ὑπόθεση, ὅπως κατά κόρον διαλαλοῦν σήμερα
ὅλοι ἐκεῖνοι πού θέλουν νά ἐξορίσουν τόν Θεό ἐκεῖ «ὅπου ἄνθρωπος οὐκ οἰκεῖ»!
Οἱ ἅγιοι Πατέρες μας, ἀλλά πρωτίστως οἱ «Πράξεις τῶν ἁγίων Ἀποστόλων»
περιγράφουν ἐπακριβῶς ὅτι ὁ Χριστιανισμός ἐμφανίσθηκε ὡς τρόπος ζωῆς, πού
ἐνεπνέετο ἀπό τή βιωματική Ἀληθινή Πίστη καί ἐνεργοῦσε μέ αὐτήν.
Αὐτό τό βεβαιώνει καί ὁ μεγάλος ἐρευνητής θεολόγος καί ἱστορικός, ὁ
ἀείμνηστος π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ: «Ὁ Χριστιανισµός (γράφει), εἰσῆλθε στήν
Ἱστορία σάν νέα κοινωνική Τάξη ἤ µᾶλλον σάν νέα κοινωνική διάσταση. Ἀπό τήν
πρώτη ἀρχή ὁ Χριστιανισµός δέν ἦταν κυρίως “δόγµα” ἀλλά συγκεκριµένα µιά
“Κοινότητα”».
Αὐτή ἡ Χριστιανική Κοινότητα, παρ’ ὅτι τελοῦσε ὑπό Ρωμαϊκή διακυβέρνηση,
εἶχε βαθειά τήν πεποίθηση ὅτι εἶναι πλήρης ζωή, ὄχι μόνο Κοινότητα Λειτουργική,
Κοινότητα πνευματική, ἀλλά Κοινότητα πού διακυβερνᾶται σέ ὅλες τίς ἐκφάνσεις
τῆς ἀνθρώπινης καθημερινῆς ζωῆς.
Γιά τή διακυβέρνηση τῶν βιοτικῶν πραγμάτων εἶχαν ἤδη φροντίσει οἱ ἅγιοι
Ἀπόστολοι, μέ δική τους προτροπή πρός τούς Χριστιανούς νά ἐκλέξουν Διακόνους
τῶν βιοτικῶν ζητημάτων, ὅπως τῶν κοινῶν Τραπεζῶν καί ὅλων τῶν ἄλλων πού
σχετίζονται μέ τόν ἀνθρώπινο βίο ἀπό τή Γέννηση μέχρι τόν θάνατο καί τήν ταφή.
Ἔνοιωθε, δηλαδή, ἡ Χριστιανική Κοινότητα ὡς ἕνας λαός μέ ἐκκλησιαστική καί
ὀργανωτική τῶν βιοτικῶν Ἱεραρχία, μέσα σέ ἕναν ἄλλον κυρίαρχο λαό, τούς
Ρωμαίους.
Οἱ Χριστιανοί δέν ἀνατρέπουν καθεστῶτα, ὅταν αὐτά προϋπάρχουν. Σέβονται
«ὡς ἐξουσίαν ὑπερέχουσαν» τά ὅποια καθεστῶτα συναντοῦν στόν Τόπο πού
ἐπιλέγουν νά κατοικήσουν, ἀκόμα καί ἄν αὐτά εἶναι ἀπάνθρωπα καί δέν τά
εὐλογεῖ ὁ Θεός ἀλλά μόνο τά ἀνέχεται καί τά ἐπιτρέπει. Δέν ἀνατρέπουν
καθεστῶτα ἀλλά καί δέν παραλείπουν νά ὀργανωθοῦν αὐτοί ὡς πλήρης Χριστιανική
ζωή καί γι’ αὐτό δημιουργοῦν Κατακόμβες.
Ἐκεῖ ὀργανώνονται πλήρως καί καθορίζουν τά πάντα, ἀπό τή γέννησή τους ἕως
καί τήν ταφή τους, ὅπως ἔκαναν οἱ Προπάτορές τους στήν Αἴγυπτο «ἐπί γῆς
ἀλλοτρίας». Δέν ἀνατρέπουν ἀλλά καί δέν συσχηματίζονται μέ τόν «κόσµο», μέ τήν
εἰδωλολατρεία πού κυβερνᾶ. Δέν ἔχουν δυνατότητα νά ἐκλέξουν τούς ἄρχοντες τῆς
Ρώμης –δέν ὑπῆρχαν κατά τήν ἐποχή ἐκείνη ἐκλογές– καί γι’ αὐτό ἐκλέγουν
Ἄρχοντες τῶν Κατακομβῶν. Ἄρχοντες πού ὑπακούουν στή Χριστιανική Πίστη καί στό
Ἱερατεῖο Της, τό ὁποῖο καί τούς ἐγκαθιστᾶ κατά τή μαρτυρία τοῦ Βιβλίου τῶν
«Πράξεων» στήν περιγραφή τῆς ἐκλογῆς τῶν Ἑπτά Διακόνων.
Ἡ Ἁγιογραφική αὐτή πρακτική ἔχει παντελῶς ἀγνοηθεῖ καί παραθεωρηθεῖ μέ
ὀλέθριες ἐπιπτώσεις στήν ἱστορική πορεία τοῦ Χριστιανικοῦ Γένους, ἰδίως κατά τά
τελευταῖα χρόνια. Ἔφθασαν, μάλιστα, στό σημεῖο κάποιοι Ἀκαδημαϊκοί θεολόγοι, μέ
προεξάρχοντα τόν ὁμότιμο καθηγητή κ. Εὐάγγελον Θεοδώρου, νά θεωροῦν τήν ἐκλογή
τῶν Ἑπτά Διακόνων ὡς ἐκλογή ἐκκλησιαστικῶν καί ὄχι πολιτικῶν προσώπων.
Ὅμως, οἱ Ἑπτά Διάκονοι, καί ἀργότερα «πληθυνόντων τῶν Χριστιανῶν» καί οἱ
ἄλλοι ἐκλελεγμένοι Διάκονοι καί Διακόνισσες δέν ἦσαν κληρικοί, ἀλλά πρόσωπα γιά
νά «διακονοῦν τραπέζαις», ἀρχικά γιά τή διακονία τῶν κοινῶν Δείπνων καί,
σταδιακά, καί τῶν ἄλλων βιοτικῶν πραγμάτων τῶν Χριστιανῶν καί ὄχι γιά τή
διακονία τῆς ...Ἁγίας Τραπέζης! Ἐπειδή δέ κατά τήν πρώτη Ἀποστολική ἐποχή ὁ
ζῆλος καί ἡ βιοτή τῶν περισσοτέρων Χριστιανῶν ἦταν σέ ὑψηλό πνευματικό ἐπίπεδο,
οἱ Διάκονοι καί οἱ Διακόνισσες μετέφεραν σέ κάποιες ἔκτακτες περιπτώσεις τή
Θεία Κοινωνία σέ ἀσθενεῖς καί πολύ ἡλικιωμένους.
Αὐτή, λοιπόν, τήν ἐκλογή καί γυναικῶν Διακονισσῶν –ὥστε γιά τήν τήρηση τῆς
σεμνότητος γυναῖκες νά διακονοῦν γυναῖκες– πού ἀποτελεῖ τήν τρανότερη ἀπόδειξη
ὅτι οἱ Διάκονοι καί οἱ Διακόνισσες δέν ἦσαν κληρικοί ἀλλά πολιτικά πρόσωπα
–ἀφοῦ γυναῖκες κληρικοί δέν ἐπιτρέπονται– ὁ καθηγητής κ. Θεοδώρου (τήν πρακτική
αὐτή) τή μετέστρεψε σέ δικό του ἐπιχείρημα, γιά νά ἀποδείξη ὅτι τάχα ἡ Πράξη
τῆς Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας ἐπιτρέπει τήν χειροτονία τῶν γυναικῶν! Αὐτή, μάλιστα,
ἡ μελέτη τοῦ καθηγητοῦ κ. Θεοδώρου ἐξακολουθεῖ νά ἀποτελῆ ἀποπροσανατολιστική
θεολογική πυξίδα, ἡ ὁποία παρασύρει καί νέους θεολόγους νά ὑποστηρίζουν μιά
τέτοια πλάνη, χωρίς νά ἀναχαιτίζονται ἀπό τήν πλειάδα τῶν θεολογικῶν
ἐπιχειρημάτων κατά τῆς χειροτονίας τῶν γυναικῶν, στά ὁποῖα ἐπιχειρήματα
κυριαρχοῦν τά κεραυνοβόλα παραγγέλματα τοῦ ἁγίου Ἀποστόλου Παύλου: «γυναικί δέ
διδάσκειν οὐκ ἐπιτρέπω» (1 Τιμ. 2,12) καί «ὡς ἐν πάσαις ταῖς Ἐκκλησίαις τῶν
ἁγίων αἱ γυναῖκες ὑµῶν ἐν ταῖς Ἐκκλησίαις σιγάτωσαν. Οὐ γάρ ἐπιτέτραπται αὐταῖς
λαλεῖν, ἀλλ’ ὑποτάσσεσθαι» (1 Κορ. 14,34). Ἐκτός καί ἄν στό μέλλον γίνη
λόγος καί περί «ἀφώνου»... Ἱερωσύνης!
Μετά τίς Κατακόμβες
τί;
Πολλοί θά διερωτηθῆτε: –Μετά τή λήξη, ὅμως, τῶν Διωγμῶν, ὁπότε πλέον
ἀνέβηκε στόν θρόνο ὁ Μ. Κωνσταντῖνος, δέν διαχωρίσθηκαν Ἐκκλησία καί Πολιτεία,
ὅπως μέχρι σήμερα γνωρίζουμε αὐτόν τόν διαχωρισμό;
Ἡ ἀπάντηση εἶναι κατηγορηματική:Ὄχι!
Ὁ Μ. Κωνσταντῖνος, σάν χριστιανός πλέον, συνειδητοποίησε ὅτι ὄχι μόνο δέν
μπορεῖ νά συγκεντρώνη στό πρόσωπό του καί τήν Θεία καί τήν Πολιτική ἐξουσία,
ἀλλά καί ὅτι πρέπει νά ἐντάξη τήν Πολιτική ἐξουσία στήν Ἐκκλησία. Ὁ Εὐσέβιος
Καισαρείας, ὡς αὐτήκοος μάρτυς, μᾶς διασώζει αὐτολεξεί αὐτό πού εἶπε ὁ ἅγιος
Κωνσταντῖνος σέ δεξίωση πού παρέθεσε σέ Ἐπισκόπους: «Ἐν ἑστιάσει ποτέ
δεξιούµενος ἐπισκόπους, λόγον ἀφῆκεν, ὡς ἄρα εἴη καί αὐτός ἐπίσκοπος, ὦδέ πῃ
αὐτοῖς εἰπών ρήµασιν ἐφ’ ἡµετέραις ἀκοαῖς... Ἀλλ’ ὑµεῖς µέν τῶν εἴσω τῆς
Ἐκκλησίας ἐγώ δέ τῶν ἐκτός ὑπό Θεοῦ καθιστάµενος ἐπίσκοπος ἄν εἴην». Καί σέ
κάποια ἄλλη εὐκαιρία ἔγραφε πρός τούς Ἐπισκόπους: «Εἷς ἐξ ὑµῶν ἐτύγχανον
συµπαρών».
Σημαντικό θεωροῦμε νά παραθέσουμε ὄχι μιά δική μας ἑρμηνεία ἀλλά τήν
ἀξιολόγηση τῶν ἀνωτέρω φράσεων, πού ἔκαμε ὁ διαπρεπής καθηγητής τοῦ Κανονικοῦ
Δικαίου, μακαριστός Κωνσταντῖνος Μουρατίδης, γιά νά μήν ὑπάρξη ἀμφισβήτηση
τοῦ νοήματός τους: «Οἱαδήποτε ἑρµηνεία καί ἐάν δοθῇ εἰς τούς λόγους τούτους τοῦ
Μ. Κωνσταντίνου (γράφει ὁ καθηγητής), οἵτινες τόσας ἑρµηνείας καί παρερµηνείας
προὐκάλεσαν, ἕν εἶναι βέβαιον καί µή δυνάµενον νά ἀµφισβητηθῆ, ὅτι οἱ λόγοι
οὗτοι προφερόµενοι ὑπό τοῦ αὐτοκράτορος, τοῦ µέχρι τῆς ἐποχῆς ἐκείνης θεωρουµένου
ὡς «pontifex maximus», ἤτοι ὡς ὑπερτάτου
Ἀρχιερέως τῆς (εἰδωλολατρικῆς) θρησκείας, συνιστοῦν αὐτοπεριορισµόν, δεδοµένου
ὅτι χαρακτηρίζει ἑαυτόν οὐχί πλέον ὡς τόν “ὑπέρτατον ποντίφηκα” τῆς νέας
θρησκείας, ἀλλά ὡς ἕναν ἐκ τῶν πολλῶν καί δή καί µή ἔχοντα ἁρµοδιότητα ἐν τῇ
κυρίᾳ περιοχῇ τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ὀργανισµοῦ, ἥν ἁρµοδιότητα ἀναγνωρίζει θείῳ
δικαίῳ εἰς τούς ἐπισκόπους».
Τό ἦθος τοῦ Μ. Κωνσταντίνου μιμεῖται καί ὁ αὐτοκράτωρ Μαρκιανός, πού
παρέστη αὐτοπροσώπως στήν Δ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο καί ἐπεξηγεῖ τήν παρουσία του
σ’ αὐτήν: «Ἡµεῖς βεβαιότητα τοῖς πραττοµένοις προσθήσοντες, οὐ δυνάµεως
ἐπίδειξιν ποιησάµενοι, παρεῖναι τῇ Συνόδῳ ἐδοκιµάσαµεν, ὑπόδειγµα ποιησάµενοι
τόν τῆς µακαρίας λήξεως Κωνσταντῖνον».
Πῶς ἦταν, ἄλλωστε, δυνατόν νά ρυθμισθῆ ἡ ζωή τῆς Αὐτοκρατορίας
διαφορετικά, ἀφοῦ ὁ χριστιανισμός πού ἐπεκράτησε, ἔγινε Ζωή τῆς ζωῆς της;
Στό ἑξῆς ἡ Αὐτοκρατορία μας ζοῦσε καί ἐκινεῖτο ὡς «Σῶμα Χριστοῦ». Ζοῦσε ὡς
Ἐκκλησία τήν ἕνωση τῶν δύο φύσεων τοῦ Χριστοῦ, Θείας καί Ἀνθρωπίνης. Ζοῦσε
«ἀσυγχύτως ἀλλά καί ἀδιαιρέτως» τή σχέση Ἱερωσύνης καί Βασιλείας.
Ὁ Αὐτοκράτωρ Ἰουστινιανός –αὐτός πού κατηγορήθηκε, μάλιστα, ἀπό ἐπιπολαίους
ἱστορικούς γιά «ἰδιότυπες καισαροπαπικές του τάσεις»– περιγράφει στό
Προοίμιο τῆς ΣΤ΄ Νεαρᾶς του τόν θεοειδῆ τρόπο σχέσεως τῶν δύο διακονημάτων, τοῦ
Κλήρου καί τῶν Ἀρχόντων: «Μέγιστα ἐν ἀνθρώποις ἐστί δῶρα Θεοῦ παρά τῆς ἄνωθεν
δεδοµένα φιλανθρωπίας, Ἱερωσύνη τε καί Βασιλεία. Ἡ µέν τοῖς θείοις
ὑπηρετουµένη, ἡ δέ τῶν ἀνθρώπων ἐξάρχουσά τε καί ἐπιµελουµένη, καί ἐκ µιᾶς καί
τῆς αὐτῆς ἀρχῆς ἑκατέρα προϊοῦσα καί τόν ἀνθρώπινον κατακοσµοῦσα βίον... Εἰ γάρ
ἡ µέν (Ἱερωσύνη) ἄµεµπτος εἴη πανταχόθεν καί τῆς πρός Θεόν µετέχοι παρρησίας, ἡ
δέ (Βασιλεία) ὀρθῶς τε καί προσηκόντως κατακοσµουµένη τήν παραδοθεῖσαν αὐτῇ
πολιτείαν, ἔσται συµφωνία τις ἀγαθή πᾶν εἴ τι χρηστόν τῷ ἀνθρωπίνῳ
χαριζοµένη γένει».
Σαφέστερα, μετά ἀπό πέντε καί πλέον αἰῶνες, τό 970, ὁ Αὐτοκράτωρ Ἰωάννης
Τσιμισκῆς περιγράφει τήν Θεανθρώπινη σχέση Ἱερωσύνης καί Βασιλείας, ὅταν
ἀνήγγειλε στή Σύνοδο τόν θάνατο τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Πολυεύκτου:
«Μίαν ἀρχήν ἐξεπίσταµαι, τήν ἀνωτάτην καί πρώτην, ἥτις ἐκ τοῦ µή ὄντος εἰς τό
εἶναι τό τοῦ ὁρατοῦ καί ἀοράτου κόσµου παρήγαγε σύστηµα. Δύο δέ τάς ἐν τῷδε τῷ
βίῳ γινώσκω καί τῇ κάτῳ περιφορᾶ, Ἱερωσύνην καί Βασιλείαν, ὧν τῇ µέν τήν τῶν
ψυχῶν ἐπιµέλειαν, τῇ δέ τήν τῶν σωµάτων κυβέρνησιν ἐνεχείρισεν ὁ Δηµιουργός, ὡς
ἄν µή τούτων χωλεύσοιτο µέρος, ἄρτιόν τε καί ὁλόκληρον διασώζοιτο».
Στό σημεῖο αὐτό θά δώσω τόν λόγο στόν μακαριστό π. Γεώργιο Φλωρόφσκυ γιά
νά μᾶς περιγράψη τό πῶς ἐβιώνετο στήν Αὐτοκρατορία τοῦ Γένους μας ἡ ἀσύγχυτη
ἀλλά καί ἀδιαίρετη σχέση Ἱερωσύνης καί Βασιλείας καί ὄχι Ἐκκλησίας καί
Πολιτείας, ὅπως κατήντησε σήμερα, νά σημαίνη γιά μᾶς τούς Νεοέλληνες ὅτι ἡ Πολιτεία
βρίσκεται ἀπολύτως ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας! Ἡ περιγραφή του ἔχει ἰδιαίτερη σημασία
γιά μᾶς, δεδομένου ὅτι γίνεται ἀφ’ ἑνός μέν ἀπό ἕναν εὐλαβέστατο κληρικό,
θεολόγο καί ἱστορικό σπάνιας ἐπιστημονικῆς γνώσεως καί εὐθυκρισίας καί, ἀφ’
ἑτέρου, γιατί ἔχει καταγραφεῖ σέ «ἀνύποπτον χρόνον», τό ἔτος 1957!
Ὁποιανδήποτε δική μου ἀνάλυση θά εἶχε κανείς τήν εὐχέρεια νά τήν ἀμφισβητήση,
μέ τήν αἰτίαση ὅτι παραβιάζω τά ἱστορικά στοιχεῖα γιά νά δικαιώσω τή
συλλογιστική τῆς Εἰσηγήσεώς μου. Γι’ αὐτό, ἄς ἀκούσουμε τόν μακαριστό π.
Φλωρόφσκυ νά ἀναλύη τό νόημα τῶν λόγων τοῦ Ἰουστινιανοῦ, πού ἐκτίθενται στόν
Πρόλογο τῆς ΣΤ΄ Νεαρᾶς του (παραθέσαμε ἤδη μικρό ἀπόσπασμα), τῆς 16ης Μαρτίου
535:
«Ὁ Ἰουστινιανός δέν µιλοῦσε γιά τήν Πολιτεία ἤ τήν Ἐκκλησία. Μιλοῦσε γιά
δύο ἐξουσίες ἤ ἀντιπροσωπεῖες πού εἶχαν καθιερωθεῖ στή Χριστιανική
Κοινοπολιτεία. Ἦταν καθορισµένες ἀπό τήν ἴδια Θεία ἐξουσία καί γιά τόν ἴδιο
τελικό σκοπό. Σάν “Θεῖο Δῶρο” ἡ Αὐτοκρατορική ἐξουσία, τό imperium, ἦταν ἀνεξάρτητο ἀπό τό Ἱερατεῖο, sacerdotium. Παρά ταῦτα ἦταν ἐξαρτηµένο καί
ὑποταγµένο σ’ αὐτόν τόν σκοπό γιά τόν ὁποῖο εἶχε καθιερωθεῖ ἀπό τόν Θεό.
Κι ὁ σκοπός ἦταν ἡ καθαρή διατήρηση καί διάδοση τῆς Χριστιανικῆς ἀλήθειας.
Ἔτσι, ἐάν ἡ Αὐτοκρατορία, σάν Αὐτοκρατορία δέν ἦταν ὑποταγµένη στήν Ἱεραρχία,
ἦταν ἐν τούτοις ὑποταγµένη στήν Ἐκκλησία, πού ἦταν διωρισµένη ἀπό τόν Θεό σάν
“κουστωδία” τῆς Χριστιανικῆς Ἀλήθειας. Μέ ἄλλα λόγια ἡ Αὐτοκρατορική ἐξουσία
ἦταν “νόµιµη” µόνο µέσα στήν Ἐκκλησία. Ἐν πάσῃ περιπτώσει ἦταν οὐσιαστικά
ὑποταγµένη στή Χριστιανική Πίστη, δεσµευµένη ἀπό τίς ἐντολές τῶν Ἀποστόλων καί
τῶν Πατέρων, καί ἀπ’ αὐτήν τήν ἄποψη “περιωριζόταν” ἀπ’ αὐτά. Ἡ νόµιµη θέση τοῦ
Αὐτοκράτορα στή Κοινή Πολιτεία, ἐξαρτιόταν ἀπό τήν καλή του στάση πρός τήν
Ἐκκλησία κάτω ἀπό τή δογµατική καί κανονική Της πειθαρχία. Τό Κράτος ἦταν
ταυτόχρονα ἐξουσία καί ὑπηρεσία. Καί οἱ ὅροι τῆς ὑπηρεσίας ἦταν καθωρισµένοι
ἀπό τούς νόµους καί τούς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας. Στήν ὁρκωµοσία τῆς στέψεώς του
ὁ Αὐτοκράτορας ὤφειλε νά ὁµολογήση τήν Ὀρθόδοξο Πίστη του καί νά δώση ὅρκο
ὑποταγῆς στίς ἀποφάσεις τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Συνόδων». Καί ὁ μακαριστός
Φλωρόφσκυ, προλαβαίνοντας τίς ὅποιες ἐνστάσεις περί τυπικότητος τῆς ὁρκωμοσίας
–γιατί σέ τέτοιου εἴδους τυπικότητες εἴμαστε συνηθισμένοι, ἰδίως σήμερα–
ἐπιστρατεύει καί τή μαρτυρία τοῦ Ι. Sokolov: «Αὐτό δέν ἦταν ἁπλῆ
τυπικότητα. “Ἡ Ὀρθοδοξία ἦταν, οὕτως εἰπεῖν, ἡ ὑπερεθνικότητα τοῦ Βυζαντίου, τό
βασικό στοιχεῖο τῆς ζωῆς τῆς Πολιτείας καί τοῦ λαοῦ”»!
Μέ τά ἴδια τά λόγια τοῦ π. Φλωρόφσκυ «ἡ θέση τοῦ Αὐτοκράτορα στό βυζαντινό
σύστηµα εἶχε ἐξόχως ἀνυψωθεῖ. Εἶχε περιβληθεῖ µέ στέφανο θεοκρατικῆς λάµψεως...
Παρά ταῦτα ὁ Αὐτοκράτορας δέν ἦταν παρά λαϊκός. Εἶχε ὡρισµένη θέση στήν
Ἐκκλησία καί µάλιστα πολύ ἐξέχουσα καί ὑψηλή. Μά ἦταν θέση λαϊκοῦ. Ἦταν,
ὡς θά ἐλέγαµε, εἰδικό ἀξίωµα στήν Ἐκκλησία, προωρισµένο γιά λαϊκούς... Οἱ
τελετές τῆς Αὐτοκρατορικῆς στέψεως ἐνεῖχαν ὁλοσχερῶς “καθαγιαστική” σηµασία τῆς
“κοσµικῆς ἐξουσίας”».
Τά περί Καισαροπαπισμοῦ τῶν Αὐτοκρατόρων, δηλαδή ἐπιβολῆς τους στήν
Ἐκκλησία, τά ἀπορρίπτει κατηγορηματικά ὁ βαθυστόχαστος ἐρευνητής Φλωρόφσκυ.
Δυστυχῶς τά υἱοθετοῦν καί πολλοί σύγχρονοι καί, μάλιστα, κληρικοί, οἱ ὁποῖοι
ἐντελῶς ἀνιστόρητα ὁμιλοῦν περί τάχα δεσμῶν πού ἐχάλκευσαν οἱ Αὐτοκράτορες στήν
Ἐκκλησία, γιά νά δικαιολογήσουν τή σημερινή δουλική τους ὑποταγή στήν κοσμική
ἐξουσία!
«Τίποτε δέν θά ἦταν πιό ψεύτικο (γράφει καί ὁ Henry Gregoire) ἀπό τήν κατηγορία τοῦ Καισαροπαπισµοῦ
πού γενικά εἶναι ἀντίθετος µέ τή Βυζαντινή Ἐκκλησία».
Ἡ ἱστορία μαρτυρεῖ ὅτι ἡ σχέση Ἱερωσύνης καί Βασιλείας συνεχίσθηκε
ἀπαρασάλευτα ἕως τά τέλη τοῦ 9ου αἰῶνος, παρά τή μεσολαβήσασα Εἰκονομαχία.
Ἰδιαίτερα ἐνδεικτικός εἶναι ἕνας συνταγματικός Χάρτης τῆς ἐποχῆς τοῦ Μ. Φωτίου,
ἡ «Ἐπαναγωγή». Δέν εἶναι, νομίζουμε, τυχαία ἡ συγγραφή –πιθανότατα ἀπό τόν ἴδιο
τόν Μ. Φώτιο– τῆς «Ἐπαναγωγῆς» τήν ἐποχή αὐτή, μετά τήν Εἰκονομαχία. Σαφῶς
ἐγράφη γιά νά ἀνανεωθῆ ἡ διακήρυξη ὅτι ὁ Αὐτοκράτορας εἶναι ἐντός τῆς
Ἐκκλησίας, ὄχι ἐκτός ἤ ὑπεράνω αὐτῆς!
Στό σημεῖο αὐτό θέλω νά τονίσω καί νά διευκρινήσω τή σημασία τῶν
λόγων τοῦ ἁγίου Ἀποστόλου Παύλου περί τῆς προελεύσεως τῆς Πολιτικῆς ἐξουσίας
«οὐ γάρ ἔστιν ἐξουσία εἰ µή ὑπό Θεοῦ. Αἱ δέ οὖσαι ἐξουσίαι ὑπό τοῦ Θεοῦ
τεταγµέναι εἰσίν».
Αὐτά σημαίνουν ὅτι ἡ Πολιτική ἐξουσία προέρχεται ἀπό τόν Θεό, ἀλλά μόνο διά
τῆς Ἐκκλησίας Του. Αὐτό μᾶς τό ἐτόνισε ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός, γνωστοποιῶντας σέ ὅλη
τήν ἀνθρωπότητα ὅτι Τοῦ «ἐδόθη πᾶσα ἐξουσία ἐν Οὐρανῷ καί ἐπί γῆς». Αὐτή ἡ
ἐξουσία, μετά τήν Σάρκωση τοῦ Θεοῦ Λόγου δίδεται ἀποκλειστικά διά τῆς Ἐκκλησίας
καί ὄχι ἀπ’ εὐθείας στόν Ἄρχοντα, ἐπειδή ἐξελέγη Ἄρχων. Ἄν ὁ Ἄρχων εἶναι
πιστός, λαμβάνει ὄντως τήν ἐξουσία ἀπό τόν Θεό καί τόν σεβόμεθα οἱ ἄνθρωποι. Ἄν
εἶναι ἄπιστος, οἱ ἄνθρωποι καί πάλι τοῦ ὀφείλουμε σεβασμό καί δέν τόν
ἀνατρέπουμε, ἀλλά ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ἡ ἐξουσία του εἶναι καταχρηστική, ὅπως
προεῖπε ὁ Χριστός μας γι’ αὐτοῦ τοῦ εἴδους τούς Ἄρχοντες: «οἱ δοκοῦντες ἄρχειν
τῶν ἐθνῶν...»! Φαίνονται στούς ἀνθρώπους ὡς Ἄρχοντες, ἀλλά γιά τόν Θεό δέν
εἶναι. Συμβαίνει τό ἴδιο πού λέγει ὁ θεῖος Χρυσόστομος γιά τούς ἀναξίους
Ἱερεῖς: «Ὁ Θεός οὐ πάντας χειροτονεῖ ἀλλά διά πάντων ἐνεργεῖ, διά τῷ σωθῆναι
τόν λαόν».
Κάποτε συκοφαντήθηκα ὅτι τάχα πρεσβεύω πώς ἡ Πολιτική ἐξουσία ἐκπορεύεται
ἀπό τό Ἱερατεῖο, ἐπειδή πιστεύω τά ἀνωτέρω. Ὅσοι συμμερίζονται αὐτή τή
συκοφαντία πρέπει νά μᾶς παραπέμψουν σέ κάποιο κεφάλαιο τῆς Δογματικῆς,
στό ὁποῖο νά ἀναφέρεται ὅτι καί ἐκτός Ἐκκλησίας μεταδίδεται ἡ Θ. Χάρις
καί ἡ Θεία ἐξουσία στούς ἀνθρώπους(!). Ὑπάρχει τέτοια ἐκδοχή; Ὄχι, βεβαίως! Ἄρα
πρός τί ἡ συκοφαντία;
Ἁπλούστατα, ἐπειδή Οἰκονόμοι τῆς Θ. Χάριτος τῆς Ἐκκλησίας εἶναι οἱ Ἱερεῖς
–Ἐπίσκοποι καί Πρεσβύτεροι– καί διά τῶν χειρῶν τῆς Ἱερωσύνης πρέπει οἱ
Ὀρθόδοξοι Ἄρχοντες νά λαμβάνουν τήν ἐξουσία –ὅπως συνέβαινε ἐπί τόσους αἰῶνες–
ὅσοι θέλουν νά ἀποκλείσουν τήν Ἱερωσύνη ἀπό τόν πνευματικό καταρτισμό τῶν Πολιτικῶν
καί τήν ἐποπτεία τῶν Ἀρχόντων, μεταχειρίζονται αὐτή τή συκοφαντία –τήν ὁποία,
μάλιστα, “βαπτίζουν” Παποκαισαρισμό– καί ἔτσι, εὐχερῶς, μέ τή λασπολογία,
“ἀδειάζουν τή γωνιά ἀπό τούς Κληρικούς”(!), τούς ἀποκλείουν, δηλαδή, ἀπό τή
δημόσια ζωή, γιά νά ἁλωνίζουν ἔπειτα μόνοι τους, «πλανῶντες καί πλανώµενοι»!
Ἐπίσης, πρέπει νά ἐπισημανθῆ, γιά νά “διασκεδασθοῦν” ἀπόψεις πού πολλές
φορές κυριαρχοῦν ἀπό ἔλλειψη κριτηρίων ἀξιολογήσεως τῆς Ἱστορίας, ὅτι ἀρκετές
φορές κατά τή Βυζαντινή περίοδο ἐπῆλθε ρήξη μεταξύ Αὐτοκρατόρων καί Πατριαρχῶν
ἤ Ἱεραρχῶν, ἀλλά ποτέ ρήξη μέ τήν Ἐκκλησία, ὅπως γίνεται σήμερα ἀπό τούς κατ’
εὐφημισμόν δικούς μας πολιτικούς ἄρχοντες, κατ’ οὐσίαν, ὅμως, πράκτορες
ξένων ἀντιεκκλησιαστικῶν Κέντρων!
Αὐτό, δηλαδή ὁ σεβασμός τῶν Αὐτοκρατόρων πρός τήν Ἐκκλησία, συνεχίζεται
μέχρι τήν Ἅλωση τῆς Βασιλεύουσας.
Ἀφήνουμε καί πάλι τόν π. Φλωρόφσκυ νά κλείση αὐτή τήν περίοδο: «Παρ’
ὅλες τίς Αὐτοκρατορικές καταχρήσεις καί ἀποτυχίες, τό Βυζάντιο διατήρησε ὡς τό
τέλος τόν Χριστιανικό καί ἱερό χαρακτῆρα του. Ἡ θρησκεία καί ἡ Πολιτεία
οὐδέποτε διαζεύκτηκαν ἤ ξεχώρισαν. Τό Βυζάντιο κατέρρευσε σάν Χριστιανικό
Βασίλειο κάτω ἀπό τό βάρος τῶν τροµερῶν ἀπαιτήσεών του»!
Τί συμβαίνει στήν
Τουρκοκρατία;
Παρατρέχουμε τήν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας, ὅπου ἐπί 400 χρόνια
ὑπερτάτη Πνευματική ἀλλά καί νομική ἐξουσία εἶναι ἡ Ἐκκλησία, ἡ ὁποία
διαρθρώνει ὁλόκληρη τή ζωή τοῦ ὑπόδουλου Γένους. Δέν δίνουμε ἔμφαση σ’ αὐτήν
τήν περίοδο ὡς πρός τόν τρόπο διοικήσεως, διότι πρόκειται ὄντως γιά ἰδιάζουσες
συνθῆκες, κάτω ἀπό τίς ὁποῖες κυβερνᾶται ὁ Ὀρθόδοξος Ἑλληνικός λαός.
Ὡστόσο δέν μποροῦμε νά μήν ἐπισημάνουμε τό γεγονός ὅτι ἀκόμη καί ὁ Πορθητής
διέκρινε ποιός οὐσιαστικά κατήυθυνε τόν λαό τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί ποιός
ἦταν ἐκεῖνος πού δέν τακτοποιοῦσε μόνο τίς βιοτικές ὑποθέσεις ἀλλά καί
καθοδηγοῦσε τήν ψυχή τοῦ λαοῦ καί γι’ αὐτό ἐπέλεξε νά ἐλέγχη τόν Πατριάρχη,
καθιστῶντας τον ὑπεύθυνο γιά ὁποιαδήποτε παρεκτροπή τῶν ὑποδούλων εἰς βάρος
τῆς Ὑψηλῆς Πύλης.
Ὁ Ὀρθόδοξος λαός μας, μέ ψυχή του τόν Χριστό, διά τῆς Ἐκκλησίας του,
ἐπιβιώνει πνευματικά μετά ἀπό 400 χρόνια δουλείας, γιατί κυβερνᾶ ἡ Ἐκκλησία,
χωρίς οἱ Κληρικοί Της νά ἐμπλέκονται σέ κοσμικά διακονήματα ἤ ἀξιώματα.
Πρόκειται γιά μοναδικό παγκόσμιο φαινόμενο στήν ἱστορία τοῦ ἀνθρωπίνου Γένους,
τό νά διατηρῆ λαός ἀκέραιη τήν αὐτοσυνειδησία του μετά ἀπό 4 αἰώνων δουλεία
σέ ἀλλόφυλο καί βάρβαρο κατακτητή!
Ἡ Ἐθνική
Παλλιγγενεσία:
Ἀπελευθέρωση ἤ
πνευματική δουλεία;
Μέ τήν Ἐπανάσταση τοῦ ’21 γίνεται μιά διεθνής συνωμοσία ὥστε οἱ ξένοι
νά κάνουν τά “στραβά μάτια” καί ἐνῶ ἔχουν ἀπαγορευθεῖ οἱ Ἐξεγέρσεις, ὄχι μόνο
δέν ἐμπόδισαν, ἀλλά καί βοήθησαν οἱ Ξένες Δυνάμεις τήν Ἑλληνική Ἐπανάσταση ὥστε
νά ἀπελευθερωθῆ ἕνα ἀπειροελάχιστο τμῆμα τῆς κατακτημένης Ρωμέϊκης
Αὐτοκρατορίας μας, νά ἡσυχάση ὁ ἀνήσυχος καί ἐπαναστατικός πληθυσμός τοῦ
Ἑλλαδικοῦ χώρου καί ἔτσι νά ἀφεθῆ στή βορά τῶν Ξένων ἡ μεγάλη ἐδαφική καί
πνευματική ἔκταση τῆς Ρωμηοσύνης. Δέν εἶναι καθόλου τυχαῖο ὅτι κανείς δέν
βοήθησε γιά τήν ἀπελευθέρωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Αὐτό θά ἐσήμαινε ἀναβίωση
τῆς ἀδιαίρετης καί ἀσύγχυτης σχέσεως Ἱερωσύνης καί Βασιλείας, πρᾶγμα τό ὁποῖο ὁ
«ἄρχων τοῦ κόσµου τούτου» φοβᾶται, ὅπως φοβᾶται τό “λιβάνι”, ἀφοῦ εἶναι
διάβολος!
Ἔτσι, ἐνῶ ὁ Χριστός «ἐξέβαλε ἔξω» τόν «ἄρχοντα τοῦ κόσµου τούτου» καί ἔγινε
ὁ Ἴδιος Ἄρχων καί κυρίαρχος τῆς Ρωμηοσύνης, δηλαδή τῆς ζωῆς τοῦ Χριστιανικοῦ
λαοῦ Του, ἡ Δύση, μέ τό νά δώσουν ἀρχικά ἐλευθερία μόνο στό Ἑλληνικό Θέμα τῆς
Αὐτοκρατορίας καί ἀργότερα σέ ἄλλα ἕξι πού ἀπαρτίζουν τόν σημερινό
Ἑλλαδικό χῶρο –ἐνῶ ἡ Αὐτοκρατορία μας στίς ἔνδοξες μέρες της ἔφθανε τά 43
θέματα!– “ἔβαλαν γιά τά καλά” καί πάλι «ἄρχοντα τοῦ κόσµου τούτου» μέσα στή ζωή
τοῦ Ὀρθόδοξου λαοῦ μας σάν διαλυτικό κάθε πνευματικῆς του δυνάμεως.
Ἔφεραν τούς Προτεστάντες Βαυαρούς, αὐτούς πού εἶχαν διώξει τόν Χριστό ἀπό
τήν Ἐκκλησία τους καί τόν εἶχαν ἀντικαταστήσει μέ τήν κοσμική ἐξουσία,
πού αὐτή πλέον ὅριζε τί θέλει ὁ Θεός καί τί δέν θέλει. Ἔφεραν τούς Προτεστάντες,
ἀφοῦ δολοφόνησαν τόν Καποδίστρια, ὅταν ἄρχισε αὐτός νά ἐπαναφέρη τήν ἀσύγχυτη
ἀλλά καί ἀδιαίρετη ἕνωση τῆς Ἱερωσύνης καί τῆς Βασιλείας.
Εἶναι ἀποκαλυπτικό τῆς καταστάσεως πού εἶχε ἐπιβληθεῖ στήν Ἑλλάδα μετά τόν
Καποδίστρια γιά τήν καταδυνάστευση τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τούς Βαυαρούς πού
κυβερνοῦσαν, τό κείμενο πού ἔγραψε ὁ ἀχαρακτήριστος συμπαίκτης τῆς Κρατικῆς
ἐξουσίας, παρ’ ὅτι κληρικός, Θεόκλητος Φαρμακίδης, πρωτοστάτης τῆς ἀποσχίσεως
τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ὥστε νά γίνη παίγνιο
τῆς Πολιτείας. Σχολιάζοντας, λοιπόν, ὁ Φαρμακίδης τόν «Συνοδικό Τόµο» πού
παρεδόθη ἀπό τό Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως μέ τή χορήγηση τοῦ Αὐτοκεφάλου
στήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἤ μᾶλλον διαρρηγνύων τά ἰμάτιά του γιά τό περιεχόμενο
τοῦ «Τόµου» αὐτοῦ, ἀφοῦ μέ αὐτό τό περιεχόμενο ἔχανε ἡ Πολιτεία τήν κυριαρχία
της ἐπί τῆς Ἐκκλησίας, γράφει: «... Ὁποία καθιστάνεται διά τοῦ Συνοδικοῦ Τόµου
ἡ ὑπερτάτη ἀρχή τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος; Ὅλως αὐτεξούσιος! Ὅλως ἀνεξάρτητος
ἀπό τῆς Πολιτείας! Καί τοῦ λοιποῦ οὐδεµίαν µετοχήν ἔχει ἡ Πολιτεία εἰς τήν
σύστασιν τῆς ὑπερτάτης ἀρχῆς τῆς ἐν Ἑλλάδι Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας! Αὐτή κατεστάθη
ἅπαξ διά παντός ὑπό τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει συνόδου, καί εἶναι τοῦ λοιποῦ
αὐτοσύστατος, αὐθύπαρκτος, αὐθυπόστατος!... Ὅ ἔστι, δέν εἶναι αὕτη ΚΡΑΤΟΣ ΕΝ
ΚΡΑΤΕΙ; Ἰδού ἡ ἐπιβουλή! ...Ἄν ὁ Συνοδικός Τόµος γενῆ δεκτός καί κατασταθῆ
νόµος τῆς ἐπικρατείας, τίνος ἄλλου καταστατικοῦ Νόµου ὑπάρχει χρεία; Ἀρχή
αὐτοσύστατος, αὐθύπαρκτος, αὐθυπόστατος, ὅλως ἀνεξάρτητος ἀπό τῆς Πολιτείας.
Ἄλλο Κράτος ἐν Κράτει, ἐλευθέρως καί ἀκωλύτως ἀπό πάσης κοσµικῆς ἐπεµβάσεως
διοικοῦσα τά τῆς Ἐκκλησίας καθόλου, διοργανοῦται ἀφ’ ἑαυτῆς καί δι’ αὐτῆς, καί
αὐτή ἀφ’ ἑαυτῆς διαγράφει τά καθήκοντα αὐτῆς, καί αὐτή ἀφ’ ἑαυτῆς κανονίζει καί
τόν τρόπον τῶν ἑαυτῆς ἐργασιῶν. Πᾶς λοιπόν ἄλλος νόµος εἶναι, ὄχι µόνον
περιττός ἀλλά καί γελοῖος!... Δύο ἐξουσίας, µίαν κοσµικήν καί µίαν
ἐκκλησιαστικήν, ἀπ’ ἀλλήλων ὅλως διακεκριµένας καί ἀνεξαρτήτους θέλει τοῦ
λοιποῦ ἐν Ἑλλάδι ὁ Συνοδικός Τόµος! Θέλει Κράτος ἐν Κράτει! Καί ἰδού ἡ καταχθόνιος
ἐπιβουλή κατά τῆς δυστυχοῦς Ἑλλάδος!»
Ὁ Φαρμακίδης θέλει μία ἀρχή στήν Ἑλλάδα. Τήν Πολιτεία. Ἡ Ἐκκλησία κατ’
αὐτόν εἶναι ὑπήκοος τῆς κοσμικῆς ἐξουσίας. Δέν τήν δέχεται, σάν ἰσότιμη μέ τήν
Πολιτεία Ἀρχή! Αὐτή ἡ Φαρμακίδειος πολιτική ἀναβιώνει ἐπί τῶν ἡμερῶν μας, ὅταν
ἀκούγεται ἀπό ὑπουργικά καί πρωθυπουργικά χείλη ἡ φράση: «Θά ἀκούσουµε τήν
γνώµη τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως καί τῶν ἄλλων φορέων»(!) καί, κυρίως, ὅταν μέρα μέ
τήν ἡμέρα ἐξοβελίζεται ἀπό τή δημόσια ζωή.
Εἶναι περιττό νά διευκρινίσω περισσότερο τόν τίτλο αὐτῆς τῆς ἑνότητος, ἀφοῦ
ἔγινε, νομίζω, «ἡλίου φαεινότερον» τό πῶς ἡ ἀπελευθέρωση τῆς Ἑλλάδος ἔγινε ἡ
προϋπόθεση γιά νά τεθῆ ὁ Ἑλληνικός λαός σέ τροχιά πνευματικῆς δουλείας, τήν
ὁποία βιώνουμε σήμερα μέ τόν πιό ἐπώδυνο τρόπο!
Παπισμός – Προτεσταντισμός
– Ἀθεΐα:
Ἀπό τήν Πτώση στήν
Κατάπτωση!
Δέν ἔχουμε χρόνο γιά μακρές ἀναλύσεις. Ὅμως, πρέπει νά εἰποῦμε δύο
λόγια γιά νά καταδειχθῆ ὅτι δέν φθάσαμε ἀναίτια σ’ αὐτήν τήν κατάντια, πού
περιγράψαμε!
Ζοῦμε μέσα στόν κόσμο καί ἡ παγκόσμια ἱστορία μᾶς ἐπηρεάζει. Ἄλλωστε πολύ
λίγο καί ἀργά, ὅσο περνάει ὅμως, ὁ καιρός μᾶς ἐπηρεάζει ἀπόλυτα λόγω τῆς
καλπαζούσης πληροφορήσεως.
Ὁ Παπισμός “τράβηξε στά ἄκρα” αὐτό πού βίωνε τό Βυζάντιο ὡς «ἀδιαιρέτως καί
ἀσυγχύτως», στή σχέση Ἱερωσύνης καί Βασιλείας καί προχώρησε στή σύζευξη στό ἕνα
καί στό αὐτό πρόσωπο –στό πρόσωπο τοῦ Πάπα– καί τῆς Ἱερωσύνης καί τῆς κοσμικῆς
ἐξουσίας. Δέν ἀρκέσθηκε ὁ Παπισμός στήν πνευματική ἐξουσία του, στήν πνευματική
καθοδήγηση ἀρχόντων καί ἀρχομένων, ἀλλά ἐζήλωσε κοσμική δόξα καί εἰσήγαγε στήν
Ἐκκλησία τήν εἰδωλολατρική συνένωση θρησκευτικῆς καί πολιτικῆς ἐξουσίας. Ἀπό
τότε “σφηνώθηκε” στόν Πάπα ἡ ἰδέα ὅτι εἶναι ἀλάθητος(!), κάτι, βεβαίως, πού δέν
διαφέρει ἀπό τήν παραφροσύνη τῶν εἰδωλολατρῶν Βασιλέων, πού πίστευαν ὅτι εἶναι
θεοί! Αὐτή ἡ εἰδωλολατρική πρακτική ἀποκαλεῖται Παποκαισαρισμός καί εἶναι ἡ
γενεσιουργός αἰτία τῆς ἐμφανίσεως τοῦ Προτεσταντισμοῦ καί στή συνέχεια τοῦ
ἀθεϊσμοῦ. Ἔτσι ἐξηγεῖται ἡ προτροπή τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ: «Τόν Πάπα νά
καταρᾶσθε»!
Ὁ Προτεσταντισμός στό πρόσωπο καί στίς πρακτικές τοῦ Πάπα ἀπεδοκίμασε τήν
Ἱερωσύνη καί, σταδιακά, ἀμφισβήτησε τήν Ἐκκλησία, τήν Θεοτόκο, τούς Ἁγίους καί
τώρα τελευταῖα παραχαράσσει συστηματικά τό Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Στόν
Προτεσταντισμό κυριαρχεῖ ἡ δαιμονική ἀνταρσία, πού διοχετεύεται ἔντεχνα καί
σατανικά στούς ἀνθρώπους ὡς δυναμική μιᾶς ἀδιάκοπης ἐξέλιξης, πού δέν εἶναι
τίποτε ἄλλο παρά ἐκφυλισμός. Ὁ ἐκφυλισμένος Προτεσταντικός χριστιανισμός δέν
δυσκολεύθηκε νά γεννήση τή σύγχρονη ἀθεΐα. Τώρα πλέον ὁ Θεάνθρωπος ἀπωθεῖται
ἀπό τή ζωή τῶν ἀνθρώπων καί κυριαρχῆ ὁ παρανοϊκά ἀλάθητος ἄνθρωπος μέ
ἀπρόβλεπτες συνέπειες γιά τό μέλλον τοῦ κόσμου.
Πῶς φθάσαμε στίς μέρες
μας;
Ἡ εἰσήγησή μου ἔγινε “μηχανή τοῦ χρόνου” καί διέτρεξε ἀπό τήν
ἀρχαιότητα μέχρι τήν ἐποχή μας δυόμισυ χιλιάδες χρόνια, τοὐλάχιστον, μέσα σέ
λίγες σελίδες. Ὡστόσο τά χρονικά μου περιθώρια στενεύουν, ἄν δέν τά ξεπέρασα
ἤδη, καί πρέπει νά φθάσω στό «διά ταῦτα».
Χρειάζεται νά τονίσω ὅτι ἀπό τόν Παπισμό στήν ἀθεΐα δέν φθάσαμε ἀπό τήν μιά
στιγμή στήν ἄλλη; Ὄχι βέβαια! Ἀσφαλῶς, ὅμως, εἶναι ἀπαραίτητο νά θυμήσω ἕνα
κείμενο τῶν ἀρχῶν τοῦ 19 αἰ. πού σημάδεψε ἀλλά καί καθώρισε τήν ἀκολουθητέα
παγκόσμια πολιτική. Μιά πολιτική πού θεωρεῖ τή θρησκεία προσωπική ὑπόθεση,
ἄσχετη ἀπό τή ζωή τοῦ Κράτους!
Πρόκειται γιά μιά ἐπιστολή τοῦ Προέδρου τῶν Η.Π.Α. Thomas Jefferson, πού ἔστειλε τό 1802 ἀπαντῶντας σέ κάποιο
αἴτημα Βαπτιστῶν τοῦ Danbury: «Πιστεύοντας ὅπως καί
ἐσεῖς ὅτι ἡ Θρησκεία εἶναι ἕνα ζήτηµα πού ἀφορᾶ ἀποκλειστικά τόν κάθε ἄνθρωπο
καί τόν Θεό του, ὅτι δέν χρωστάει σέ κανέναν ἄλλον λογαριασµό γιά τήν Πίστη του
ἤ τή Λατρεία του, ὅτι οἱ νοµοθετικές ἐξουσίες τῆς κυβέρνησης µποροῦν νά ἀφοροῦν
πράξεις µόνο, καί ὄχι ἀπόψεις, σέβοµαι ἀπόλυτα τήν πράξη ὁλόκληρου τοῦ Λαοῦ τῆς
Ἀµερικῆς πού ὅρισε ὅτι οἱ νοµοθέτες του δέν θά συντάξουν κανένα νόµο πού θά
στηρίζη τήν ἑδραίωση κάποιας θρησκείας ἤ θά ἀπαγορεύη τήν ἐλεύθερη ἄσκησή της,
χτίζοντας ἔτσι ἕνα τεῖχος διαχωρισµοῦ µεταξύ Ἐκκλησίας καί Κράτους»!
Αὐτή ἡ Προτεσταντικογενής, ἀθεϊστική, ὅμως, κατ’ οὐσίαν Πολιτική,
ἐφαρμόζεται καί στήν Πατρίδα μας.
Παρά τήν μακραίωνα Παράδοση τοῦ Γένους μας, πού περιγράψαμε, παρά τό
Σύνταγμα τῆς Πατρίδος μας, πού κατοχυρώνει τήν Ἀγία Γραφή καί τούς Ἱ. Κανόνες
ὡς ἰσόκυρους μέ τούς Νόμους τοῦ Κράτους, οἱ Πολιτικοί μας Ἄρχοντες, ἐρήμην τοῦ
λαοῦ, ἀποφαίνονται –ὅπως ὁ Jefferson– ὅτι εἶναι ἀπαίτηση τοῦ
λαοῦ ἡ περιθωριοποίηση τῆς Ἐκκλησίας στό ἰδιωτικό καί ἀτομικό ἐπίπεδο! Πότε
ἔθεσε ὁ Jefferson τό ἐρώτημά του καί τό ἐνέκρινε ὁ
Ἀμερικανικός λαός; Ποτέ! Ἄλλο τόσο ἐρώτησαν καί οἱ δικοί μας πολιτικοί τόν λαό
γιά τόν ἀποχριστιανισμό τῆς Πατρίδος μας, πού τόσο ὕπουλα καί μεθοδικά
ἐπισπεύδουν!
Σήμερα μπορεῖ νά
καταργηθῆ ὁ διαχωρισμός
Ἐκκλησίας καί
Πολιτείας;
Πέρασαν δύο αἰῶνες ἀπό τή δολοφονία τοῦ Καποδίστρια πού ἐκτελέσθηκε
ἐν ψυχρῷ γιά νά ἔχουν οἱ νεοαρειανοί τήν εὐχέρεια νά χωρίσουν τίς δύο φύσεις
τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, τῆς Ἐκκλησίας Του, καί νά δρομολογήσουν τήν ἀνθρώπινη
φύση γιά νά κυριαρχήση σέ ὅλες τίς πτυχές τῆς ζωῆς, ἐρήμην τοῦ Θεοῦ.
Αὐτοί οἱ δύο αἰῶνες ἔχουν δημιουργήσει μιά κατάσταση. Ἔχουν ἀλλοιώσει τόν
πληθυσμό τῆς Πατρίδος μας. Ἔχουν ἀλλοτριώσει τόν χαρακτῆρα τοῦ λαοῦ μας. Μᾶς
ἔχουν κάνει νά ξεχάσουμε ποιοί εἴμαστε καί ἀπό ποῦ προερχόμεθα. Ὅλα αὐτά πού
ἀναφέραμε –ἤ ἔστω τά περισσότερα– εἶναι ξεχασμένα ἤ ἀγνωστα στούς πολλούς. Καί
οἱ Κληρικοί μας ἀκόμη τά ξέχασαν καί ἄλλοι δέν τά ἔμαθαν ποτέ. Νομίζουν πώς τό
πρᾶγμα εἶναι πολύ ἁπλό γιά νά γίνονται πολλές συζητήσεις. Ἐκκλησία καί
Πολιτεία, λένε, εἶναι ξεχωριστά πράγματα. “Πάει καί τελείωσε”! Βρίσκουν καί
Ἁγιογραφική “ἐξήγηση” γι’ αὐτή τους τήν ἁπλούστευση.
–Ὁ Χριστός εἶπε «ἀπόδοτε οὖν τά τοῦ Καίσαρος Καίσαρι καί τά τοῦ Θεοῦ τῷ
Θεῷ». Καίσαρα θεωροῦν τήν Πολιτική! Ἀλλά ἐδῶ δέν πρόκειται γιά ἄλγεβρα, ὅπου
μποροῦμε νά ἀντικαταστήσουμε τά δεδομένα μέ σύμβολα. Ἐδῶ ἔχουμε νά κάνουμε μέ
τήν πραγματικότητα. Καί ἡ πραγματικότητα βοᾶ ὅτι ὁ Καίσαρας ἦταν εἰδωλολάτρης
καί, τό σπουδαιότερο, δέν ζητοῦσε ἀπό κανέναν νά τόν ψηφίση!
Συνεπῶς, ποιά πραγματική ἀξία ἔχει αὐτός ὁ τάχα Ἁγιογραφικός ἰσχυρισμός,
ὅταν, ἀπό τή μιά μεριά, παραθεωροῦμε τήν αὐθεντική ζωή καί κοσμοθεωρία τῆς
Ἐκκλησίας –ὅπως συνοπτικά ἀλλά εἰλικρινά τήν περιγράψαμε– σάν ἄρρηκτο καί
ἀσύγχυτο δεσμό Ἱερωσύνης καί Ἀρχόντων, καί ἀπό τήν ἄλλη, δέν λαμβάνουμε στά
σοβαρά τήν εὐθύνη πού ἔχουμε γιά τήν ψῆφο πού δίνουμε, σέ ἐποχή ἐκλογῶν καί ὄχι
στόν καιρό τοῦ Καίσαρα;
Ποιός κληρικός εἶναι τόσο ἐπιπόλαιος νά νομίζη πώς ἡ ζωή τοῦ Κράτους δέν
ἐπηρεάζει τούς χριστιανούς καί ἀδιαφορεῖ γιά τήν ἐκλογή τῶν ἀρχόντων; Ποιός
κληρικός ἔχει τήν ἀφέλεια νά πιστεύη ὅτι μέ τίς ὅποιες διδακτικές Συνάξεις
πραγματοποιεῖ, θά μπορέση νά ἀντισταθμίση τόν παντοειδῆ 24ωρο καθημερινό
βρώμικο βομβαρδισμό τῶν πολιτῶν ἀπό τηλεοράσεως, ἀπό ραδιοφώνων, ἀπό τίς
ἐφημερίδες, ἀπό τά Σχολεῖα, ἀπό τά Πανεπιστήμια καί τόσα ἄλλα, μέ τά ὁποῖα ὁ
«ἄρχων τοῦ κόσµου» κυβερνᾶ, ἀφοῦ «ἐξέβαλε ἔξω» ἀπό τήν καθημερινή ζωή τῆς
Πατρίδος μας τόν Θεό μέ τίς δικές μας ψήφους;
Καί, ἄν βρεθῆ τέτοιος κληρικός πού θά ἐξακολουθήση νά πιστεύη ὅτι μέ τήν
Πίστη του καί τήν προσευχή του θά τά ὑπερνικήση ὅλα, τότε αὐτός ὁ κληρικός
σίγουρα ζεῖ ἐκτός τόπου καί χρόνου γιά νά ἀγνοῆ τήν κοσμοχαλασιά τῆς ἀπιστίας
πού μαστίζει τή Χώρα μας καί, ἀσφαλῶς, πρέπει νά βρῆ τό “κουράγιο” νά
κατηγορήση καί τήν Ἁγία Γραφή πού δέν συμφωνεῖ μαζί του ἀλλά διερωτᾶται «ἄρα ὁ
Κύριος ἐλθών εὕρη τήν πίστιν;». Θά φθάση καί σ’ αὐτή τήν ἀφροσύνη νά κατηγορήση
καί τήν Ἁγία Γραφή γιά ἔλλειψη ἐμπιστοσύνης στήν προσευχή καί στήν Ἐκκλησία;
Τί περιμένουμε ἀπό τήν
Ἱερωσύνη;
Περιμένουμε ἀπό τήν Ἱερωσύνη τῆς Ἐκκλησίας μας νά δεχθῆ, νά
ἐπιβεβαιώση καί νά κηρύξη τήν Ἀλήθεια. Ἄν δέν συμφωνῆ μέ αὐτά πού ἐκθέσαμε, νά
μᾶς διορθώση. Σίγουρα πάντως συμφωνοῦμε ὅλοι ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι μόνο ὁ
Ναός ἀλλά ὁλόκληρη ἡ Ἐνοριακή ζωή. Αὐτό τό ἔχουν τονίσει πολλοί Κληρικοί.
Γιατί, λοιπόν, ἀφοῦ κηρύττουμε ἐνοριακή ζωή, συνεργασία καί σχέση ὅλων τῶν
πιστῶν τῆς κάθε Ἐνορίας, γιατί δέν κηρύττουμε καί τήν συνεργασία τῶν Ἐνοριῶν
μεταξύ τους σέ μιά κοινή στόχευση, μέ σκοπό νά εἰσέλθουν ὄντως πιστοί ἄνθρωποι
στό Κοινοβούλιο;
Κάθε φορά πού προσευχόμεθα μέ τό «Πάτερ ἡµῶν...» ἐπαναλαμβάνουμε τό
«ἐλθέτω ἡ Βασιλεία Σου, ὡς ἐν οὐρανῷ καί ἐπί τῆς γῆς». Ἐμεῖς ποιές ἐνέργειες
κάνουμε στήν γῆ γιά νά ἐπικρατήση τό θέλημα τοῦ Θεοῦ; Ἀπαντοῦμε στόν Θεό ὅτι
δέν ἔχουμε καμμιά σχέση μέ τό θέμα, ἀφοῦ δέν ἔχουμε σχέση μέ τόν Καίσαρα;
Πιστεύουμε ὅτι εἶναι ἁμαρτία ἡ συνεργασία τῶν Ἐνοριῶν, τῶν πιστῶν ἀνθρώπων,
γιά τήν ἐκλογή πολιτειακῶν ἀρχόντων; Γιατί δέν πιστεύουμε καί ὅτι εἶναι ἁμαρτία
τό νά συνεργάζονται Ἐνορίες γιά τήν Ἐκλογή Ἐπισκόπων, ὅπως γίνεται στήν Κύπρο;
Εἶναι ἁμάρτημα οἱ λαϊκοί νά ψηφίζουν χριστιανούς λαϊκούς, πού εἶναι
ὑποχρέωσή τους, καί δέν εἶναι ἁμάρτημα οἱ λαϊκοί νά ψηφίζουν τούς
Πνευματικούς τους Πατέρες ἐνῶ δέν ἔχουν καμμιά ἁρμοδιότητα; Πρέπει κάποτε νά
ἀφήσουμε τίς σκόπιμες συνήθειες καί νά καταπιασθοῦμε μέ αὐτά πού ἀμελήσαμε.
Ὁ ἰσχυρισμός ὅτι ἡ Ἱεραρχία δέν μπορεῖ νά προτείνη κάποιο Κόμμα πιστῶν εἶναι
ἐπιχείρημα ἕωλο. Πρῶτον, γιατί ἡ Παράταξη πού θά ἀπαρτισθῆ ἀπό τούς
Ἐκκλησιαζομένους δέν εἶναι Κόμμα, κομμάτι, ἀλλά Σῶμα πιστῶν πού μετέχουν στήν
ΕΚΚΛΗΣΙΑ! Ἄραγε αὐτό πού ἐπίστευε ἡ Ἐκκλησία μας γιά τούς Αὐτοκράτορες, ὅτι
ἦσαν Ἐπίσκοποι τῶν ἐκτός, δέν ἰσχύει σέ περίοδο πού οἱ Ἄρχοντες ἐκλέγονται;
Πρέπει νά ἐπιστρέψουμε στή Μοναρχία γιά νά ἐπανενωθῆ ἡ Ἱερωσύνη μέ τήν
Πολιτειακή Διακονία; Τί πιστεύουμε, τελικά;
Ἄν, μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ, παρουσιασθοῦν πολλές Παρατάξεις, πού θά ἔχουν
ἐξαγγείλει Πρόγραμμα μέ τίς προδιαγραφές τῆς Πίστεώς μας καί δεσμευθοῦν δημόσια
ὅτι δέν θά πράττουν τίποτε ἀντίθετο ἀπό τήν Πίστη τῆς Ἐκκλησίας, τότε, ἀσφαλῶς,
δέν μποροῦμε νά προτείνουμε μία Παράταξη, ἀλλά οἱ πιστοί μας θά ἐκλέξουν τά
ἱκανότερα πρόσωπα.
Ὡς τότε, ὅμως, ἄς ἑτοιμασθοῦμε σέ μιά κοινή συστράτευση καί ἄς γυρίσουμε
τήν πλάτη σέ ὅλα τά Κόμματα τῆς Βουλῆς πού δημιουργήθηκαν μέ τήν συνταγή τοῦ Jefferson.
Γνωρίζω ὅτι ἡ Εἰσήγησή μου δέν θά εἰσακουσθῆ ἀπό τό πλῆθος, γιατί τό
βασικότερο μειονέκτημά της εἶναι ὅτι δέν μπορῶ νά ἐπικαλεσθῶ ξεκάθαρες
μαρτυρίες ἁγίων πού ἔζησαν ἀπό τήν ἐποχή πού καθιερώθηκε ἡ διά τῆς ψήφου
ἀνάδειξη τῶν Κυβερνητῶν, μέχρι σήμερα. Ὁπότε, οἱ πολλοί θά κλείσουν τά αὐτιά
τους καί πάλι καί θά περιμένουν, ἤ νά ἀνακηρυχθῆ ἅγιος, πού θά ὑποστηρίξη αὐτά πού
ἐκθέσαμε, ἤ θά περιμένουν κάποιον ἀπολυταρχικό Ἄρχοντα νά προκύψη ἀπό τό
“πουθενά” χωρίς... ἐκλογές! Μέχρι, ὅμως, νά γίνουν ὅλα αὐτά, δέν γνωρίζω ἄν θά
ὑπάρχη ἀκόμη ἡ Ὀρθόδοξη Ἑλλάδα!
π. Βασίλειος Ἐ.
Βολουδάκης
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 125
Ἰανουάριος 2013
* Εἰσήγηση πού ἐκφωνήθηκε στό Συνέδριο
τοῦ Συλλόγου «ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΑ» στίς 15-12-2012, στό ΠΟΛΕΜΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου