Τετάρτη 3 Σεπτεμβρίου 2014

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» - ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΔΟΥΛΕΙΑ ΓΙΑ ΝΑ ΞΑΝΑΖΩΝΤΑΝΕΨΗ Η ΕΠΑΡΧΙΑ



«Τῆς δ’ ἀρετῆς ἱδρῶτα προπάροιθεν ἔθηκαν ἀθάνατοι» (Ἡσίοδος)

ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΔΟΥΛΕΙΑ ΓΙΑ ΝΑ ΞΑΝΑΖΩΝΤΑΝΕΨΗ Η ΕΠΑΡΧΙΑ

φθασε Ἰούνιος μῆνας καὶ ὅλοι περιμένουμε εὐκαιρίες νὰ ἐκδράμουμε στὴν ὕπαιθρο, στὴν ἐπαρχία, μακριὰ ἀπὸ τὰ ἀστικὰ κέντρα.
Ξαφνικὰ ζωντανεύουν κάποια «νεκρὰ μέρη» γιὰ λίγο καιρό, γιὰ ἕνα ἢ δύο μῆνες.
Μᾶς ἀρέσουν αὐτὰ τὰ μέρη γιὰ ξεκούραση καὶ διακοπές, ἀλλὰ ὄχι γιὰ νὰ ζοῦμε ἐκεῖ. Γι' αὐτὸ καὶ οἱ λίγοι ἐναπομείναντες κάτοικοι φεύγουν γιὰ τὶς πόλεις. Ὅπως φαίνεται ἰσχύει ἡ προτίμηση: Ζωὴ στὴν πόλη, διακοπὲς στὴν ἐπαρχία. Ἂν σκεφθοῦμε καλά, δὲν κάνουμε μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο τίποτε ἄλλο καὶ διαφορετικὸ ἀπ' αὐτὸ ποὺ προσπαθοῦν νὰ ἐπιτύχουν ἐδῶ καὶ χρόνια οἱ ἐχθροὶ τῆς χώρας μας, οἱ πολιτικοί της ἡγέτες καὶ οἱ Εὐρωπαῖοι ἑταῖροι, οἱ ὁποῖοι ἤθελαν τότε, πρὸ δεκαετιῶν, νὰ συμπεριλάβουν τὴν Ἑλλάδα στοὺς κόλπους τους, κυρίως ἐπειδὴ τοὺς ἐνοχλοῦσε ὁ ὑψηλὸς βαθμὸς τὴς αὐτάρκειάς της. Καὶ ὡς γνωστόν, ὅσο πιὸ αὐτάρκης εἶναι κάποιος, τόσο δυσκολώτερα ἐλέγχεται. Τὰ ἀποτελέσματα αὐτῶν τῶν προσπαθειῶν καρποφόρησαν: Σὲ λιγότερο ἀπὸ μισὸν αἰῶνα καταντήσαμε τὴν Ἑλλάδα ἀπὸ μία σχεδὸν αὐτάρκη χώρα σὲ μία, ἡ ὁποία δὲν παράγει σχεδὸν τίποτε δικό της πλέον!
Πανευρωπαϊκὸ τουριστικὸ θέρετρο θέλουν τὴν χώρα μας, ἀλλοιώνοντας τὰ Χριστιανικὰ ἤθη καὶ βιώματα καὶ συγχρόνως καλλιεργώντας ἀνούσιες "παραδόσεις", οἱ ὁποῖες ἁπλῶς διαμορφώνουν ἕνα ἔντονο φολκλοριστικὸ κλίμα, τὸ ὁποῖο στὴ συνέχεια ὀνομάζουν "ἐθνικὲς ἰδιαιτερότητες" ποὺ συγκινοῦν τοὺς τουρίστες καὶ ρίχνουν ἄμμο στὰ μάτια μας, ὥστε νὰ πιστέψωμε τελικὰ ὅτι ἡ ἑνωμένη Εὐρώπη δὲν ἰσοπεδώνει, ἀλλὰ ἀντιθέτως... καλλιεργεῖ τὶς ἰδιαιτερότητες τῶν κρατῶν μελῶν της!
Δυστυχῶς ἔπιασαν οἱ μέθοδοί τους καὶ γέμισαν τὰ μάτια μας γιὰ τὰ καλὰ μὲ ἄμμο, μὲ συνέπεια νὰ βλέπουμε πλέον πολὺ θολά. Ὅσο θολὴ εἶναι ἡ ὄρασή μας, ἄλλο τόσο παράλογη εἶναι ἡ ἀντίδρασή μας. Μὲ ἕνα λόγο κυριαρχεῖ τὸ παράπονο: Ὁ καθένας θεωρεῖ τὸν ἄλλον προνομιοῦχο καὶ ἀρέσκεται στὸ νὰ κλαίγεται.
Ὅλοι, ἀλλὰ ἰδιαίτερα οἱ ἄνθρωποι στὴν ἐπαρχία, αἰσθάνονται παραμελημένοι καὶ ἀδικημένοι καὶ νομίζουν ὅτι μὲ τὸ νὰ κάνουν θόρυβο μὲ τὸ κλείσιμο τῶν δρόμων καὶ τῶν λιμανιῶν, προσελκύουν ἐνδιαφέρον καὶ τακτοποιοῦνται τὰ προβλήματα.
Αὐτὴ εἶναι ἡ σημερινὴ πραγματικότητα. Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ διερωτᾶται ὁ ἁπλός κοινὸς νοῦς: Πῶς φθάσαμε σ' αὐτὴ τὴ σημερινὴ πραγματικότητα τῆς ἐρημώσεως πανάρχαιων, ἄλλοτε πολυπληθῶν οἰκισμῶν καὶ πολιτειῶν; Καὶ τὸ πόσο πολυπληθεῖς καὶ ἀκμαῖες ἦσαν οἱ ἐπαρχίες τῆς Κεντρικῆς Ἑλλάδος π.χ. μᾶς φανερώνουν καὶ ἑορτὲς Ἁγίων τοῦ περασμένου μηνός, τοῦ Ἁγ. Νικολάου τοῦ Νέου τοῦ ἐν Βουνένοις καὶ τοῦ Ἁγ. Ἀχιλλίου, Ἀρχιεπισκόπου Λαρίσης. Μᾶς πληροφορεῖ ὁ συναξαριστὴς τοῦ Ἁγ. Ἀχιλλίου ὅτι ἡ Ἀρχιεπισκοπὴ Λαρίσης ἦταν ἤδη κατὰ τὸν 4ο αἰῶνα ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες τοῦ Ἑλλαδικοῦ χώρου, στὴν ὁποία ὑπάγονταν πλῆθος ἐπισκοπῶν, οἱ ὁποῖες μὲ τὸ πέρασμα τῶν αἰώνων ἔφθασαν τελικὰ τὶς 42, ἀπὸ τὶς ὁποῖες σήμερα ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον σώζονται μόνο οἱ ὀνομασίες σὲ κάποιες κῶμες καὶ χωριά. Ἢ τὸ ἄλλο παράδειγμα, ἡ μνήμη τοῦ ἁγίου Ὁσιομάρτυρος Νικολάου τοῦ Νέου, ἡ ὁποία πολὺ γρήγορα διαδόθηκε σ' ὅλη τὴ Στερεὰ Ἑλλάδα, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ κτισθοῦν μέσα σὲ μιὰ ἑκατονταετία ἀπὸ τὸ μαρτύριό του τρεῖς λαμπροὶ Βυζαντινοὶ ναοὶ στὴ μνήμη του, στὰ Βούνενα Λαρίσης, στὸν τόπο τοῦ Μαρτυρίου, στὸ Ὑψηλάντη τοῦ Ἑλικῶνος καὶ στά Καμπιὰ τοῦ Ὀρχομενοῦ, ἕνας ἀπὸ τοὺς λίγους μνημειώδεις Βυζαντινοὺς ναοὺς ποὺ σώζονται καὶ λειτουργοῦν μέχρι σήμερα. Ἀλλὰ καὶ στὴ συνέχεια κτίσθηκαν ναοὶ στὴ μνήμη του, κυρίως σὲ περιοχὲς τῆς Βοιωτίας (Θήβα, Λιβαδόστρα, Ἄσκρη) καὶ τῆς Κορινθίας (Περαχώρα, Μαψώ). Αὐτὰ ὅλα προϋπέθεταν πιστοὺς πληθυσμούς καὶ κάποια οἰκονομικὴ εὐμάρεια.
Κάνοντας αὐτὲς τὶς διαπιστώσεις γεννιέται ἀμέσως τὸ ἐρώτημα: Πῶς μποροῦσε ἡ Ἑλληνικὴ γῆ τότε νὰ τρέφη τέτοιους πληθυσμοὺς μὲ πολὺ λιγότερα μέσα (ἄρδευση, λίπανση, ἀγροτικὰ μηχανήματα).
Ἴσως κάποιοι ἀναγνῶστες ἀναρωτιοῦνται ἐδῶ, γιατὶ τὰ γράφω αὐτὰ ὡς ἱερέας, καθὼς καὶ πρόσφατα, κατὰ τὴν ὀλιγοήμερη διαμονή μου στὴν Ἄσκρη Θηβῶν μὲ ρώτησαν, τὶ δουλειὰ ἔχει ἡ τοιχογραφία τοῦ ἀρχαίου Ἑλληνικοῦ ἐπικοῦ ποιητοῦ Ἡσιόδου στὸν νεόκτιστο ἐξωνάρθηκα τοῦ κεντρικοῦ Ναοῦ τοῦ χωριοῦ. Ἡ ἀπάντηση καὶ στὰ δύο αὐτὰ ἐρωτήματα εἶναι κοινή: Πρόκειται γιὰ ἕνα καθαρὰ πνευματικὸ θέμα, διότι ἡ φαυλότητα καὶ ἡ δολιότητα μὲ σκοπὸ τὸ γρήγορο καὶ ἄκοπο κέρδος εἶναι βαρειὰ ἁμαρτήματα καὶ αἰτία πολλῶν κακῶν.
Ἡ δὲ Ἁγία μας Ἐκκλησία ὅπου βλέπει τὸ καλὸ τὸ προβάλλει καὶ τὸ ἐνισχύει, γι' αὐτὸ καὶ συχνὰ ἀπεικονίζονται ἀρχαῖοι φιλόσοφοι στοὺς ἐξωνάρθηκες τῶν ἐκκλησιῶν ὡς προπαρασκευάσαντες τοὺς ἀρχαίους προγόνους μας γιὰ τὴν ἀποδοχὴ τῆς Χριστιανικῆς διδασκαλίας καὶ τοῦ Χριστιανικοῦ βίου.
Ἐν προκειμένῳ καὶ ὁ Ἡσίοδος, τοῦ ὁποίου καὶ ἰδιαιτέρα πατρίδα ἦταν ἡ ἀρχαία Ἄσκρα, κοντὰ στὸ σημερινὸ χωριὸ Ἄσκρη, μᾶς χρησιμεύει ὡς παράδειγμα ἐναρέτου, δικαίου, τιμίου καὶ γνησίου ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος βίωσε τὴν ἠθικὴ διδασκαλία πρὸ Χριστοῦ, καὶ μᾶς ἄφησε αὐτὸ τὸ βίωμά του ὡς παρακαταθήκη μὲ τὸ ἔργο του «Ἔργα καὶ Ἡμέραι». Τὸ ἔργο αὐτὸ περιέχει συγκεκριμένες ὁδηγίες πρὸς τὸν ἀδελφό του, τὸν Πέρση, ὁ ὁποῖος παρανόμως \αρπαξε μὲ δωροδοκία τῶν δικαστῶν ὅλη τὴν κληρονομιὰ τοῦ πατέρα τους, συμπεριλαμβανομένου καὶ τοῦ μεριδίου τοῦ Ἡσιόδου. Ἀντὶ ὁποιασδήποτε ἄλλης ἐνεργείας ἐναντίον τοῦ Πέρση τοῦ ἀφιέρωσε αὐτὸ τὸ ἔργο, γιὰ νὰ τοῦ δείξη τὸ ἀδιέξοδο τῆς ἀπάτης του καὶ γιὰ νὰ τοῦ ἀνοίξη τὰ μάτια, πῶς μπορεῖ νὰ ζῆ καὶ δίκαια καὶ ἀξιοπρεπῶς καὶ θεαρέστως καὶ νά εἶναι καί ἀληθινά εὐτυχής.
Παραθέτουμε μερικές ἀπὸ τὶς συμβουλὲς ποὺ τοῦ δίνει, σὲ μετάφραση τοῦ Παναγῆ Λεκατσᾶ, ἐκδ. Ζαχαρόπουλος:
«Μά, ὦ Πέρση, ἄκουε σὺ τὴ δικαιοσύνη καὶ μὴ συνδαυλίζεις τὴν ἀδικία. Γιατὶ ἡ ἀδικία εἶναι ὀλέθρια γιὰ τοὺς μικροὺς ἀνθρώπους· ἀκόμα καὶ οἱ μεγάλοι δυσκολεύονται νὰ τὴ σηκώσουν καὶ κάτω ἀπὸ τὸ βάρος της λυγοῦν, τὴ μέρα ποὺ ἀναπάντεχες καταστροφὲς συντύχουν. Ἡ δικαιοσύνη, ὅταν ἔρθη ἡ ὥρα της θριαμβεύει ἐνάντια στὴν ἀδικία» (στιχ. 213-218).
«Κι' ἐγὼ θὰ σοῦ μιλήσω, Πέρση, ποὺ σταλιὰ μυαλὸ δὲν ἔχεις. Τὴν κακομοιριὰ τὴ βρίσκει κανεὶς μὲ τὸ σωρὸ καὶ πολὺ εὔκολα· ἴσιος εἶναι ὁ δρόμος ποὺ ὁδηγεῖ σ' αὐτὴ κι' ἡ ἴδια πολὺ κοντὰ στὸν ἄνθρωπο βρίσκεται. Ἀλλὰ μπροστὰ στὴν ἀρετὴ τοῦ ἀνθρώπου οἱ ἀθάνατοι θεοὶ ἔχουν βάλει τὸν ἱδρῶτα (Τῆς δ' ἀρετῆς ἱδρῶτα θεοὶ προπάροιθεν ἔθηκαν ἀθάνατοι). Μακρὺς καὶ ἀνήφορος καὶ τραχὺς εἶναι στὴν ἀρχὴ ὁ δρόμος ποὺ ὁδηγεῖ σ' αὐτή. Μὰ ὅταν φθάσης στὴν ἄκρη του, εὔκολη φαίνεται, ὅσο καὶ νἆναι πολὺ δύσκολη» (286-292).
Στὴ συνέχεια ἐπισημαίνει ὁ Ἡσίοδος ὅτι ἡ τίμια ἐργασία δὲν θὰ μᾶς ἀξασφαλίσει μόνο τὸ ψωμί μας, ἀλλὰ θὰ ἐπιφέρει καὶ πλοῦτο, τιμὴ καὶ θάρρος. Ἀντιθέτως κάθε κέρδος ποὺ ἀποκτᾶται χωρὶς προσωπικὸ κόπο, ἔχει μόνο προσωρινὸ χαρακτῆρα καὶ ἐπὶ πλέον φέρνει καὶ ἠθικὴ φθορὰ καὶ κατάπτωση: «Τὰ πλούτη δὲν πρέπει νὰ τὰ φέρνη ἡ ἁρπαγή· ἐκεῖνα ποὺ δίνει ὁ θεὸς εἶναι πολὺ συμφερώτερα. Μπορεῖ κανεὶς μὲ τοῦ χεριοῦ τὴ βία, μεγάλο νὰ ἀποχτήση πλοῦτο, μπορεῖ καὶ μὲ τὴ γλῶσσα νὰ τὰ ληστέψη, καὶ τέτοια πολλὰ γίνονται, ὅταν τὸ δόλωμα τοῦ κέρδους ξεγελάση τὸ μυαλὸ τοῦ ἀνθρώπου, κι' ἀφήση πίσω ἡ ἀδιαντροπιὰ κάθε συναίσθηση τοῦ δικαίου. Μὰ εὔκολα τότε οἱ θεοὶ τοῦ παίρνουν κάθε ὑπόληψη καὶ ἐκμηδενίζουν τὸ σπίτι τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ· καὶ ἔτσι γιὰ λίγο μόνο καιρὸ τὸν ἀκολουθάει ὁ πλοῦτος» (320-326).
Ἂν αὐτὴ δὲν εἶναι περιγραφὴ τῆς σημερινῆς καταστάσεως, δὲν ξέρω μὲ ποιὸ καλύτερο τρόπο μποροῦμε νὰ τὴν περιγράψουμε.
Ὁ Ἡσίοδος ὅμως δὲν περιορίζεται στὴν περιγραφή, ἀλλὰ δίνει στὴ συνέχεια συγκεκριμένες ὁδηγίες, ποιὲς δουλειὲς πρέπει νὰ γίνουν καί σὲ ποιὸ συγκεκριμένο χρόνο. Γιὰ παράδειγμα, δίνει λεπτομερεῖς ὁδηγίες τόσο γιὰ τὸ ὄργωμα ὅσο καὶ γιὰ τὴν κατασκευὴ τοῦ ἀρότρου, γιὰ τὸ κλάδεμα καὶ σκάλισμα, τὴν συγκομιδὴ καὶ ἀποθήκευση, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ἐπεξεργασία τῶν προϊόντων, ὅπως τοῦ γάλακτος, τοῦ κρασιοῦ καὶ τοῦ μαλλιοῦ. Εἰδικὰ γιὰ τὸ καλοκαίρι, τὸ ὁποῖο ἔχουμε μπροστά μας, μᾶς συμβουλεύει: «Τὸν καιρὸ τοῦ θερισμοῦ, ὅταν ὁ ἥλιος σκληραίνει τὸ δέρμα, ἀπόφευγε τὸ καθισιὸ στὴ σκιὰ καὶ τὸν πρωϊνὸ τὸν ὕπνο. Τότε πρέπει νὰ κάνης γρήγορα καὶ νὰ κουβαλᾶς τὸν καρπὸ στὸ σπίτι σου, σηκωμένος ἀπὸ τὸ χάραμα, γιὰ νὰ εἶναι σου τὸ βιὸς ἀσφαλισμένο. Ἡ αὐγὴ κόβει τὸ ἕνα τρίτο ἀπὸ ὅ,τι μπορεῖ κανεὶς νὰ κάνη γιὰ μία μέρα» (574-577).
Ποιός ἄραγε κάνει σήμερα τὸν κόπο νὰ ἐφαρμόση αὐτὲς τὶς ὁδηγίες τοῦ Ἡσιόδου; Νομίζω ἡ πλέον εὐμενὴς ἀπάντηση εἶναι «ἐλάχιστοι», ἐπειδὴ τὸ κριτήριο δὲν εἶναι πλέον τὸ νὰ γίνουν οἱ ἐργασίες στὸν κατάλληλο καιρό, ἀλλὰ ὅποτε ὑπάρχουν φθηνοὶ ἐργάτες, διότι τὰ Ἑλληνόπουλα, τὰ μανάρια, πρέπει νὰ διαβάζουν, καὶ δὲν ἐπιτρέπεται νὰ τοὺς ἀποσπάη ἄλλο τι ἀπὸ τὸ διάβασμα παρὰ μόνο τὰ σύγχρονα ἱερά, δηλ. ἡ τηλεόραση καὶ τὸ διαδίκτυο. Ἀργότερα δὲ, ὅταν μεγαλώσουν ἔχουν κοινωνικὲς ὑποχρεώσεις καὶ μάλιστα συχνὰ ὁλονύκτιες “κρασοκατανύξεις” καί “ξεσαλλώματα”. Πῶς νὰ σηκωθοῦν τὸ πρωῒ καὶ νὰ κάνουν "κατώτερες" δουλειὲς τῶν Ἀλβανῶν, Τσιγγάνων καὶ Πακιστανῶν;
Ἐπίσης τὸ κριτήριο δὲν εἶναι πλέον νὰ ἐξασφαλίζεται ἡ αὐτάρκεια τῆς κάθε οἰκογενείας καὶ ἔπειτα τὰ πρὸς πώληση προϊόντα, δὲν εἶναι πλέον τὸ ποιὰ καλλιέργεια εἶναι κατάλληλη γιὰ τὶς κατὰ τόπους κλιματολογικὲς καὶ ἐδαφολογικὲς συνθῆκες, δὲν εἶναι κἂν πλέον τὸ τί ζητάει ἡ ἀγορά, ἀλλὰ μόνο τὸ τί ἐπιδοτεῖται!
Ἐδῶ δὲν μιλᾶμε γιὰ ἁπλᾶ λάθη ἢ ἄγνοια, ἀλλὰ γιὰ θανάσιμα ἁμαρτήματα καὶ ὀργανωμένα ἐγκλήματα κατὰ τοῦ Ἔθνους. Οἱ ἐπίσημες ἐκθέσεις τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἑνώσεως μιλοῦν γιὰ πτωχὰ χώματα, μεγάλη διάβρωση, ἔλλειψη νεροῦ, μικρὲς ἰδιοκτησίες γῆς, ἐφαλάτωση τῶν ἐδαφῶν καὶ συγχρόνως ἐπιδοτεῖ ἀπαιτητικὲς καὶ ὑδροβόρες μονοκαλλιέργειες, οἱ ὁποῖες ἐπὶ πλέον ἐξαντλοῦν τὰ ἐδάφη. Γιὰ νὰ δεχθῆς αὐτὰ τὰ παράλογα σὲ θεωρητικὸ ἐπίπεδο πρέπει νὰ εἶσαι ἢ τρελὸς ἢ διεστραμμένος. Γιὰ νὰ τὰ ἐφαρμόσης στὴν πράξη, τί, ἀλήθεια, πρέπει νὰ εἶσαι;
«Μέγα νήπιε, Πέρση» προσφώνησε ὁ Ἡσίοδος τὸν ἀδελφό του τότε. Πῶς πρέπει νὰ ὀνομασθοῦμε ἐμεῖς οἱ Νεοέλληνες μετὰ ἀπὸ τόσους αἰῶνες ἀκμαίου πολιτισμοῦ κάτω ἀπὸ κατὰ καιροὺς πολὺ δύσκολες συνθῆκες, καὶ μετὰ ἀπὸ τὶς περιοδεῖες τοῦ Ἁγ. Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, ὁ ὁποῖος δὲν ἔδινε ἁπλῶς ὁδηγίες, σὰν τὸν Ἡσίοδο, ἀλλὰ δίδαξε ἐμπράκτως τὸν ἀγροτικὸ κόσμο, ὅτι τὰ ἐν πολλοῖς ἄγονα μέρη τῆς Ἑλλάδος εἶναι κατάλληλα γιὰ δενδροκαλλιέργειες. Γι' αὐτὸ εἶχε στὸ ζωνάρι του πάντα σουγιὰ καὶ κλαδευτήρι καὶ ἔδειχνε πῶς μπολιάζονται τὰ ἄγρια δένδρα καὶ πῶς κλαδεύονται. Ἔλεγε δὲ συχνὰ: «Ὅσοι δὲν ἀγαποῦν τὰ δένδρα καὶ τὰ φυτὰ θὰ ζοῦν φτωχικά» ἢ στὴ Δρόπολη τῆς Βορείου ] Ηπείρου ἀκόμα πιὸ ξεκάθαρα: «Οἱ ἄνθρωποι θὰ γίνουν πτωχοί, γιατὶ δὲν ἔχουν ἀγάπη εἰς τὰ δένδρα».
Ἂν ἀκούγαμε τὸν Πατροκοσμᾶ, θὰ θρηνούσαμε κάθε καλοκαίρι τόσα καμμένα δάση; Μὴ ξεχνᾶμε ὅτι τὸ μικρότερο μέρος τῶν καμμένων ἐκτάσεων εἶναι ὄντως δάση, τὸ δὲ μεγαλύτερο παραμελημένες ἢ καὶ ἐντελῶς ἐγκατελειμμένες καλλιεργήσιμες ἐκτάσεις, τὶς ὁποῖες κατέκτησαν μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου τὰ αὐτοφυῆ πεῦκα καὶ πουρνάρια.
Ἐμεῖς, οἱ ἄνθρωποι τῆς πόλεως, τί μποροῦμε νὰ κάνουμε; Πολλά!
Ὀφείλουμε νὰ μεταφέρουμε αὐτὸ τὸ πνεῦμα τῶν σοφῶν καὶ ἁγίων προγόνων μας στοὺς τόπους τῶν διακοπῶν μας, νὰ διαφωτίσουμε καὶ νὰ ἐνισχύσουμε τοὺς ἀνθρώπους ἐκεῖ, γιὰ νὰ παραμείνουν ἐκεῖ καὶ γιὰ νὰ κατακτήση σιγάσιγὰ ἡ ἐλπίδα τὴν θέση τῶν παραπόνων τους. Καὶ ἐπίσης ὀφείλουμε νὰ μὴν συμπράξουμε στὸ ὀργανωμένο ἔγκλημα κατὰ τῆς Ἑλληνικῆς ἐπαρχίας μὲ ἀπερίσκεπτη, ἐπιπόλαια ἢ καὶ ἀπὸ προσωπικὰ συμφέροντα ὑποκινούμενη ψῆφο στὶς ἐπικείμενες Εὐρωεκλογές.

π. Γεώργιος Χάας
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 84-86
Ἰούνιος-Αὔγουστος 2009

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου