Περί
Ρωµηῶν καί Ρωµαιοσύνης
Ἐπειδή ἀρκετοί ἀπό τούς φίλους
πού ἐπικοινωνοῦν µαζί µας, εἴτε ἠλεκτρονικά εἴτε προσωπικά, προβληµατίζονται
γιατί χρησιµοποιοῦµε τόν ὄρο Ρωµηοί καί Ρωµηοσύνη (Ρωµαιοσύνη) καί ἀνησυχοῦν
µήπως αὐτός ὁ ὅρος εἶναι σέ βάρος τῆς Ἑλληνικῆς µας ταυτότητας, θά θέλαµε νά
κάνουµε κάποιες διευκρινίσεις γιά τό θέµα.
Τό ὄνοµα Ἕλληνες δόθηκε ἀπό τά πρῶτα ἱστορικά χρόνια
στούς λαούς πού –κατά τή µυθολογία– εἶχαν γενάρχη τό γιό τοῦ Δευκαλίωνα καί τῆς
Πύρρας (τοῦ µυθολογικοῦ ζεύγους πού ἐπέζησε ἀπό τόν µεγάλο κατακλυσµό) τοῦ Ἕλληνα.
Ἦταν λοιπόν ἕνα εὐρύ ὄνοµα πού περιέκλειε τούς Ἀχαιούς, τούς Δωριεῖς, τούς Ἴωνες,
τούς Αἰολεῖς καί ἄλλα µικρότερα Ἑλληνικά φῦλα.
Αὐτοί οἱ λαοί ὅµως, ἐνῷ εἶχαν
συνείδηση τῆς ἑνότητάς τους –τήν ὁποία ὅριζαν µέ τά τρία κοινά χαρακτηριστικά,
τό «ὅµαιµον», τό «ὁµόγλωσσον» καί τό «ὁµόθρησκον» – καί ἐνῷ πολλές φορές,
µπροστά σε κάποιο κοινό κίνδυνο ἑνώνονταν, συνήθως, ἀλληλοεξοντώνονταν, προσπαθῶντας
νά ὑπερασπίσουν τά στενά, τοπικά, ὅρια καί συµφέροντά τους, σέ βάρος τῆς κοινῆς
ἐθνικῆς συνείδησης. Αὐτό εἶχε σάν ἀποτέλεσµα τήν ὀχύρωσή τους σέ πόλεις-κράτη,
πού τό ἕνα πολεµοῦσε τό ἄλλο. Οἱ Ἀθηναῖοι, οἱ Σπαρτιᾶτες, οἱ Θηβαῖοι, οἱ Ἀργεῖς
κ.ο.κ. δηµιουργοῦσαν συµµαχίες καί ἀγωνίζονταν νά ὑποτάξουν ὁ ἕνας τόν ἄλλον
καί νά αὐξήσουν τόν κύκλο ἐπιρροῆς τους σέ βάρος τῶν ὅµαιµων, ὁµόγλωσσων καί ὁµόθρησκων
ἀδερφῶν τους.
Βέβαια, ὡς ἕνα βαθµό, εἶχαν τήν ἐθνική
τους περηφάνεια καί τήν κοινή συνείδηση πού τούς ἔκανε νά θεωροῦν «πάντα µή Ἕλληνα,
βάρβαρον». Αὐτό ὅµως δέν ἐµπόδισε τό Δηµοσθένη, τόν πασίγνωστο Ἀθηναῖο ρήτορα,
νά ἀρνεῖται νά δεχτεῖ τούς Μακεδόνες σάν
Ἕλληνες καί νά τούς θεωρεῖ βαρβάρους, παρά τό ὅτι τό ὅµαιµον ὁµόγλωσσον
καί ὁµόθρησκόν τους συµπεριελάµβανε κι’ αὐτούς. Μέ τήν ἴδια λογική καί οἱ
Σπαρτιᾶτες ἀρνήθηκαν νά ἀκολουθήσουν τόν Ἀλέξανδρο στήν ἐκστρατεία του κατά τῶν
Περσῶν καί θεωροῦσαν τούς ἑαυτούς τους περήφανους, πού ἐκεῖνοι µόνοι ἑξαιρέθηκαν
ἀπό ὅλους τους Ἕλληνες, ὅπως δηλώνεται
στό ἐπίγραµµα τῆς ἀφιέρωσης τῶν 300 Περσικῶν πανοπλιῶν στήν Ἀκρόπολη, µετά τή
µάχη τοῦ Γρανικοῦ: «Ἀλέξανδρος ὁ τοῦ Φιλίππου καί οἱ Ἕλληνες πλήν Λακεδαιµονίων ἀπό τῶν βαρβάρων τῶν
τήν Ἀσίαν κατοικούντων».
Δυστυχῶς, ἡ διχόνοια καί ὁ
στενόµυαλος τοπικιστικός διχασµός µᾶς ἀκολουθεῖ καί σήµερα, ἀποδεικνύοντας ὅτι
εἶµαστε πράγµατι γνήσιοι ἀπόγονοι τῶν προγόνων µας ἀπό τούς ὁποίους πήραµε τά ἐλαττώµατα,
ἀλλά ἐλάχιστες ἀπό τίς ἀρετές τους!
Ὅταν ἡ Ρωµαϊκή αὐτοκρατορία
κατέλαβε ὁλόκληρη σχεδόν τήν τότε γνωστή οἰκουµένη, ἔγινε ἕνα πανεθνικό χωνευτῆρι
ὅλων τῶν κατακτηµένων λαῶν της, συµπεριλαµβανοµένων καί τῶν Ἑλλήνων. Ὁ
χαρακτηρισµός τοῦ Ρωµαίου πολίτη, ἐξασφάλιζε τήν περηφάνεια καί τά προνόµια σ’
αὐτόν πού τόν εἶχε, ἀνεξάρτητα ἀπό τήν καταγωγή ἤ τή φυλή του. Ὁ Ρωµαῖος
πολίτης µποροῦσε νά εἶναι Ἰταλός, Ἕλληνας, Ἰουδαῖος, Αἰγύπτιος, Κέλτης, Γότθος ἤ
δέν ξέρω κι ἐγώ τί ἄλλο, πάνω καί πέρα ἀπό ὅλα ἦταν ὅµως Ρωµαῖος πολίτης. Ὁ ἀπόστολος
Παῦλος εἶχε τή Ρωµαϊκή ὑπηκοότητα καί τήν ἐπικαλέστηκε ὅπου χρειαζόταν, χωρίς αὐτό
νά τόν κάνει λιγότερο Ἰουδαῖο. Καί ὁ µέγας Κωνσταντῖνος γεννηµένος καί
µεγαλωµένος µέσα στό εὐρύ πνεῦµα τῆς Ρωµαϊκῆς ἰδιότητας, θεωροῦσε τόν ἑαυτό του
–καί ἦταν– Ρωµαῖος πολίτης τῆς οἰκουµένης. Γι’ αὐτό καί εἶχε τή διαύγεια καί
τήν ἀντικειµενικότητα νά θεµελιώσει τήν πιό µακρόχρονη αὐτοκρατορία πού ὑπῆρξε
ποτέ στήν ἱστορία τοῦ κόσµου. Μιά αὐτοκρατορία πού σκέπασε κάτω ἀπό τό ὄνοµα
Ρωµαῖος τούς πιό διαφορετικούς λαούς, πού ἀκολουθοῦσαν τά φλάµπουρα τῆς ἀνατολικῆς
ρωµαϊκῆς αὐτοκρατορίας, καί δέχονταν τήν Ὀρθόδοξη πίστη καί τόν ὀρθόδοξο τρόπο
ζωῆς.
Αὐτή τήν εὐρύτητα τοῦ Ρωµαϊκοῦ ὀνόµατος
θέλησαν νά σφετεριστοῦν οἱ λαοί τῆς Δύσης, µέ πρῶτα τα Γερµανικά φῦλα, τά ὁποῖα
εἶχαν πάντα τήν ἐπιθυµία τῆς ἐπιβολῆς µέ τή δύναµη ἐπάνω στούς ἄλλους λαούς.
Γι’ αὐτό κράτησαν γιά τόν ἑαυτό τους τόν τίτλο τῶν Ρωµαίων καί ὀνόµασαν τήν ἀνατολική
Ρωµαϊκή αὐτοκρατορία Γραικία καί τούς πολῖτες της Γραικούς, γιά νά τούς ὑποτιµήσουν,
νά τούς στερήσουν τήν οἰκουµενικότητά τους, νά τούς ἀποκόψουν ἀπό τήν ἱστορική
τους συνέχεια.
Ἡ Δύση ἔβλεπε πάντα σάν ἀπειλῆ
τήν ἀνατολική αὐτοκρατορία, γι’ αὐτό καί ἔκανε ὅ,τι µποροῦσε γιά νά τήν ἀποδυναµώσει
καί νά τήν καταστρέψει, µέχρι πού τό πέτυχε, ὅταν ἡ αὐτοκρατορία, µόνη καί ἀβοήθητη,
κατακτήθηκε ἀπό τούς Τούρκους. Καί µετά τήν ἐπανάσταση, ἡ βοήθειά τους ἦταν
τόση ὅση χρειαζόταν γιά νά ἐξασφαλιστεῖ ὁ περιορισµός µας στά γεωγραφικά σύνορα
τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδας, ἐνῷ ταυτόχρονα µᾶς γλύκαναν µέ τήν καραµέλα ὅτι εἴµαστε ἀπόγονοι
τοῦ Περικλῆ καί τῶν ἀρχαίων. Γιά νά θαµπωθοῦµε ἀπό αὐτή τή δόξα καί νά
ξεχάσουµε τήν ἱστορική µας συνέχεια, νά
ξεχάσουµε ὅτι ἡ καρδιά µας, ἡ Βασιλεύουσα Πόλη µας εἶναι ἀκόµα ὑποδουλωµένη. Μᾶς
ἔπεισαν ὅτι εἴµαστε περήφανοι Ἕλληνες στήν Ἑλλαδίτσα µας καί νά ξεχάσουµε ὅτι οἱ
Ρωµαῖοι πολῖτες εἶχαν πατρίδα τους καί τή Νίκαια, τή Νικοµήδεια, τήν Ἀντιόχεια,
τό Δυρράχιο, τή Φιλιππούπολη, τήν Ἀδριανούπολη, ὅλα τά χαµένα ἐδάφη τῆς αὐτοκρατορίας
µας, ἐκεῖ ὅπου εἶναι σκορπισµένα τά ὀστᾶ τῶν Ρωµαίων προγόνων µας πού τά ὑπερασπίστηκαν
µέ τό αἷµα καί τίς ζωές τους. Μᾶς προβάλουν τόν Περικλῆ καί τό Λεωνίδα καί τόν
Μιλτιάδη καί τόν Ἀριστείδη, γιά νά µή σκεφτόµαστε τόν Ἰουστινιανό, τό Θεοδόσιο,
τόν Διγενῆ Ἀκρίτα, τόν Βασίλειο, τόν Λέοντα τόν σοφό, τούς τρεῖς Ἱεράρχες, τούς
ἁγίους βασιλιάδες καί νοµοθέτες καί σοφούς καί δασκάλους πού διαδέχτηκαν τούς ἀρχαίους.
Μᾶς πέταξαν µιά γωνιά, λέγοντας µας πόσο νόστιµη εἶναι ἡ πίτα, γιά νά ξεχάσουµε
τό ὑπόλοιπο ταψί.
Καί φτάσαµε νά θεωροῦµε ὅτι ὁ
Ρωµηός κι ἡ Ρωµηοσύνη εἶναι κάτι λιγότερο ἀπό τόν Ἕλληνα καί τήν Ἑλληνικότητα.
Δέν εἶναι ὅµως. Εἶναι κάτι εὐρύτερο, πολύ εὐρύτερο. Ἡ Ρωµηοσύνη ἔχει µέσα της ὅλη
τήν Ἑλληνική σοφία καί γνώση, ἐπεξεργασµένη, διευρηµένη, φωτισµένη ἀπό τούς ἁγίους
πολῖτες τῆς οἰκουµένης, τούς δασκάλους πού πῆραν ἕνα θησαυρό καί τόν ἐπένδυσαν
καί τόν τόκισαν καί τόν αὔξησαν καί τόν φύλαξαν γιά νά µᾶς τόν δώσουν νά τόν αὐξήσουµε
κι ἐµεῖς καί νά τόν πολλαπλασιάσουµε. Εἶναι κρῖµα νά κόβουµε ἐµεῖς οἱ ἴδιοι τα
φτερά µας. Εἶναι κρῖµα νά καταπίνουµε τό δόλωµα καί νά χαιρόµαστε κι ἀπό πάνω.
Εἶναι κρῖµα νά µήν ξέρουµε τούς γονεῖς καί τούς παπποῦδες µας καί νά
περιµένουµε ἀπό τούς ἄλλους νά µᾶς ποῦν τίνων παιδιά εἶµαστε.
Νά γιατί µιλᾶµε γιά Ρωµηούς καί
Ρωµαιοσύνη. Καί νά γιατί ὀνειρευόµαστε νά πάρουµε τήν Πατρίδα µας πίσω. Ὅλη τήν
Πατρίδα µας. Μικρή καί µεγάλη. Γιατί λαός χωρίς ὄνειρα εἶναι ἕνας χαµένος λαός.
Ὅπως ἀκριβῶς κι ἕνας ἄνθρωπος χωρίς ὄνειρα εἶναι ἕνας νεκρός ἄνθρωπος. Μπορεῖ
τά ὄνειρα νά µή γίνουν ποτέ πραγµατικότητα, ἀλλά καί µόνο το ὅτι ὑπάρχουν εἶναι
δεῖγµα ὅτι ἕνας λαός –κι ἕνας ἄνθρωπος– ἔχει ζωή, ἔχει µέλλον, ἔχει δύναµη.
Καί, τελικά, τό µόνο πού µᾶς ἔχουν
ἀφήσει ...ἀφορολόγητο, εἶναι τά ὄνειρα!
Ὁ Ἀνταποκριτής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου