Τετάρτη 3 Σεπτεμβρίου 2014

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» - ΟΤΑΝ Η ΜΝΗΜΗ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ ΧΑΡΑ



Χριστουγεννιάτικες σκέψεις
ΟΤΑΝ Η ΜΝΗΜΗ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ ΧΑΡΑ

Οἱ ἐργάτες ποὺ ἀναστήλωναν τὸ θέατρο Sheldonian στὴν Ὀξφόρδη, ἔμειναν ἔκπληκτοι ὅταν, ξηλώνοντας τὶς γυψοσανίδες τῆς ὀροφῆς, βρῆκαν κρυμμένο πίσω τους ἕνα ξύλινο κουτί. Μέσα στὸ κουτὶ ὑπῆρχε ἕνα παντελόνι λερωμένο μὲ χρώματα καὶ στόκο, ποὺ φαινόταν ὅτι ἀνῆκε σὲ κάποιο ἐργάτη, κι ἕνα σημείωμα μὲ ἡμερομηνία 6 Μαρτίου 1901, ποὺ ἔγραφε: “Ἀγαπητὲ φίλε, ὅταν ἐπιθεωρήσεις αὐτὸ τὸ παντελόνι νὰ τὸ παραδώσεις στὸ Μουσεῖο, γιατὶ ἀνήκει στὸν Frank Morrill, ποὺ ἀναστήλωσε αὐτὴ τὴν ὀροφή. Ἐγώ, φαντάζομαι, θὰ ἔχω γίνει πρὸ πολλοῦ τροφὴ γιὰ τὰ σκουλίκια. Ἀντίο, παλιόφιλε, ἀντίο”...
Δὲν θὰ μποροῦσε νὰ βρεῖ καλύτερο καιρό, αὐτὴ ἡ φωνὴ ἀπ’ τὸ παρελθόν, γιὰ νὰ ἀκουστεῖ καὶ νὰ διεκδικήσει μιὰ μικρὴ γωνίτσα στὴ μνήμη τῶν ἀνθρώπων. Ἔρχονται Χριστούγεννα καὶ τώρα εἶναι κατ’ ἐξοχὴν ὁ καιρὸς ποὺ ξεχνοῦν οἱ μνῆμες, ὅπως ξυπνάει καὶ ἡ βαθειὰ ριζωμένη μέσα μας ἀνάγκη νὰ μείνουμε κι ἐμεῖς καὶ τὰ ἔργα μας στὴ μνήμη τῶν ἀνθρώπων. Πάντα ἡ λήθη ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς ἄσχημους φόβους μας. Ποιὸς χώρισε ποτὲ ἀπὸ ἕναν ἄνθρωπο ποὺ ἀγαπάει χωρὶς νὰ πεῖ “μὴ μὲ ξεχάσεις”; Ποιὸς ἄντεξε νὰ λησμονηθεῖ ἀπὸ κάποιον ἀγαπημένο; Ποιὸς εὐχαριστήθηκε ποτὲ ὅταν τὸν παραμελοῦν καὶ τὸν ξεχνοῦν; Ἀντίθετα, ἀπ’ τὴν ὥρα ποὺ γεννιόμαστε, ἡ φροντίδα μας εἶναι νὰ τραβήξουμε τὴν προσοχή, τὸ ἐνδιαφέρον καὶ τὴν ἀγάπη τῶν ἀνθρώπων ποὺ μᾶς περιστοιχίζουν. Κι ὅταν φεύγουμε ἀπ’ τὴ ζωή, ἡ
Ἐκκλησία μαζὶ μὲ τοὺς φίλους καὶ συγγενεῖς ποὺ μένουν πίσω, εὔχονται νὰ εἶναι ἡ μνήμη μας “αἰωνία!”
Ὅμως, καθὼς σκεφτόμουν τὶς μέρες ποὺ ἔρχονται, τὶς μέρες ποὺ “ποιοῦμεν μνήμην” τῆς Γεννήσεως τοῦ Θεοῦ ποὺ καταδέχτηκε νὰ γίνει ἄνθρωπος, δὲν μπόρεσα νὰ μὴν ἀναρωτηθῶ ἄν, τελικά, εἶναι πάντα καλὸ πρᾶγμα τὸ νὰ μείνει κανεὶς στὴ μνήμη τῶν ἀνθρώπων. Γιατὶ ἡ μνήμη τῆς Γέννησης τοῦ Χριστοῦ καθώρισε καὶ τὴ μνήμη τοῦ κόσμου. Γιατὶ ἤδη μὲ τὴ Γέννησή Του, ἦρθε ἡ Κρίση τοῦ κόσμου.
Θυμόμαστε τὴ Γέννηση, τὴ Φάτνη, τὸν Ἀστέρα ποὺ διατράνωσε τὸ μεγάλο Μυστήριο μέχρι τὴν ἄκρη τῆς οἰκουμένης, τοὺς Ποιμένες ποὺ χάρηκαν, τοὺς Μάγους ποὺ ἦρθαν προσκυνητές. Μαζὶ ὅμως θυμόμαστε καὶ τὸν «Ἡρώδη, τὸν βασιλιὰ ποὺ δὲν ἄφησε 14.000 παιδάκια νὰ γνωρίσουν τὴ ζωή, γιατὶ φοβήθηκε πὼς θὰ ἔχανε τὸ θρόνο του.
Θυμόμαστε τοὺς Ἁγίους Ἀποστόλους, τοὺς φίλους καὶ μαθητές, ποὺ γνώρισαν τὸ Χριστὸ καὶ Τὸν ἀγάπησαν καὶ Τὸν ἀκολούθησαν. Θυμόμαστε ὅμως καὶ τὸν Ἰούδα, ποὺ θέλησε νὰ ξεχάσει τὸν Κύριο καὶ Θεό του ἀλλά, οὔτε τότε μπόρεσε, οὔτε τώρα μπορεῖ.
Θυμόμαστε ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἔτρεξαν κοντὰ στὸ Χριστό, ζητῶντας καὶ βρίσκοντας. Θυμόμαστε ὅμως καὶ τοὺς “ὄφεις”, τὰ “γεννήματα ἐχιδνῶν”, ποὺ Τὸν σταύρωσαν κι Αὐτὸν μὲ τὸ ἴδιο μῖσος, μὲ τὴν ἴδια λύσσα ποὺ εἶχαν κι οἱ πατέρες τους θανατώσει τοὺς προφῆτες, ἐλπίζοντας ὅτι κάποτε θὰ καταφέρουν νὰ ἐξαλείψουν κάθε μνήμη τοῦ Θεοῦ ἀπ’ τὸν κόσμο...
Ἄρα, ἡ μνήμη εἶναι τόσο μεγάλη εὐλογία, ὅσο εἶναι καὶ ἡ καταδίκη. Γι’ αὐτό, κάθε φορά ποὺ ἀκούω νὰ ψάλλεται σὲ μιὰ κηδεία ἢ σ’ ἕνα μνημόσυνο τὸ “αἰωνία ἡ μνήμη”, δὲν μπορῶ νὰ μὴν ἀναρωτηθῶ: εἶναι ἄραγε, καλὸ αὐτὸ ποὺ ζητᾶμε γιὰ τὸν ἀγαπημένο μας ἄνθρωπο –καὶ ποὺ κάποτε θὰ τὸ ζητήσουν καὶ γιὰ μᾶς– ἢ μήπως αὐτὴ ἡ ἴδια ἡ αἴτησή μας μᾶς καταδικάζει στὴν κόλαση ποὺ ἐμεῖς φτιάξαμε γιὰ τοὺς ἑαυτούς μας; Θέλει ἄραγε ὁ Ἰούδας νὰ εἶναι ἡ μνήμη του αἰωνία; Χαίρεται ὁ «Ἡρώδης ὅταν τὸν θυμόμαστε κάθε Χριστούγεννα; Θὰ θέλουμε κι ἐμεῖς νὰ θυμοῦνται οἱ ἄνθρωποι ὅταν θἄχουμε πιὰ φύγει, αὐτὸ  ποὺ στὴ ζωή μας πασχίζουμε νὰ θάψουμε, νὰ κρύψουμε καὶ νὰ ξεχάσουμε;
Ἡ παρηγοριά μας, ὅμως, εἶναι ὅτι τὰ Χριστούγεννα δὲν εἶναι ἐποχὴ μόνο μνήμης, ἀλλὰ καὶ προσδοκίας. Ἔτσι, ἂν καταφέρουμε τὸν κάθε χρόνο μας νὰ τὸν κάνουμε ἕναν ὄμορφο χρόνο, ἕνα χρόνο ποὺ δὲν θὰ μᾶς προσθέτει βάρος ἀλλὰ γνώση, ἕνα χρόνο ποὺ δὲν θὰ μᾶς ἐπιβαρύνει μὲ κόπο ἀλλὰ θὰ μᾶς ἀνανεώνει μὲ τὴν ἐλπίδα καὶ τὴν αἰσιοδοξία, τότε, ὅταν θὰ φτάσουμε στὰ τελευταῖα μας Χριστούγεννα –ποὺ ὅλοι κάποτε θὰ φτάσουμε– θὰ γυρίσουμε νὰ κυττάξουμε πίσω τὴ ζωή μας καὶ θὰ δοῦμε μόνο χαρά.
Γιατὶ ὅλα μας τὰ βάσανα, ὅλο μας τὸν κόπο, ὅλο μας τὸν πόνο, θὰ μᾶς τὸν ἔχει πάρει ὁ Χριστὸς ποὺ καταδέχτηκε νὰ γεννηθεῖ γιὰ μᾶς. Καὶ τότε ἡ μνήμη μας θὰ εἶναι χαρά. Καὶ τότε θὰ χαροῦμε νὰ ἀκούσουμε αὐτοὺς ποὺ θὰ ἔχουν μείνει ὅταν ἐμεῖς φύγουμε, νὰ εὔχονται νὰ μείνει ἡ μνήμη μας αἰωνία. Γιατὶ θὰ εὔχονται νὰ μείνουν αἰώνια τὰ Χριστούγεννά μας. Γιατὶ θὰ εὔχονται νὰ μείνει αἰώνια ἡ χαρά μας...

Νινέττα Βολουδάκη
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Φύλλου 29 
Δεκέμβριος 2004

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου